24.12.09



Το πνεύμα των Χριστουγέννων ήρθε πριν από ένα μήνα εκεί που κοιμόμουν και μου έριξε μια στο μάγουλο και με άγγιξε για τα καλά. Ξύπνησα εκνευρισμένη και το κυνηγούσα κι εκείνο μπήκε μέσα μου από το δεξί μου ρουθούνι, βγήκε από το στόμα μου και μπήκε ξανά από το αριστερό μου αυτί. Εγώ έκλεισα τα μάτια κι εκείνο εγκλωβίστηκε στις άκρες των δακτύλων μου κι από τότε το κουβαλάω μέσα μου. Με βοήθησε να φτιάξω τοα πρώτα μου μελομακάρονα και μου κρατούσα τη σήτα για να κοσκινίσω την άχνη στους κουραμπιέδες. Χτες, γέμισε αλεύρι το σαλόνι , όσο εγώ άνοιγα φύλλο για τις πίττες κι έπειτα γέμισε με ζυμάρι το πρόσωπό μου.
Σήμερα γέμισε το σαλόνι μου κάλαντα. Ξύπνια από τις οκτώ το πρωί να ετοιμάσω τα τελευταία πριν την εκδρομή προς το Νότο όπου θα πάω μαζί με τον Άντρα που γεμίζει το σπίτι μου Έρωτα πιο μελωμένο από εκείνα τα μελομακάρονα που στολίζουν το τραπέζι μου. Θα δω γνώριμα πρόσωπα, θ’ ακούσω χαρούμενες φωνές και θα γνωρίσω κι έναν άνθρωπο καινούριο, ολοκαίνουριο και μικροσκοπικό, με μάτια μεγάλα και απορημένα. Έναν άνθρωπο αγνό και πανέμορφο που συχνά έχει λόξυγκα και με κάνει να γελάω. Θα του αγγίξω το χέρι με τον δείκτη του αριστερού μου χεριού κι εκείνος θα μου κλείσει το δάχτυλο μες την παλάμη του. Θα του δώσω την αγάπη της καρδιάς μου κι έτσι θα γνωριζόμαστε για πάντα….
Φεύγω. Ρίχνω μια ματιά τελευταία έξω από το παράθυρό μου και η ατμόσφαιρα μυρίζει ξύλο από το τζάκι που καίει στις ψυχές των ανθρώπων. Ίσα που βλέπω τα λαμπιόνια του απέναντι σπιτιού πίσω από ένα υπέροχο πέπλο ομίχλης. Θα πάρω το πνεύμα των Χριστουγέννων μαζί μου και θα το αφήσω ελεύθερο λίγο πριν ξημερώσει η αυριανή μέρα. Είχε να έρθει από τότε που ήμουν παιδί και ήρθε και τώρα επτά μέρες πριν γίνω τριάντα ένα χρονών. ‘‘Ελπίζω να μη κάνουμε πάλι καμιά εικοσαετία να τα πούμε!’’ θα του πω και θα το αποχαιρετίσω. Χωρίς θλίψη. Χωρίς νοσταλγία. Πρέπει να συμμαζέψω τη γωνιά του να φιλοξενήσω τον Αη Βασίλη και λίγο πριν αλλάξει η χρονιά, λίγο πριν την επέτειο της γέννησής μου, να του πω να μη με μαλώσει όπως πέρυσι γιατί φέτος τα έδωσα όλα για να μου φέρει το δώρο που του ζήτησα μέσα στο δυο χιλιάδες δέκα…

Χρόνια Πολλά πνεύμα των Χριστουγέννων!
Χρόνια πολλά Αϊ Βασίλη!
Χρόνια πολλά καινούριε άνθρωπε!
Χρόνια πολλά αγαπημένοι μου όλοι!
Χρόνια πολλά κόσμε….

Φώτο: http://hagge.deviantart.com/art/happy-holidays-72001079
Παραμονή Χριστουγέννων 2009 09.39

16.12.09

22.10


Ζω στη πιο γοτθική περιοχή της πόλη στην άκρης της Γης. Μπαίνω μέσα σ’ ένα σύννεφο και κρύβω τις ανασφάλειές μου, τα πολύτιμά μου, το θυμό, τη χαρά, την οργή μου και τους οργασμούς μου. Εκεί έκρυψα και τα τελευταία δάκρυα των ματιών μου που χύθηκαν πέρσι, πρόπερσι, πριν από διακόσια χρόνια- τόσο παλιά μου φαίνεται και ούτε που το θυμάμαι πια. Νομίζω πως μαζί σου έχω κλάψει όλα μου τα δάκρυα μα πάντα έχω κι άλλα, κι άλλα, κι άλλα, κι άλλα… νομίζω πως μαζί σου έχω θυμώσει όλους τους θυμούς του κόσμου, πως έχω οργιστεί όλες τις οργές του σύμπαντος. Μαζί σου έχω αγαπήσει όλες τις αγάπες των μαμάδων, έχω βιώσει όλους τους οργασμούς όλων των θηλυκών υπάρξεων του πλανήτη σε αυτή τη ζωή και σε όλες τις προηγούμενες… Και όλα αυτά τα έχω βάλει μέσα στο σύννεφο. Κρυμμένα μέσα στην ομίχλη της πιο γοτθικής περιοχής της πόλης στην άκρη της Γης. Κι όταν εκείνο φεύγει, τότε εγώ χνωτίζω όλα τα τζάμια του σπιτιού με την ανάσα μου και σχηματίζω ομίχλη με το νου…

Τετάρτη 16/12/09 21.52
Φώτο: http://unfashionable.deviantart.com/art/Fog-48784125

25.11.09

25868



Φεύγει και αυτός ο χρόνος κι εγώ ξέχασα να πω τριανταένα. Έμαθα και τρεις καινούριες λέξεις να τις βάλω στο κουτί του εννιά ως γνώση για το δέκα, το έντεκα, το σαράντα εννιά. Είπα να ψήσω στη φουφού τις αναμνήσεις του παρελθόντος και μια αιθαλομίχλη κάλυψε τα πάντα και κρύφτηκαν. Έψαξα μα δεν έβλεπα ούτε την πέτρα που τρύπησε το παπούτσι μου και τελικά και την πατούσα μου και πληγώθηκα.
Ευκαιρία τώρα που έχω άδεια να τακτοποιήσω. Εδώ το χτες και στο απέναντι ντουλάπι το σήμερα. Σε τάξη. Σαν τα βαζάκια μαρμελάδας στο μπαούλο της γιαγιάς. Έτσι. Να μη μπερδεύεται το ένα με το άλλο με αποτέλεσμα να γίνουν τα όριά μου ακαθόριστα. Θέλω να ξέρω πού και για πόσο υπάρχει το καθένα.
Μερικές φορές τα λόγια μου διανύουν χιλιόμετρα και μένουν από βενζίνη πριν φτάσουν στ’ αυτιά σου. Δε φταις εσύ. Εγώ φταίω που δεν έβαλα εκείνη με τα πολλά οκτάνια γιατί υποτίμησα τη διαδρομή. Ή που πάτησα πολύ το γκάζι και αναλώθηκαν τα καύσιμά τους στη μισή διαδρομή. Φταίει ίσως και η ευνουχισμένη έμπνευσή μου καθώς της έκανε υστερεκτομή το σήμερα και δε μπορώ να πω κουβέντα…
Κι εσύ, γλυκέ μου, ο μεγαλύτερος κόσμος του κόσμου μου θα βρεθείς σε λίγο πλάι μου να μου πιάσεις τα μαλλιά μου που τα έκοψα εχτές και θα τα ψάχνεις. Δε τα κράτησα να τα βάλω στο κεφάλι σου να με νιώθεις δικιά σου, γιατί το αποφάσισα να είμαι πριν ένα χρόνο και δεκαοκτώ μέρες. Με κομμένα μαλλιά που μια μέρα θα βαρεθώ να ακούω και θα τα μακρύνω ξανά. Φεύγω τώρα. Πάω να πετσοκόψω τις πατάτες. Εκείνες που μου έμειναν στο πάτωμα της κουζίνας από προχθές…

Τετάρτη 25/11/09 14.39
Φώτο: http://kleanthis.deviantart.com/art/instinct-105215100

10.11.09

Από χτες ούτε που επέστρεψα σπίτι μου. Πήγα στη Γεωργία και με πήρε ο ύπνος στον καναπέ της. Περνάω μόνη μου τις πρώτες στιγμές μετά τον χαλασμό και προσπαθώ να βάλω σε τάξη τα τούτα και τα ‘κείνα από το ταβάνι, τα τζάμια, τους τοίχους και τα παπλώματα. Έγινε ο μεγαλύτερος σεισμός στην ιστορία της ανθρωπότητας με επίκεντρο το σπίτι μου κι εγώ μαζεύω πρώτα το τασάκι από το πάτωμα. Η ώρα είναι 08.06 και πριν μια ώρα τελείωσε κι αυτή η εφημερία μου…
Μια σιχαμερή πράσινη κάμπια με τρώει ξεκινώντας από μέσα. Μου τρώει το συκώτι, έπειτα τη σπλήνα και μετά τους νεφρούς έναν έναν. Οι πνεύμονές μου παθαίνουν ασφυξία κι εκείνη προχωρά και μου τρώει πρώτα τον εγκέφαλο αφήνοντας μου τη μη μνήμη στην καρδιά μου. Έπειτα, με αποτελειώνει τρώγοντας ακόμα και αυτή…
Συγκάτοικοι στην παράνοια και τη βλακεία είμαστε τις τελευταίες δύο μέρες εγώ και η Γεωργία. Μέχρι να γυρίσει ο Έρωτάς μου από την Αθήνα και να αποχωριστεί το ημερών ανίψι του, μέχρι να γυρίσει ο καλός της από την Κομοτηνή. Έξω έβρεχε˙ τα τζάμια μου γέμισαν σταγόνες ξεραμένες, αφυδατωμένες, πεθαμένες μιας βροχής περαστικής. Στέγνωσαν αυτές, στέγνωσε κι εκείνη η περαστική και δήθεν τυχαία συνάντησή μου μαζί της. Μου ψιθύρισε ‘‘Είδα φως και μπήκα’’ μα δε τη πίστεψα…
Είπα να πλένω τα λιγοστά μου ποτήρια, να βάλω καμιά σκούπα μπας και ξεμυρίσει η μοναξιά από το σπίτι. Σχέση εξάρτησης και ανεξαρτησίας μέσα στο μυαλό μου που η μία εμποδίζει την άλλη να φανερωθεί. Ούτε που ξέρω πια τι είναι πιο δυνατό. Η εξάρτηση ή η θέληση της ανεξαρτησίας; Καλά… αν το βρω θα το πω και σ’ αυτές…
Πάνω στα σχοινιά της μπουγάδας μου κάθονται μικρά σπουργίτια διάφανα κρεμασμένα προς τα κάτω. Το ένα δίπλα στο άλλο. Θέλω να πάω και να κουνήσω ύπουλα το σχοινί να παταχτούν όλα στον αέρα αλλά το μετανιώνω. Στο κάτω κάτω μια χαρά παρέα κάνουν στα μοναχικά μου μανταλάκια. Μόνη εγώ και από κακία θέλω να είναι τα πάντα μόνα τους. Ακόμα και τα μανταλάκια…
Να δεις που η σκούπα θα μπει μόνη της στην πρίζα. Να δεις που τα πιάτα θα πλυθούν στο νεροχύτη χωρίς να τα πιάσω. Μα να δεις που αν δε ξεκουνηθώ, όλα αύριο θα μοιάζουν με χτες…


Τρίτη 10/11/09 08.18
Φώτο: http://freakybabe.deviantart.com/art/Turn-it-back-42499477

8.11.09

365+

Τριακόσιες εξήντα πέντε μέρες πριν, εννιά το πρωί στο αεροδρόμιο ‘‘Μακεδονία’’ να περνάς δήθεν αδιάφορα από δίπλα μου κι εγώ να ‘‘πιάνω’’ τη πολύχρωμη αύρα σου με την άκρη του ματιού μου. Το κεφάλι μου εκτοξεύτηκε στο άπειρο κι εγώ έμεινα παραδομένη μέσα στα χέρια σου.

-Κάνε με ό,τι θες…

Τριακόσιες εξήντα πέντε μέρες πλήν δεκατέσσερις. Και τα πρώτα χιλιόμετρα γράφονται στην Εθνική Αθηνών Θεσσαλονίκης και όλο πίσω. Κι έπειτα κι άλλα. Κι άλλα. Ως τα Χριστούγεννα…
Ο Αη Βασίλης με μάλωσε πέρυσι λίγο πριν η χρονιά αλλάξει. Μα του έκανα νάζια και ξεθύμωσε. Ξέφυγα από το θυμό του κι εκείνος δε μου το κράτησε. Μου έκανε δώρο δυο γυάλινες μπάλες, έναν τάρανδο κι ένα τρενάκι να ταξιδεύω στο χρόνο…
Κι έπειτα κι άλλα χιλιόμετρα. Η αγάπη πλήρωνε διόδια μέχρι να εκπληρωθεί για μήνες. Ολοκληρωνόταν κι έφευγε και ταξίδευε και χανόταν μέσα στη μοναξιά της Εθνικής…
Τριακόσιες εξήντα πέντε μέρες πλην εκατόν είκοσι. Και ήρθε ο Μάρτιος. Κι εγώ ετοίμασα βαλίτσες και τις γέμισα με δεκατέσσερις μέρες. Κι αφού πέρασαν κι αυτές ξαναγύρισα στο δρόμο. Και τα φώτα της Εθνικής πονούσαν τα μάτια μου και το αμάξι βογκούσε από τα φορτωμένα αντικείμενα μιας ζωής που έφυγε και ξαναγεννήθηκε σε άλλη πόλη.
Τριακόσιες εξήντα πέντε μέρες πλην διακόσιες. Και ήρθε και ο Απρίλιος. Και τα χιλιόμετρα μηδενίστηκαν. Και τα πράγματα άλλαξαν σπίτι. Και το σπίτι άλλαξε χρώμα. Και ξεκίνησαν οι διακοπές. Από τον Απρίλιο. Και ακόμα δε τελείωσαν…
Τριακόσιες εξήντα πέντε μέρες πλην μηδέν. Ταξιδεύω στο διπλανό σου κάθισμα και ακόμα δε ξέρω πόσο μακριά μπορεί να μας πάει η Αγάπη…. Ακόμα σαν πριν. Μόνο ο Έρωτάς μου άλλαξε. Έγινε μεγαλύτερος…

Σάββατο 07/11/09 13.33
Φώτο: http://strawberry93oo.deviantart.com/art/Freedom-80151732

28.10.09

Εγκλωβισμένη στην ιδέα της αποδοχής του να είμαι ελεύθερη για χρόνια, έγινα πιο ανελεύθερη από ποτέ. Τώρα πια δε με νοιάζουν οι γνώμες σας μικροαστοί και δήθεν κουλτουριάρηδες μιας γενιάς ξεπλυμένης από απόβλητα εργοστασιακών σκέψεων. Δε κρίνω. Ο καθένας κάνει αυτό το με το οποίο αισθάνεται άνετα. Μην ακούσω ποτέ ξανά όμως διαμαρτυρία για τη ζωή σας, γιατί απλά δε με αφορά. ΠΟΤΕ!
Ζω στην ευδαιμονία της ζωής μου έχοντας γραμμένα λίγο πιο πάνω από τα γόνατα όλα εκείνα που σας μάθανε και προσπαθήσατε να μου εντρυφήσετε αλλά ευτυχώς για ‘ μένα αποτύχατε. Ζω στην υπέροχη, τη βροχερή ζωή μου και αν καμιά φορά γκρινιάζω, μιζεριάζω, έχω τις μαύρες μου ή διαμαρτύρομαι είναι γιατί επιλέγω τη στιγμή να το κάνω. Μου αρέσει το μαύρο. Όσο και το άσπρο. Από επιλογή.
Δε φορτώνω τις ευθύνες μου σε ‘σας όπως προσπαθείτε τόσα χρόνια ανθρωπότητας να κάνετε όλοι εσείς οι φυγόπονοι και μίζεροι. Όταν ζω μέσα στα σκατά ξέρω τον τρόπο που θα βγω και δε ζητώ τους ώμους σας για να πιαστώ. Έτσι θέλω. Έτσι μου αρέσει. Δε ζητώ πια να με αφήσετε να ζήσω όπως θέλω, χέστηκα για την άδειά σας. Έμεινα μόνη από ‘σας μα δε με νοιάζει και καθόλου. Ο σκουπιδοτενεκές μου γέμισε και τον πέταξα στον κάδο έξω από το σπίτι μου. Έχω αυτό που θέλω. Τον Έρωτά μου τον Τεράστιο κάθε βράδυ στην ανάσα μου. Τα βογκητά μου ακούγονται ως ξετσιπωσιά στ’ αυτιά σας μα τις ανούσιες σιωπές σας τις κρύβετε κάτω από τους καναπέδες σαν μην τυχόν και τις δει η γειτόνισσα και σας χαρακτηρίσει. Έχω αυτό που θέλω. Τους δυο τρεις φίλους μου που ακόμα και να περάσουν αιώνες μέχρι την επόμενη συνάντηση είναι σαν να μη πέρασε μια μέρα.
Σαν να με μούτζωσε η Θεός της Βροχής και πήγα κι ερωτεύτηκα τις σταγόνες τις με πάθος. Σαν φτυσμένος είναι αυτός ο τόπος. Ούτε κανείς είδε, ούτε που άκουσε ποτέ για τη βροχή τις τελευταίες μέρες. Η ψυχή μου έχει πάθει αφυδάτωση και οι σκέψεις μου θυμώνουν.
Τις προάλλες, Αγάπη μου, σου είπα πως αγαπώ κάθε φθόγγο που έχει η ανάσα σου καθώς βγαίνει από το στήθος σου. Χτες καθόμουν μπροστά στο τζάκι και παρατηρούσα πώς η φωτιά κατάπινε τα κούτσουρα κι εγώ σκάλιζα με τη μασιά τα κάρβουνα κι έμοιαζα να σκαλίζω τη ψυχή μου. Αναρωτιέμαι πως κατάφερνα και ζούσα χώρια σου αυτά τα τριάντα χρόνια κάθε μέρα του τελευταίου χρόνου που πέρασε και ήμουν δίπλα σου. Όχι, δε σβήνω όλους τους άλλους Έρωτες μου. Απλά μαζί σου είμαι πραγματικά ελεύθερη. Δε χρειάζομαι άδεια για να σκεφτώ. Δε χρειάζομαι αποδοχή. Ξέρω πως μ’ αγαπάς γι αυτό που είμαι…

Τετάρτη 28/10/09 14.14
Φώτο: http://katjafaith.deviantart.com/art/Red-Philosophy-of-Freedom-66540552

20.10.09

Embryo eng from illuzia.net on Vimeo.

8.10.09


Νιώθω όπως κι άλλες φορές. Όπως συχνά πυκνά. Νιώθω βουβή. Από τότε που ζω δίπλα στα δάχτυλά σου ξέχασα να μιλώ. Οι λέξεις μοιάζουν τόσο δύσκολες όπως όταν ήμουν περίπου ενός έτους και ας είμαι τώρα σχεδόν τριάντα ένα. Πω πω… τριάντα χρόνια μετά, και ακόμα δεν έμαθα να προφέρω συλλαβές.
Πως λέμε’‘ Έρωτας’’ με λέξεις; Πως λέμε ‘‘Σ’ αγαπώ’’; ‘‘Σε μισώ’’; ‘‘Σε θέλω’’; Πως λέμε ‘‘Θέλω να με βάλεις από κάτω σου, κι έπειτα από πάνω σου, κι έπειτα μπροστά σου κι έπειτα ξανά από πάνω σου και να με γυρίζεις βόλτες όλο το βράδυ να γνωρίσω τα καινούρια σοκάκια του κορμιού σου που μου τα κρατάς έκπληξη για την πρώτη μας επέτειο’’; Πως λέγεται το ‘‘Γαμώ την πουτάνα μου πάμε να φύγουμε από όλους και από όλα κι έλα να μείνουμε πάνω σε μια συλλαβή που τελειώνει σε ωμέγα’’;
Χτες πάλι κοιμηθήκαμε στον καναπέ. Να δεις που στο τέλος θα στραβολαιμιάσουμε κι έπειτα οι λέξεις θα βγαίνουν στραβές από στραβό στόμα. Ήδη πονάει ο αριστερός μου όμως και φταις εσύ γι αυτό, γιατί τα βράδια σου απλώνω την πλάτη μου κι εσύ τη χαϊδεύεις. Κι εμένα μου αρέσει αυτό. Κι έτσι δε κουνιέμαι καθόλου, μένω εκεί, στηριγμένη στο ένα οστάριο του χεριού με όλο το βάρος μου και απολαμβάνω τα δάχτυλα σου καθώς κυλούν πάνω μου. Και μερικές φορές πιάνομαι. Αλλά κάνω πως δε καταλαβαίνω ότι πιάνομαι. Το παίζω αδιάφορη και μου γυρίζω την πλάτη κι εμένα…
Αύριο θα παίξουν κρυφτό οι ανασφάλειές μου με τις δικές σου. Δε ξέρω ποιες θα κρυφτούν καλύτερα και δε θα φανερωθούν. Αν δε τις βρούμε ποτέ, τότε θα ξεχαστούν και θα πάψουν να υπάρχουν. Θα λείψω. Για πρώτη φορά εγώ. Θα πάρω όμως το χέρι σου στη βαλίτσα μου να με χαϊδεύει όσο εγώ θα φοβάμαι μη σε κερδίσει κάποια με πιο ωραία φωνή από τη δικιά μου. Κάποια που θα ξέρει να μιλά και όχι να γράφει. Κάποια που θα μπορεί να φτιάξει λέξεις με συλλαβές. Μα ξέρω πως μόλις πέσω με μια βροχή, θα θυμηθείς πως οι Σειρήνες ήξεραν απλά να τραγουδούν κι όχι ν’ αγαπούν…
Φεύγω. Πάω στη σιωπή να σε περιμένω για μεσημεριανό….

Φώτο: http://todiefor666.deviantart.com/art/Waiting-For-Rain-92570510
Πέμπτη 08/10/09 10.51

29.9.09

Η ανασφάλεια έχει γεύση παλιού ξεχασμένου αποτσίγαρου. Το στόμα μου έγινε ένα τεράστιο τασάκι και η γεύση μου δεν αντέχεται από τη γλώσσα μου. Πιάνω το στομάχι μου και προσπαθώ να ξεράσω τις ανασφάλειές μου αλλά εκείνες μένουν στο λαιμό σαν αγκάθι από ψάρι και γεμίζουν με πύο τον οισοφάγο μου. Σε κοιτώ στα μάτια και δε πιστεύω την ύπαρξη αυτών των δυο γυαλιστερών χαντρών που με κοιτούν κατάματα. Μυρίζω την ανάσα σου και μου φαίνεται απίστευτη τόση ικανοποίηση. Σε νιώθω και πριν κοιμηθώ κάνω ερωτήσεις που τελειώνουν σε τελεία.
Υπάρχεις, δεν υπάρχεις, υπάρχεις, δεν υπάρχεις, υπάρχεις , δεν ...

Τρίτη 29/09/09 09.28
Φώτο: http://imadawwas.deviantart.com/art/autum-26430083

23.9.09



O Voskos - Konstantinos Bhta

Με τι μοιάζει όταν ανεβαίνεις στο ποδήλατο ένα βροχερό απόγευμα.
Όταν δεν υπάρχεις εσύ υπάρχει η απώλεια.
Με τι μοιάζει όταν έχεις χαθεί στο κέντρο μιας πόλης.
Όταν δεν υπάρχεις εσύ
έρχεται κάποιος που λέει πως θα σου δώσει τα πάντα
και μετά από λίγο χάνεται.
Τότε κοίταξε μακριά και είδε το κοπάδι να διαλύεται
γιατί ο βοσκός είχε χαθεί
στην προοπτική ενός ψηφιακού κόσμου.
Εκεί που οι άνθρωποι ταυτίζονται με την εικόνα.
Εκεί που όλοι αναρωτιούνται γιατί οι κόσμοι δεν συνδέονται
ενώ όλα συνδέονται με το χάος.
Κι οι σκέψεις γίνονται τηλεφωνικά μηνύματα.
Εκεί είναι κάποιος που νόμιζε ότι ήξερε.
Όπου κι αν πήγε ήταν μόνος.
Έσβηνε τα δεδομένα και μετά ξαναέγραφε
στην ίδια μνήμη το ίδιο νούμερο.
Έσβηνε τα δεδομένα και μετά ξαναέγραφε
στην ίδια μνήμη το ίδιο νούμερο.
Με τι μοιάζει,
με τι μοιάζει η ελευθερία όταν έχεις χαθεί.
Τότε έρχεται κάποιος μες στη βαθιά νύχτα
στο βαθύ σκοτάδι
κι ενώ δε βλέπεις τίποτε μπροστά
σου εξηγεί το δρόμο που θα πάρεις
τον τρόπο που θα βουτήξεις στο κενό
τον τρόπο που θα ζεις
σα χαμένος στο Διάστημα

Φώτο: http://pesare.deviantart.com/art/Lost-42334437

17.9.09


Άλλαξε η εποχή και από καλοκαίρι μέσα σε μια μέρα έγινε φθινόπωρο. Υγρό, μελαγχολικό, νοσταλγικό και υπέροχο φθινόπωρο. Η αγαπημένη μου εποχή. Πριν ή μετά την Άνοιξη. Ούτε ξέρω, ούτε δίνω σημασία τι είναι πρώτο, η ομορφιά δεν είναι αγώνας δρόμου.
Πέρασα ανάμεσα από μια μουσική χορωδία με πρώτη φωνή το ‘‘τακ-τακ’’ και δεύτερη τον ήχο που κάνει το κλάμα μιας σταγόνας που πέφτει πάνω στο παρμπρίζ μου. Σταμάτησα στην άκρη σου για να κατέβω στις 07.15 να σου πάρω , σπανακόπιτα, γάλλλα κακάο κι ένα ζεστό κουλούρι για πρωινό. Ήρθα, τρύπωσα στη ζέστη της ανάσας σου και σου είπα ‘‘Καλημέρα… ήρθε η ώρα…’’ και κούρνιασα κι εγώ για λίγο μέσα στο ‘‘….μμμ….’’ της συμφωνίας σου και ανατρίχιασα. Δε θα κοιμηθώ. Θα περιμένω να φάμε μαζί το κουλούρι μας κι έπειτα σαν φύγεις, θα φύγω κι εγώ σε κάποιο όνειρο, μιας και όταν εφημερεύω τα όνειρα ξεθωριάζουν και ξεχνιούνται με το βίαιο ξύπνημα του τηλεφώνου…

Άλλαξα κι εγώ. Όποτε αλλάζει η εποχή, αλλάζω κι εγώ. Έτσι μετράω κεράκια που σβήνουν, κεράκια που ανάβουν ξανά, πρωτοχρονιές, Χριστούγεννα, βουτιές σε καλοκαιρινές θάλασσες, καφεκίτρινα φύλλα που πέφτουν. Και μεγαλώνω. Και μου αρέσει. Γιατί μεγαλώνω δίπλα σου. Ήθελα κάτι να σου πω, μα θα σου το πω το βράδυ, τη στιγμή που θα μου κάνεις έρωτα και θα χύνομαι στα σεντόνια κάτω από τις μαξιλαροθήκες. Θα κλείσω τα μάτια σου με τα δάχτυλά μου και θα σου το πω. Να μη το δεις. Να το ακούσεις μόνο. Σαν τυφλός εραστής που ψάχνει το άγγιγμα της ανάσας μιας λέξης τρυφερής…

Πέμπτη 17/09/09 12.17
Φώτο: http://nozferatunyx.deviantart.com/art/Autum-53767617

10.9.09

12563


Θα ήθελα να ήξερα να έπαιζα λαούτο. Να πήγαινα τα βράδια και να έπαιζα μέσα στα τύπμπανα των ανθρώπων κρυφά, χωρίς να με βλέπουν και χωρίς να με ακούν με την ακοή τους. Να έπαιζα κατ’ ευθείαν στο μυαλό τους, να έβλεπα αντιδράσεις και να έκανα συλλογή από στιγμές.
Δε με ξέρω. Ούτε που με έχω ξαναδεί ποτέ. Ούτε αυτά τα μάτια μου θυμίζουν κάτι. Ούτε κάν η φωνή μου. Δε με ξέρω… μου απλώνω το χέρι και μου συστήνομαι ενώ το όνομά μου το ξέχασα μόλις λίγα δευτερόλεπτα μετά μα ντρέπομαι να με ξαναρωτήσω. Θα περιμένω κάποια στιγμή να μου το αναφέρω ξανά δήθεν τυχαία. Ή θα ρωτήσω διακριτικά κάποιον που ξέρει πως με λένε. Κι έπειτα, θα παίξω κρυφά από ‘μένα λαούτο στο δικό μου μυαλό. Κι έτσι θα μου κλέψω τις στιγμές. Και θα τις κάνω από δικές μου, δικές μου. Κι αν παρ΄ όλ΄ αυτά καταφέρω ποτέ έστω και για μια στιγμή να μου κρυφτώ, εμένα να με φτύσεις…


Φωτό: http://alekh.deviantart.com/art/Hidden-Craze-129488638
Πέμπτη 10/09/09 14.36

6.9.09


Σςςςςς.... Ακούς;
Βρέχει....

5.9.09

Ένα

Το ένα είναι ο αριθμός της ολοκλήρωσης…
‘‘Έλα να γίνουμε ένα…’’
‘‘Αγκάλιασέ με να γίνουμε μαζί ένα σχήμα…’’
‘‘Η ολοκλήρωση βρίσκεται στο άλλο μας μισό…’’

Ένα χάδι…
Ένα φιλί…
Μια ανάσα…
Μια ζωή…
Εγώ είμαι ολόκληρη. Κι αγαπάω ολόκληρη. Και σε θέλω ολόκληρο. Να με αγαπάς ολόκληρος. Κι ας καταλήγουμε και πάλι στο ένα.
Ένα κι ένα κάνει δύο. Εσύ. Εγώ. Δύο σχήματα συνταιριασμένα που όταν ενώνονται μεγαλοπρεπούν, φτάνουν ψηλά, τρυπάνε τα σύννεφα με βελόνα κι έπειτα εκείνα ρίχνουν το νερό της βροχής στο πρόσωπό μας. Μέχρι να κατέβουμε σβήνοντας από εκεί, η Γη έχει μυρίσει βροχή και χώμα κι εσύ, κι εγώ, αγαπιόμαστε ολοκληρωτικά μέσα σε μια σταγόνα που, ξέφυγε, την έκλεψα, πέρασα μια κλωστή αόρατη από μέσα της και την κρέμασα στο λαιμό μου. Μέχρι να γυρίσω το πρόσωπό μου να σου δείξω, είχες κλέψει δύο και μου τις έκανες σκουλαρίκια. Ξέρεις τι θέλω. Όχι επειδή είσαι το άλλο μου μισό, αλλά επειδή μ’ ερωτεύεσαι ολόκληρος…
Τον άλλο μου εαυτό σου τον έχω γνωρίσει. Τα έχετε πει κάνα δυο φορές. Τον μαλώνω όταν σε στεναχωρώ, τον μισώ όταν σε πικραίνω, του ρίχνω μπουνιές στο στομάχι όταν σε πονά, τον ζηλεύω που είμαι ερωτευμένη μαζί σου και όταν μου λες πως μ’ αγαπάς καθώς η φωνή μου πνίγεται μέσα σε οργασμούς πυροτεχνήματος.
Έκανα έκτρωση στους φόβους μου. Μα νιώθω πως τους συνέλαβες εσύ με στολή μπάτσου κι εκείνοι σε κορόιδεψαν και μπήκαν μέσα σου και τώρα φοβάσαι εσύ. Δε θέλω να βάλω τα χέρια μου στα σπλάχνα σου και να τους βγάλω. Φοβάμαι μη τραυματίσω την καρδιά σου. Θα περιμένω να τους γεννήσεις από το στόμα με μια φωνή που θα ουρλιάζει και θα τους διώξει μακριά. Πιο μακριά από το μέρος που ο Έρωτας έστρωσε κόκκινο χαλί. Και αν καμιά φορά η ζήλια τρώει τα σωθικά μου και κάνει το μυαλό θολό ποτό είναι γιατί ο Έρωτας νοθεύει τα συναισθήματα σαν τα ποτά κι έπειτα εκείνα ξεσπούν στο στομάχι μας…
Κλείνω. Ήδη είσαι μέσα μόνος χωρίς μουσική για ώρα. Είναι που η μουσική μου κλέβει τις σκέψεις. Ένα πράγμα τη φορά. Για να έχει ολόκληρη την αφοσίωσή μας και να γίνεται ολοκληρωμένο…

Σάββατο 05/09/09 13.30
Φωτό: http://decoyrobot.deviantart.com/art/Dirty-past-02-Your-number-61888667

31.8.09


… γύρισε την πλάτη σου κι εγώ θα σου χαϊδέψω τη ραχοκοκαλιά σου σπόνδυλο σπόνδυλο.
Θα φιλήσω την αρμύρα σου κι έπειτα θα σε πιω με μια κουταλιά νερό.
Θα περιμένω ώσπου να νυχτώσει για να δω τις κόρες απ’ τα μάτια σου να διαστέλλονται καθώς προσπαθείς να με διακρίνεις στη γωνιά που δε φέγγει παρά μόνο μελιστάλαχτες συλλαβές.
Γύρισα. Το ραντεβού με τη βροχή δεν έγινε τελικά. Δε ξέρω τι μπορεί να πήγε στραβά μα δεν ήρθε απροειδοποίητα στο μπαλκόνι μου.
Είμαι μόνη… και σου γράφω. Μα που να σου εξηγώ…

Δευτέρα 31/08/09
Φωτό: http://cynthiastiches.deviantart.com/art/Lonely-Drop-Tear-99333122

19.8.09


Τις νύχτες έρχομαι κρυφά και τρυπώνω ανάμεσα στα δάχτυλα των χεριών σου.


φωτό:http://spokojnysen.deviantart.com/art/palm-82032316

31.7.09

Ο Έρωτας και ο Θάνατος

Κάθε φορά που ερωτεύονται δύο άνθρωποι, γεννιέται το Σύμπαν. Ή για να μικρύνω το βεληνεκές, κάθε φορά που ερωτεύονται δύο άνθρωποι γεννιέται ένας αστέρας με όλους τους πρωτοπλανήτες του.
Κάθε φορά που πεθαίνει ένας άνθρωπος πεθαίνει το Σύμπαν. Ή για να μικρύνω το βεληνεκές, κάθε φορά που πεθαίνει ένας άνθρωπος στη Γη, εκρήγνυται ένας αστέρας supernova.
Έτσι από την άποψη της ουσίας ο έρωτας και ο άνθρωπος δεν είναι απλώς στοιχεία υπόβαθρου. Δεν είναι δύο απλές καταθέσεις της ενόργανης ζωής. Πιο πλατιά και πιο μακριά και πιο βαθιά, ο έρωτας και ο θάνατος είναι δύο πανεπίσκοποι νόμοι ανάμεσα στους οποίους ξεδιπλώνεται η διαλεκτική του Σύμπαντος. Είναι το Α και το Ω του Σύμπαντος και του Σύμπαντος θεού. Είναι και το μηδέν του όντος. Τα δύο μισά και αδελφά συστατικά του. Έξω από τον Έρωτα και τον Θάνατο πρωταρχικό δεν υπάρχει τίποτ’ άλλο. Αλλά ούτε είναι και νοητό να υπάρχει. Τα ενενήντα δύο στοιχεία της ύλης εγίνανε, για να υπηρετήσουν τον έρωτα και τον θάνατο. Και οι τέσσερες θεμελιώδεις δυνάμεις της Φύσης, ηλεκτρομαγνητική, ασθενής, ισχυρή βαρυτική, λειτουργούν για να υπηρετήσουν τον έρωτα και τον θάνατο. Όλα τα όντα, τα φαινόμενα και οι δράσεις του κόσμου είναι εκφράσεις, σαρκώσεις, μερικότητες, συντελεσμοί, εντελέχειες του έρωτα και του θανάτου. Γι αυτό ο έρωτας και ο θάνατος είναι αδελφοί και ομοιότητες, είναι συμπληρώματα και οι δύο όψεις του ίδιου προσώπου.
Ο έρωτας είναι γνώση. Ο έρωτας είναι ευγένεια και αρχοντιά, Είναι το μειδίαμα της σπατάλης ενός φρόνιμου Ασώτου. Πως η Φύση ορίζει το αρσενικό να γίνεται ατελείωτη προσφορά και θεία στέρηση για το θηλυκό. Και το θηλυκό να κυνηγάει τις τύψεις του.
Στον έρωτα όλα γίνονται για το θηλυκό. Η μάχη και η σφαγή του Έρωτα έχει νόημα να πεθάνεις το θηλυκό και να το αναστήσεις μέσα στα λαμπρά ερείπια των ημερών σου. Πάντα σου μελαγχολικός και ακατάδεκτος. Στη σωστή ερωτική ομιλία το θηλυκό δίνει το ύφος της σάρκας και το αρσενικό τη σύνεση της δύναμης. Μιλώ για τα καράτια κοντά στα εικοσιτέσσερα. Για στήσιμο πολύ μεταξωτό. Και το μετάξι μόνο ζωικό παρακαλώ. Κουκουλάρικο. Και η κλωστή μπιρσιμένια. Το πρώτο λοιπόν είναι πως όταν το θηλυκό είναι θηλυκό, την ευθύνη για να γίνει και να μείνει ως το τέλος σωστή η ερωτική σμίξη την έχει ο άντρας. Πάντα όταν φεύγει η γυναίκα, θα φταίει ο άντρας. Να το γράψετε να μείνει στον αστικό κώδικα.
Έρωτας είναι η τέχνη του να φεύγεις. Να φεύγεις, αλλά πώς να φεύγεις! Το θέμα θέλει μεγάλη προσοχή. Γιατί ο ορισμός είναι τορπίλη που την παίζει στα χέρια του μικρό παιδί. Την παίζεις τα χέρια του και δε ξέρει τι είναι. ‘Έρωτας είναι η τέχνη του να φεύγεις έτσι, που η σφαγή που θα νιώθεις να είναι πιο σφαγερή από τη σφαγή που νιώθει ο σύντροφος που αφήνεις. Αν εκείνος πονάει τρεις, εσύ να πονάς εννιά. Εδώ σε θέλω κάβουρα, που λένε, να περπατάς στα κάρβουνα. Χόρεψες ποτέ σου το χορό του αναστενάρη, χωρίς να είσαι αναστενάρης;

Νέκυια. Νέκυια σημαίνει να ζήσεις ζωντανός σε όλη τη ζωή σου τη γνώση και τη λύπη του θανάτου σου εδώ στον απάνω κόσμο. Νέκυια σημαίνει να στοχαστείς και να ζήσεις τη ζωή σου, όχι μισή αλλά ολόκληρη. Με την απλή, δηλαδή και τη βέβαιη γνώση ότι ενώ υπάρχεις ταυτόχρονα δεν υπάρχεις. Ότι ενώ ζεις αυτό που είσαι, δηλαδή ζωντανός του σήμερα, ταυτόχρονα ζεις αυτό που δεν είσαι, δηλαδή νεκρός του αύριο. Η ζωή στο στην ουσία της είναι η δυνατότητα και η δικαιοδοσία της φαντασίας σου. Όχι άλλο.
Θα πεθάνω Θάνατε, όχι όταν το θελήσεις εσύ, αλλά όταν εγώ θα θελήσω. Σε τούτη την έσχατη ολική πράξη δε θα γίνει το δικό σου αλλά το δικό μου. Παλεύω τη θέλησή σου. Παλεύω τη δύναμή σου. Σε καταπαλεύω ολόκληρον. Μπαίνω μέσα στη Γη όταν εγώ αποφασίσω, όχι όταν αποφασίσεις εσύ. Κι εσένα σε αφήνω ρέστο και ταπί. Με βλέπεις κατεβασμένο στον Άδη αφ' εαυτού μου και αυτοθέλητα. Και ανατριχιάζεις εσύ και το βασίλειό σου. Ο τάφος, η ταφόπλακα, το σκοτάδι, το ποτέ πια και όλα σου τα υπάρχοντα μπροστά στην πράξη μου και στην επιλογή μου μένουν εμβρόντητα και χάσκουν.

Δημήτρης Λιαντίνης 1942-1998

30.7.09

Πηγή Ονείρων

Βάζω ένα ποτό κι έρχομαι… περίμενέ με…
Σβήνω το φως… θα αφήσω αναμμένο μόνο το φως που φέγγει πάνω στα δάχτυλά μου, ίσα ίσα να νιώθω πως δεν είμαι μόνη, κι ας έχω μοναδική παρέα μια βουβή μοναξιά…
Ρίχνω στο ποτήρι ένα παγάκι σε σχήμα καρδιάς να λιώσει μέσα στο γλυκερό Malibu κι αυτό λιώνει πριν φέρω το ποτήρι στα χείλη μου… δε λέω… άργησα κι εγώ να πιω την πρώτη μου γουλιά…
Πολλά αποσιωπητικά σε ένα κείμενο χωρίς ουσία, μάλλον, που ο μόνος λόγος ύπαρξής του είναι να καταλάβω τον εαυτό μου πριν με καταλάβει εκείνος και μου τη φέρει. Τα δάχτυλα πετούν πάνω στο πληκτρολόγιο και ο θόρυβος των πλήκτρων σπάει ακόμα και τη φωνή της Λιζέτας Καλημέρη που μου τραγουδά για την Πηγή των Ονείρων. Ανακαλύπτω πως μάλλον έμαθα να γράφω χωρίς να κοιτώ τα δάχτυλά μου σε ένα τυφλό σύστημα φτιαγμένο από ‘μενα για ‘μενα. Κοιτώ τα γράμματα να σχηματίζονται πάνω στη λευκή οθόνη και θυμήθηκα μια συζήτηση που είχα τις προάλλες για τη γραφή με το μολύβι. Μακάρι να μπορούσα να βρω εκείνο το τετράδιο που είχα αποκτήσει όταν ήμουν δεκαέξι. Κάπου χάθηκε, κι εγώ νιώθω αποκομμένη από την ηλικία εκείνη, λες και τελικά εκείνο το τετράδιο ήταν ότι είχα από τότε. Δεν ήταν. Ή ήταν. Δε θυμάμαι. Αν το είχα όμως θα θυμόμουνα…
Η ορθογραφία μου πηγαίνει περίπατο μερικές φορές και τα κείμενά μου γεμίζουν κόκκινες γραμμούλες από κάτω για να μου θυμίσουν πως στο Δημοτικό παιδευόμουν πολύ να γράψω τη λέξη ‘‘άμμος’’. Όλα τα διπλά με μπέρδευαν. Και το αβγό; Έτσι γράφεται ή με ύψιλον;
Όχι, δε θα έχω ‘‘κοπανήσει’’. Έχω μόλις μετρήσει τέσσερις γουλιές από τότε που το ποτό μου έγινε νερουλό. Και μη φανταστείς, το ποτήρι είναι από εκείνα τα μικρά της ρετσίνας, γιατί βαρέθηκα να βγάλω τα καλά τα ποτήρια από το πάνω ράφι. Και θα μπορούσα να μη βγάλω και καθόλου και να πιώ από το μπουκάλι, όλο το μπουκάλι, αλλά εκείνο θα έβραζε μέσα μου και θα έκανα εμετό. Και αυτό το λάμδα που το έβαλαν δίπλα στην οξεία, με μπερδεύει και γεμίζω τις λέξεις από άχρηστα λάμδα που δε βγάζουν νόημα…
Λείπεις κι εσύ ανάθεμα σε. Και ούτε που ξέρω τι ώρα θα επιστρέψεις. Φοβάμαι να ξαπλώσω μόνη μου, μην τυχόν και δε σε ονειρευτώ. Περιμένω στο μπαλκόνι τον ήχο που κάνει ο συμπλέκτης της μηχανής σου και τα γόνατα μου πιάνονται από την ορθοστασία. Μιλώ στον εαυτό μου, αλλά πιθανότητα μιλώ στο υποσυνείδητό σου.
Κάνω διαγωνισμό ορθογραφίας μαζί μου και κερδίζω. Τόσες γραμμές και μόνο τρεις γραμμούλες κυματιστές και κόκκινες εμφανίστηκαν. Και η τέταρτη τώρα δα.
Είμαι κολλημένη στον φάκελο τραγουδιών και ούτε που ξέρω τι θέλω ν’ ακούσω. Κάτι σε δυνατό, σε γλυκό σαν το ποτό μου ή κάτι πιο ανάλαφρο να πάρει τη μοναξιά μου πέρα από τη θάλασσα που βλέπει το πίσω μπαλκόνι; Και σάμπως γιατί θα έπρεπε να την πάρει μακριά μου; Αυτή είναι η αιτία που έμαθα να γράφω τη λέξη ‘‘άμμος’’ με δύο μι. Όσες ώρες μοναξιάς μετράει το κορμί μου, άλλες τόσες γραμμές ανορθόγραφες που έμαθαν ορθογραφία ζωγραφίστηκαν. Είναι και αυτός ένας τρόπος να μάθεις να γράφεις σωστά. Ακόμα και τη λέξη Μοναξιά. Μοναξιά… τόσο άσχημη, άχρηστη κι εποικοδομητική πράξη του εαυτού…
Δε θέλω να διαβάσω αυτά που έγραψα. Και δεν είμαι καθόλου σίγουρη αν θέλω να τα διαβάσεις κι εσύ. Αλλά μεταξύ μας δεν υπάρχουν μυστικά. Τα μυστικά ανάμεσά μας είναι επιπλέον βάρος που μπαίνουν στο ένα τάσι της ζυγαριάς της ισορροπίας και τη διαλύουν. Το μόνο που θέλω είναι να επιστρέψεις πριν κοιμηθώ. Να σου τραγουδήσω αυτό το τραγούδι όπως έκανα παλιότερα, δυο ή τρεις φορές, το βράδυ και ν’ ακούσω το γέλιο του να ζωγραφίζει με τα δάχτυλα πάνω στο κορμί μου…


11 - Kalimeri Lizeta - San Ka - PNOH TOU ANEMOU

Σαν καταιγίδα
σαν καταιγίδα να 'σαι
που ζευγαρώνει το πρωί
νεροσταλίδα μετά τη μπόρα να 'σαι
που αντιστέκει στη ροή.

Πηγή ονείρων το κορμάκι σου
κι εγώ απλός ονειροκρίτης
το νου απλώνω για ένα γέλιο σου
μα εσύ γλιστράς σαν σταλακτίτης

Σαν καταιγίδα
σαν καταιγίδα πνίξε
της ενοχής μου την ηχώ
με την ορμή σου την πυρκαγιά μου σβήσε
κι εγώ δε θα αντισταθώ.

Σαν καταιγίδα
σαν καταιγίδα ρίξε
τους κεραυνούς σου να γευθώ
ξερό χορτάρι βροχή που θέλω να 'σαι
απ' τη δροσιά σου να σωθώ.

Πηγή ονείρων το κορμάκι σου
κι εγώ απλός ονειροκρίτης
το νου απλώνω για ένα γέλιο σου
μα εσύ γλιστράς σαν σταλακτίτης

Πηγή ονείρων το κορμάκι σου
κι εγώ απλός ονειροκρίτης
το νου απλώνω για ένα γέλιο σου
μα εσύ γλιστράς σαν σταλακτίτης

Φωτό: http://ms-smith.deviantart.com/art/Green-Rain-10101271
Πέμπτη 30/07/09 22.08

Μ' ακούς;

Ι.
Θα πενθώ πάντα -- μ’ ακούς; -- για σένα,
μόνος, στον Παράδεισο

Θα γυρίσει αλλού τις χαρακιές
Της παλάμης, η Μοίρα, σαν κλειδούχος
Μια στιγμή θα συγκατατεθεί ο Καιρός

Πώς αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι

Θα παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας
Και θα χτυπήσει τον κόσμο η αθωότητα
Με το δριμύ του μαύρου του θανάτου.

ΙΙ.
Πενθώ τον ήλιο και πενθώ τα χρόνια που έρχονται
Χωρίς εμάς και τραγουδώ τ’ άλλα πού πέρασαν
Εάν είναι αλήθεια

Μιλημένα τα σώματα και οι βάρκες πού έκρουζαν γλυκά
Οι κιθάρες πού αναβόσβησαν κάτω από τα νερά
Τα "πίστεψέ με" και τα "μη"
Μια στον αέρα μια στη μουσική

Τα δύο μικρά ζώα, τα χέρια μας
Πού γύρευαν ν’ ανέβουνε κρυφά το ένα στο άλλο
Η γλάστρα με το δροσαχί στις ανοιχτές αυλόπορτες
Και τα κομμάτια οι θάλασσες πού ερχόντουσαν μαζί
Πάνω απ’ τις ξερολιθιές, πίσω απ’ τούς φράχτες
Την ανεμώνα που κάθισε στο χέρι σου
Κι έτρεμες τρείς φορές το μωβ τρείς μέρες πάνω από
τους καταρράχτες

Εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώ
Τό ξύλινο δοκάρι και τό τετράγωνο φαντό
Στον τοίχο με τη Γοργόνα με τα ξέπλεκα μαλλιά
Τη γάτα πού μάς κοίταξε μέσα στα σκοτεινά

Παιδί με τό λιβάνι και με τον κόκκινο σταυρό
Την ώρα πού βραδιάζει στων βράχων τό απλησίαστο
Πενθώ τό ρούχο πού άγγιξα και μού ήρθε ο κόσμος.

ΙΙΙ.
Έτσι μιλώ για σένα και για μένα

Επειδή σ’ αγαπώ και στην αγάπη ξέρω
Να μπαίνω σαν Πανσέληνος
Από παντού, για τό μικρό τό πόδι σού μες στ’ αχανή
σεντόνια
Να μαδάω γιασεμιά κι έχω τη δύναμη
Αποκοιμισμένη, να φυσώ να σε πηγαίνω
Μες από φεγγαρά περάσματα και κρυφές της θάλασσας στοές
Υπνωτισμένα δέντρα με αράχνες πού ασημίζουμε

Ακουστά σ’ έχουν τα κύματα
Πώς χαϊδεύεις, πώς φιλάς
Πώς λες ψιθυριστά τό "τί" και τό "έ"
Τριγύρω στό λαιμό στον όρμο
Πάντα εμείς τό φώς κι η σκιά

Πάντα εσύ τ’ αστεράκι και πάντα εγώ τό σκοτεινό πλεούμενο
Πάντα εσύ τό λιμάνι κι εγώ τό φανάρι τό δεξιά
Τό βρεγμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά

Ψηλά στό σπίτι με τις κληματίδες
Τα δετά τριαντάφυλλα, και τό νερό πού κρυώνει
Πάντα εσύ τό πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει
Τό γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας πού τό ανοίγει εγώ
Επειδή σ’ αγαπώ και σ’ αγαπώ
Πάντα Εσύ τό νόμισμα και εγώ η λατρεία πού τό
Εξαργυρώνει:

Τόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο
Τόσο η στάλα στον αέρα, τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τ’ ουρανού με τ’ άστρα
Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή

Πού πια δεν έχω τίποτε άλλο
Μες στους τέσσερις τοίχους, τό ταβάνι, τό πάτωμα
Να φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου
Να μυρίζω από σένα και ν' αγριεύουν οι άνθρωποι
Επειδή τό αδοκίμαστο και τό απ’ αλλού φερμένο
Δεν τ’ αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ’ ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν αγάπη μου

Να μιλώ για σένα και για μένα.

ΙV.
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν, μ’ ακούς
Δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα μ’ ακούς
Τό χαμένο μου τό αίμα και τό μυτερό, μήκους
Μαχαίρι
Σαν κριάρι πού τρέχει μες στους ουρανούς
Και των άστρων τούς κλώνους τσακίζει, μ’ ακούς
Είμ’ εγώ, μ’ ακούς
Σ’ αγαπώ, μ’ ακούς
Σε κρατώ και σε πάω και σού φορώ
Τό λευκό νυφικό της Οφηλίας, μ’ ακούς
Πού μ’ αφήνεις, πού πάς και ποιός, μ’ ακούς

Σού κρατεί τό χέρι πάνω απ’ τούς κατακλυσμούς

Οι πελώριες λιάνες και των ηφαιστείων οι λάβες
Θα’ ρθεί μέρα, μ’ ακούς
Να μάς θάψουν κι οι χιλιάδες ύστερα χρόνοι
Λαμπερά θα μάς κάνουν περώματα, μ’ ακούς
Να γυαλίσει επάνω τούς η απονιά, ν’ ακούς
Των ανθρώπων
Και χιλιάδες κομμάτια να μάς ρίξει
Στα νερά ένα ένα , μ’ ακούς
Τα πικρά μου βότσαλα μετρώ, μ’ ακούς
Κι είναι ο χρόνος μια μεγάλη εκκλησία, μ’ ακούς
Όπου κάποτε οι φιγούρες Των Αγίων
βγάζουν δάκρυ αληθινό, μ’ ακούς
Οι καμπάνες ανοίγουν αψηλά, μ’ ακούς
Ένα πέρασμα βαθύ να περάσω
Περιμένουν οι άγγελοι με κεριά και νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δεν πάω, μ’ ακούς
Ή κανείς ή κι οι δύο μαζί, μ’ ακούς

Τό λουλούδι αυτό της καταιγίδας και μ’ ακούς
Της αγάπης
Μια για πάντα τό κόψαμε
Και δεν γίνεται ν’ ανθίσει αλλιώς, μ’ ακούς
Σ’ άλλη Γή, σ’ άλλο αστέρι, μ’ ακούς
Δεν υπάρχει τό χώμα δεν υπάρχει ο αέρας
Πού αγγίξαμε, ο ίδιος, μ’ ακούς

Και κανείς κηπουρός δεν ευτύχησε σ’ άλλους καιρούς

Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ’ ακούς
Να τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ’ ακούς
Μες στη μέση της θάλασσας
Από τό μόνο θέλημα της αγάπης, μ’ ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ’ ακούς
Με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου, άκου
Ποιός μιλεί στα νερά και ποιός κλαίει -- ακούς;
Είμ’ εγώ πού φωνάζω κι είμ’ εγώ πού κλαίω, μ’ ακούς
Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, μ’ ακούς;

V.
Για σένα έχω μιλήσει σε καιρούς παλιούς
Με σοφές παραμάνες και μ’ αντάρτες απόμαχους
Από τί να ’ναι πού έχεις τη θλίψη του αγριμιού
Την ανταύγεια στό μέτωπο του νερού του τρεμάμενου
Και γιατί, λέει, να μέλει κοντά σου να ’ρθω
Πού δεν θέλω αγάπη αλλά θέλω τον άνεμο
Αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τον καλπασμό

Και για σένα κανείς δεν είχε ακούσει
Για σένα ούτε τό δίκταμο ούτε τό μανιτάρι
Στα μέρη τ’ αψηλά της Κρήτης τίποτα
Για σένα μόνο δέχτηκε ο Θεός να μου οδηγεί τό χέρι

Πιο δω, πιο κει, προσεχτικά σ’ όλα τό γύρο
Του γιαλού του προσώπου, τούς κόλπους, τα μαλλιά
Στό λόφο κυματίζοντας αριστερά

Τό σώμα σου στη στάση του πεύκου του μοναχικού
Μάτια της περηφάνιας και του διάφανου
Βυθού, μέσα στό σπίτι με τό σκρίνιο τό παλιό
Τις κίτρινες νταντέλες και τό κυπαρισσόξυλο
Μόνος να περιμένω που θα πρωτοφανείς
Ψηλά στό δώμα ή πίσω στις πλάκες της αυλής
Με τ’ άλογο του Αγίου και τό αυγό της Ανάστασης

Σαν από μια τοιχογραφία καταστραμμένη
Μεγάλη όσο σε θέλησε η μικρή ζωή
Να χωράς στό κεράκι τη στεντόρεια λάμψη την ηφαιστειακή

Πού κανείς να μην έχει δει και ακούσει
Τίποτα μες στις ερημιές τα ερειπωμένα σπίτια
Ούτε ο θαμμένος πρόγονος άκρη στον αυλόγυρο
Για ξανακούτε η γερόντισσα ν’ όλα της τα βοτάνια

Για σένα μόνο εγώ, μπορεί, και η μουσική
Πού διώχνω μέσα μου αλλ’ αυτή γυρίζει δυνατότερη
Για σένα τό ασχημάτιστο στήθος των δώδεκα χρονών
Τό στραμμένο στό μέλλον με τον κρατήρα κόκκινο
Για σένα σαν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή
Πού βρίσκει μες στό σώμα και πού τρυπάει τη θύμηση
Και να τό χώμα, να τα περιστέρια, να η αρχαία μας Γή.

VI.
Έχω δει πολλά και η Γή μες’ απ’ τό νου μου φαίνεται ωραιότερη
Ωραιότερη μες στους χρυσούς ατμούς
Η πέτρα η κοφτερή, ωραιότερα
Τα μπλάβα των ισθμών και οι στέγες μες στα κύματα
Ωραιότερες οι αχτίδες όπου δίχως να πατείς περνάς
Αήττητη όπως η Θεά της Σαμοθράκης πάνω από τα βουνά
της θάλασσας

Έτσι σ’ έχω κοιτάξει πού μου αρκεί
Να ’χει ο χρόνος όλος αθωωθεί
Μες στό αυλάκι που τό πέρασμα σου αφήνει
Σαν δελφίνι πρωτόπειρο ν’ ακολουθεί

Και να παίζει με τ’ άσπρο και τό κυανό η ψυχή μου !

Νίκη, νίκη όπου έχω νικηθεί
Πριν από την αγάπη και μαζί
Για τη ρολογιά και τό γκιούλ-μπιρσίμι
Πήγαινε, πήγαινε και ας έχω εγώ χαθεί

Μόνος και ας είναι ο ήλιος που κρατείς ένα παιδί
νεογέννητο
Μόνος, και ας είμ’ εγώ η πατρίδα που πενθεί
Ας είναι ο λόγος που έστειλα να σου κρατεί δαφνόφυλλο
Μόνος, ο αέρας δυνατός και μόνος τ’ ολοστρόγγυλο
Βότσαλο στό βλεφάρισμα του σκοτεινού βυθού
Ο ψαράς που ανέβασε κι έριξε πάλι πίσω στους καιρούς τον Παράδεισο !

VII.
Στον Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στη θάλασσα

Με κρεβάτι μεγάλο και πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μες στ’ άπατα μιαν ηχώ
Να κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ

Να σε βλέπω μισή να περνάς στο νερό
και μισή να σε κλαίω μες στον Παράδεισο.


Οδυσσέας Ελύτης <<ΤΟ ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ>>

23.7.09

Αν είχα φωνή, θα έκλαιγα μέχρι να με ακούσουν οι λυγμοί μου…
Αν είχα στόμα θα σου ζωγράφιζα με τα χείλη ρήματα που έχουν μέσα τη λέξη Έρωτας…

Φώτο: http://lovem0.deviantart.com/art/Mouth-45004318
Πέμπτη 23/07/09 22.51

22.7.09

Πάμπλο Νερούντα

Αργοπεθαίνει όποιος γίνεται σκλάβος της συνήθειας
επαναλαμβάνοντας κάθε μέρα τις ίδιες διαδρομές,
όποιος δεν αλλάζει περπατησιά,
όποιος δεν διακινδυνεύει και δεν αλλάζει χρώμα στα ρούχα του,
όποιος δεν μιλά σε όποιον δε γνωρίζει.

Αργοπεθαίνει όποιος αποφεύγει ένα πάθος,
όποιος προτιμά το μαύρο για το άσπρο και τα διαλυτικά σημεία στο ϊ
αντί ενός συνόλου συγκινήσεων που κάνουν να λάμπουν τα μάτια,
που μετατρέπουν ένα χασμουρητό σε ένα χαμόγελο,
που κάνουν την καρδιά να χτυπά στο λάθος και στα συναισθήματα.

Αργοπεθαίνει όποιος δεν αναποδογυρίζει το τραπέζι,
όποιος δεν είναι ευτυχισμένος στη δουλειά του,
όποιος δεν διακινδυνεύει τη βεβαιότητα για την αβεβαιότητα
για να κυνηγήσει ένα όνειρο
όποιος δεν επιτρέπει στον εαυτό του τουλάχιστον μια φορά στη ζωή του να αποφύγει τις εχέφρονες συμβουλές.

Αργοπεθαίνει όποιος δεν ταξιδεύει,
όποιος δε διαβάζει, δεν ακούει μουσική,
όποιος δε βρίσκει σαγήνη στον εαυτό του.

Αργοπεθαίνει όποιος καταστρέφει τον έρωτα του,
όποιος δεν επιτρέπει να τον βοηθήσουν,
όποιος περνάει τις μέρες του παραπονούμενος για τη τύχη του
ή για την ασταμάτητη βροχή.

Αργοπεθαίνει όποιος εγκαταλείπει μια ιδέα του πριν την αρχίσει,
όποιος δε ρωτά για πράγματα που δε γνωρίζει.

Αποφεύγουμε το θάνατο σε μικρές δόσεις,
όταν θυμόμαστε πάντοτε ότι για να είσαι ζωντανός
χρειάζεται μια προσπάθεια πολύ μεγαλύτερη
από το απλό γεγονός της αναπνοής

Φωτο:http://wildrainoficeandfire.deviantart.com/art/Little-Girl-Blue-78223110
Τετάρτη 22/07/09 15.03

20.7.09



Ο ήλιος καίει το δέρμα μου κι εγώ δε ξέρω που να κρυφτώ για να μη με βλέπει. Η βροχή ξέχασε να με ποτίσει κι εγώ αφυδατώνομαι και γεμίζω λακκούβες από χώμα και σκόνη. Μια αντιγραφή σκέψης με γύρισε ένα χρόνο πριν και μια βελόνα μου τρύπησε τον πνεύμονα και η καρδιά άρχισε να χτυπά σε ρυθμούς εξωφρενικούς και θυμωμένους. Πληγώθηκα. Χωρίς να πρέπει. Ο εγωισμός μου ξεψυχά μέσα στις χούφτες μου κι εκείνος ανοίγει την πόρτα στην κτητικότατα.

-Κανείς δεν ανήκει σε κανένα.

-Γίνεται κανείς να μην ανήκει σε κανένα αλλά στην περίπτωσή μου να κάνουμε εξαίρεση;

Δεν είναι η πρώτη φορά που φάσκω κι αντιφάσκω. Ο Έρωτας είναι μικρό εγκεφαλικό που παραλύει τη λογική και σου αφήνει κουσούρια παράνοιας…
Θέλω μια βροχή. Πεθύμησα ένα σύννεφο…

Φώτο: http://vladimirborowicz.deviantart.com/art/C-est-le-temps-perdu-130183670
Δευτέρα 20/07/09 15.48

17.7.09



Η σπηλιά του ονείρου βρίσκεται εκεί που ο έρωτας κάνει πάρτι. Βρίσκεται μέσα μας, στο ύψος της καρδιάς και μπορούμε να μπαινοβγαίνουμε όσο συχνά θέλουμε όποτε έχουμε την ανάγκη για φως. Πυκνό και καθαρό φως. Βρίσκεται στα πιο ζωντανά μας όνειρα, ακόμα και σε εκείνα που το πρωί δε θυμόμαστε.
Εκείνος που αγαπώ με περιμένει εκεί ως ναυαγός μιας εποχής περίεργης. Κι εγώ κορίτσι ακόμα θ’ αρπάξω τον εγωισμό μου από το λαιμό και θα τον πνίξω. Θα τον πετάξω στο σπήλαιο των αναπνοών των άρρωστων και θα τον αφήσω εκεί μέχρι να τον ξεχάσω. Να φύγει κι αυτή η πικρίλα από τη γλώσσα μου. Θέλω πίσω τη φωνή μου…
Μ’ αγαπά…

Φώτο: http://ninjamoose23.deviantart.com/art/Daisys-And-Shoes-81642687
Παρασκευή 17/07/09 13.57

16.7.09

loves me, loves me not...

Δυο σταγόνες δηλητήριο έπεσαν πάνω στη γλώσσα μου και από το πρωί δε λέει να γλυκάνει η φωνή μου. Αγόρασα δυο μαργαρίτες και τις μάδησα πριν έρθεις να τις δεις.
Τα όνειρα ξυπνήσανε και χτυπούν ξεχασμένες πόρτες σαν φαντάσματα πεθαμένα.
Κι εκείνος που αγαπώ ξύπνησε σήμερα το πρωί στη μεριά μου…

Φωτό: http://eeeeemma.deviantart.com/art/lovely-daisys-119816878
Πέμπτη 16/07/09 13.37

9.7.09


Σήμερα ζύγισα το κεφάλι μου και ήταν διακόσια κιλά. Η μοναξιά είναι ένα συναίσθημα που γεμίζει το κορμί με τρύπες. Μπαίνουν τα πάντα, αφιλτράριστα σκουπίδια. Σήμερα ζύγισα το κεφάλι μου και ήταν διακόσια κιλά…
Χτες η πανσέληνος του Ιούλη έφερε στο μυαλό μου στίχους από τραγούδι και το σιγομουρμούριζα μέσα στο κεφάλι μου. Με παράπονο. Έχει πανσέληνο μα τίποτ’ άλλο δε θυμίζει του τραγούδι. Ούτε ένα Ντο. Ούτε ένα κόμμα. Ή έστω μια άνω τελεία. Μια παύση λιγοστή, αναπάντεχη. Οι λέξεις είχαν ρυθμό metal, μετά γινόντουσαν μελωδία κι εγώ προσπαθούσα να καταλήξω σε ποια στιγμή η ζωή μου κυλούσε δήθεν μου τάχα μου ερήμην αλλά πάντα κατ’ επιλογήν. Ένας σκύλος κλαίει έξω. Τι έλεγα; Ναι. Κατ’ επιλογήν.
-Βαρέθηκα να ψάχνω τα πάντα.
-Εγώ βαρέθηκα να ψάχνω το κάτι…
Μια χοντρή αλυσίδα φτιαγμένη από καλά δομημένες εξηγήσεις και παρεξηγήσεις μπλέχτηκε στα σπλάχνα μου. Άντε να δούμε πως θα ξεμπλέξουμε τώρα…

Πέμπτη 09/07/09 24.33
Φωτό: http://jonashhaugen.deviantart.com/art/Chain-97374268

8.7.09



Χτες στον ύπνο μου πήγα να φιλήσω το στόμα σου και βρήκα τα χείλη σου κλειστά…

30.6.09

Έκλεισα το δάχτυλό μου στην πόρτα καθώς έβγαινα και πήγαινα από την καρδιά στο σαλόνι. Το έβαλα στη χούφτα μου κι έπειτα στο στόμα σου για να το φιλήσεις για να γίνει καλά. Η διάθεσή μου είναι τόσο ανεβασμένη που ακουμπάει με την άκρη της μύτης το ταβάνι κι εγώ δε ξέρω αν όλα όσα γράφουν βγάζουν νόημα. Τελευταία στο μυαλό μου επικρατεί μια αναρχία σκέψεων και οι λέξεις μοιάζουν με παιδιά που δε μπορείς να τα μαζέψεις από το κυνηγητό που παίζουν που έπειτα γίνεται κρυφτό από τον εαυτό τους και από τους άλλους. Δε πειράζει. Εσύ με καταλαβαίνεις, έτσι δεν είναι;
Μου τηλεφώνησαν από την κλινική. ‘‘Όχι στις δωδεκάμισι αλλά στις τεσσεράμισι θα έρθεις. Η Βέλλη αρρώστησε…’’ και μου το λέτε τώρα; Τώρα που εγώ έχω ήδη ξυπνήσει με το ζόρι στις δέκα και μισή και γκρίνιαζα από τη νύστα; Ανοίγω τον υπολογιστή και ψάχνω τραγούδια. Ευκαιρία για ‘μένα και το σπίτι. Έχουμε εκκρεμότητες μεταξύ μας που πρέπει να τακτοποιηθούν. Ένα πλυντήριο με ρούχα από χτες, πιάτα που θέλουν πλύσιμο μέσα στο νεροχύτη, σεντόνια που θέλουν στρώσιμο και μια γωνιά ανακατεμένη με ιδρώτα και πάθος που θέλει συμμάζεμα.
Βάζω ράδιο. ‘‘Ποια τοπία ξημερώνουνε στα μάτια μου. Ποια ουτοπία με κρατάει ζωντανό’’. Αυτό το τραγούδι νομίζω πως το ακούω για πρώτη φορά. Κλείνω. Άσε τους τοίχους να υψώνονται πίσω από τις πλάτες μας και όχι ανάμεσά μας. Σήμερα είναι τη τελευταία μέρα γι’ αυτόν τον Ιούνη. Κι εμένα μου έλειψε μια κούπα ζεστή σοκολάτα…

Τρίτη 30/06/09 11.09
Φωτό: http://lestoilesdaz.deviantart.com/art/Chocolat-chaud-121526750

22.6.09


Σήμερα με ξύπνησαν μπουμπουνητά κι ένα σύννεφο μαύρο. Άνοιξα τα μάτια και το παράθυρο και χώθηκα μέσα σε μια βροχή που έπεφτε στο μυαλό μου και περίμενα να έρθει στα μάτια μου μπροστά για να βγω στο μπαλκόνι να πλυθώ. Μέχρι που ένας μεγαλοπρεπής ήλιος βγήκε βόλτα κι εγώ έμεινα απλά με την εικόνα της βροχής στο μυαλό μου.
Μια πεταλούδα πέρασε από μπροστά μου αλαφιασμένη κι ένας καυγάς ψιθυριστός από κάτω έφτασε στ’ αυτιά μου μέχρι που ανέβηκε την ανηφόρα κι εξαφανίστηκε. Πάω να πιω μια γουλιά καφέ, που άφησα πάνω στον πάγκο δίπλα στη σακούλα με τα παγάκια και τελικά μάλλον θα έχει χάσει τη δροσιά του και η απόλαυσή μου έμεινε μισή. Έστριψα ένα τσιγάρο στα γρήγορα κι έμεινα μόνη να καίγομαι στο τασάκι δίπλα του.
Η διάθεσή μου εδώ και λίγες μέρες είναι ελαφρώς παθητική. Βαριέμαι να βγάλω τα ρούχα μου και πεινάω συνέχεια. Ξέρω πως θες να μου ‘‘την πεις’’ αλλά κρατιέσαι γιατί μέσα σου ξέρεις πως το μυαλό και το κορμί μου δε δέχεται πιέσεις.
Η μικρή Κυριακή έσπασε κάτι και ο μπαμπάς φωνάζει χωρίς να είναι άδικος. Η μικρή ούτε που ακούγεται και ο μπαμπάς παρηγορεί τη στεναχώρια της που τη μάλωσε. Είναι δυο κοπέλες και ανεβαίνουν προς τα πάνω. Πρέπει να είναι η μία μαμά και η άλλη κόρη. Μα δε ξεχωρίζω ποια είναι ποια. Μοιάζει να τελείωσε και αυτό. Και οι ρυθμοί έγιναν γνώριμοι ξανά.
Είναι η πρώτη φορά που κάθομαι στο μπαλκόνι μου πρωί και γράφω κι ας πλησιάζει η δόση του τρίτου ενοικίου. Δε ξέρω γιατί. Είναι όμορφα. Μου αρέσει ο αέρας . Ο χορός και η μουσική του. Μόνο που δε βολεύομαι καλά. Με ενοχλούν τα χέρια και ο σβέρκος μου. Τα γυαλιά μου θέλουν φτιάξιμο και το είδωλό μου είναι συνέχεια συνοφρυωμένο. Με κοιτάζω στην οθόνη και μου θυμίζω τότε που ήμουν δέκα δώδεκα χρονών. Βιαζόμουν τόσο να μεγαλώσω που κάποιος με άκουσε και με μεγάλωσε γρήγορα. Και τώρα αισθάνομαι πιο μικρή και πιο δροσερή από ποτέ. Νιώθω πως τα καλύτερα που έχω να ζήσω, είναι στο μεσαίο σκαλί της σκάλας και το κοριτσάκι τους δείχνει την πόρτα. Ο χρόνος έχει πιαστεί σε σχοινάκια μαριονέτας και όλα γίνονται στην ώρα τους.
Συννέφιασε. Και ήχοι ταξιδεύουν άγριοι. Ο αέρας έγινε δροσερός και τα δέντρα λικνίζονται στο χορό της βροχής. Μαζεύω…

Δευτέρα 22/06/09 12.32
Φωτό: http://poporina.deviantart.com/art/umbrella-song-76615439

19.6.09


Δε ξέρω τι πηγαίνει στραβά μερικές φορές και τα πράγματα απο εκέι που έχουν χρώμα κόκκινο και φωτεινό, μετατρέπονται σε ένα σκατί χρώμα και σαπίζουν. Μια κουβέντα, μια διάθεση και όλα γίνονται πυροτέχνημα ερασιτέχνη πυροτεχνουγού, γίνονται όλα σκόνη και σκουπίδια πεταμένα μέσα σε έναν αέρα αρρωστημένο.
Έτσι και σήμερα. σε περίμενα όπως κάθε βράδυ μέχρι τη μία να πουμε καμιά βλακεία, να μείνουμε για λίγο μαζί και τελικά το μόνο που καταφέραμε είναι εσύ να είσαι στον καναπέ πίσω απο την κλειστή πόρτα του γραφείου κι εγώ σε ένα παράλληλο σύμπαν, θαρρώ, στον υπολογιστή να γράφω τον πόνο μου τον άπονο και τον αδιάφορο. Για ΄σενα; Για ΄μένα; Ούτε που ξέρω και δεν είμαι και σε θέση αυτή τη στιγμή να πω και αν με νοιάζει τελικά.
Αυτό που διαπιστώνω πολλές φορές είναι πως στη σχέση αυτή μόλις κάποιος απο τους δύο πιάσει έστω και για πλάκα την άκρη του σχοινιού, ο άλλος δε χάνει ευκαιρία να πιάσει απο την άλλη. Η ώρα πήγε δύο παρά δεκατέσσερα κι εσύ είσαι ακόμα στο σαλόνι κι εγώ είμαι ακόμα στον υπολογιστή.
Ε, λοιπόν που τα λες βαριέμαι του θανατά. Σήμερα για παράδειγμα η ζωή μου κύλισε χυμένη στον καναπέ, που απο τα εικοσιένα μου φιλοξενεί κάθε είδους βαρεμάρας μου, και έμεινα άπρακτη μέχρι που άρχισα να χύνομαι στην τηλεόραση βλέποντας ασταμάτητα Grays Anatomy και διαφημήσεις ακούγοντας απο μέσα το «κλίκ κλίκ» του ποντικιού σου καθώς εργαζόταν ασταμάτητα. Μόνη... όχι, δε σε κατηγορώ ξέρω πως διαλέγεις παρέα απο δουλειά αλλά και η δική μου μοναξιά έφτασε στο ταβάνι του σπιτιού και με το ζόρι τη συγκρατώ να μην ανέβει στη σοφίτα και τα κάνει όλα λαμπόγυαλο εκεί πάνω. Μια σοφίτα που τελικά έχω την αίσθηση πως δε θα φτιαχτεί ποτέ γιατί κάθε που λέμε να απλώσουμε χέρι να τη βάλουμε σε τάξη, εγώ καταλήγω στον υπολογιστή να ξεσπάω τα νεύρα μου πάνω στο πληκρολόγιο μιλώντας στην παιδική αόρατη φίλη μου, δίχως σταματημό και δίχως τελεία ή κόμμα στις προτάσεις μου.
Βαρέθηκα. Μου έκλεισες και την πόρτα... πνίγομαι. Αλλά σάμπως και να φωνάξω θα με ακούσει κανείς; Σκατά. Δε βαριέσαι...συμβαίνουν αυτά θα μου πείς......

Παρασκευή 19/06/09 01.52
Φωτό: http://krapfen.deviantart.com/art/unhappy-girl-96012034

18.6.09


Για κοίτα να δεις... η βροχή ίσα που ακούμπησε το μπαλκόνι μου! Μια σταγόνα ξάπλωσε πάνω στα πράσινα κάγκελα κι άρχισε να μου λέει τα μυστιικά της. Ιστορίες αλλόκοτες που ούτε καν ξέρω αν θα τις θυμάμαι όταν στεγνώσει και γίνει λεκές στο κάγκελο.
Μου λέει, πως πριν λίγες μέρες ήταν ουράνιο τόξο. Πριν μήνες νιφάδα χιονιού. Και πριν χρόνια μικροσκοπικό χαλάζι. Μου μίλησε για τους έρωτές της, για τα ταξίδια της μέχρι και τον ερχομό της στο μπαλκόνι μου. Δυο κουβέντες μου ψιθύρισε κι έφυγε.
Πονάει η κοιλιά μου κι εγώ έχω γεμίσει το κορμί μου με παυσίπονα απο χτες. Τα πόδια μου τα νιώθω κομένα απο τους μηρούς και νιώθω πως αν σηκωθώ να κάνω ένα βήμα θα πέσω. Χτες βράδυ το κορμί λούστηκε απο βροχή στο Καραμπουρνάκι μπροστά στη θάλασσα και οι αστραπές έπεφταν δίπλα στα πόδια μου. Άναψα ένα τσιγάρο κι έμεινα κάτω απο μια τέντα, δήθεν μου τάχα μου πως με προστάτευε. Όχι. Δε ξεγελούσα τη βροχή. Ούτε εκείνη εμένα. Και οι δυο μαζί ξεγελούσαμε τους άλλους που φώναζαν να μπω μέσα κι εγώ απαντούσα πως είμαι κάτω απο τη τέντα και δε βρέχομαι. Ψέμα που αποκαλύφθηκε όταν μπήκα μέσα τελικά στάζοντας πάθος βροχής.
Μέχρι να επιστέψω σπίτι, την πήραν τα σύννεφα σε άλλη γειτονιά. Κι εσύ πήρες αγκαλιά εμένα κι έβαλες το χέρι σου στην πονεμένη μου κοιλιά. Με πήρε ο ύπνος. Μέχρι σήμερα το πρωί που το χέρι σου χάιδεψε την πλάτη μου...

Πέμπτη 18/06/09 12.17
Φωτό: http://acidaliaadrasteia.deviantart.com/art/Dancing-In-The-Rain-86934772
http://cunyadenki.deviantart.com/art/rain-44201581

16.6.09

Και τελικά ο νους σταμάτησε. Όχι πως δε μπορεί να σκεφτεί άλλο πια, μα, να, είναι που η θέση στο κρεβάτι απο τη μεριά σου είναι ζεστή κι εγώ νιώθω πλήρης. Μου αρέσει να κοιμάμαι στο μαξιλάρι σου όταν σηκώνεσαι το πρωί και να βουλιάζω στη λακούβα που έχει στο σχήμα του κορμιού σου. Μπαίνω μέσα της και γίνομαι εσύ με έναν τρόπο περίεργο και ανορθόδοξο. Μυρίζω όπως εσύ, κοιμάμαι όπως εσυ, και όταν το ξυπνητήρι γίνει Σάββατο πρωί τότε επιστρέφω στο σώμα μου. Όχι, δεν είναι πως με απαρνήθηκα, όχι. Είναι πως μου αρέσει αυτό το παιγνίδι εγώ να γίνομαι εσύ κι έπειτα να γίνομαι ξανά εγώ.
Προχτες έκλεισα τις στιγμές στο κουτί με τις κλωστές και τις βελόνες που μου είχε χαρίσει η Λένα πριν δυο ή τρία καλοκαίρια και τις έβαλα δίπλα στα χρωματιστά κουβάρια να δω τι χρώμα στιγμές θα κεντίσω για να ταιριάζουν. Μου αρέσει το μπλε με το κίτρινο που σου είχα αγοράσει για φορεσιά πριν τέσσερις μήνες αλλά μάλλον εσένα δε σου αρέσει πια και άφησες το δωμάτιό σου σκονισμένο και το μπλε σε λίγο θα γίνει γαλάζιο. Εντάξει δε, λέω, πέρασα κι εγώ απο μια περίοδο που φορούσα συνέχεια το ίδιο φόρεμα, όχι επειδή μου άρεσε αλλά επειδή βαριόμουν να ψάξω για κάτι καινούριο, αλλά κάποια στιγμή η ανάγκη γύρισε την πλάτη της στην απραξία και σηκώθηκα απο τον καναπέ δίχως πόδια και είπα δυο κουβέντες. Όχι τυπικές, αλλά όχι και τίποτα σημαντικό, μη φανταστείς.
Σου μιλώ σα να είσαι απέναντί μου μπροστά απο τον λαχανί τοίχο του γραφείου. Αλλά εσύ θα με ακούσεις μάλλον όταν σου πω πως σου μίλησα λίγο το απόγευμα, ναι, τότε που έπλεκες συνταγές ευτυχίας απένταντι απο τα μάτια μου αλλά δε με έβλεπες. Ούτε με άκουγες. Θα γυρίσεις το βλέμμα σου αλλού, θα το σηκώσεις προς τα μάτια μου, θα μου χαμογελάσεις και θα μου δώσεις ένα φιλί με όλα τα Σ’αγαπώ του κόσμου. Αλλά και πάλι δε θα έχεις κάτι να μου πεις.
Σε λίγο θα φύγω θα πάρω το αμάξι και θα πάω ακόμα πιο βόρεια και όπου βγάλει ο δρόμος. Θέλω να τελειώσεις το σπίτι με τις πάπιες και να έρθεις μαζί μου. Άραγε γίνεται να μη μιλά το μυαλό και το κορμί να βγάζει γράμματα καλλιγραφικά απο κάθε πόρο σχηματίζοντας λέξεις; Άραγε γίνεται να με κοιτάς στα μάτια και να μιλάς δίχως φωνή; Άραγε γίνεται να γράφεις για μια μεγάλη αγάπη για πάντα; Άραγε γίνεται να υπάρχει έμπνευση δίχως πόνο;
Τώρα που οι Δράκοι βράχνιασαν, τώρα που οι Νεράϊδες γέρασαν και οι Πρίγκηπες των παραμυθιών προτιμούν τα γρήγορα αμάξια απο τα άλογα, έλα και απόψε δίπλα μου να σου φτιάξω ένα παραμύθι...
Τρίτη 16/06/09 10.32
Φωτό: http://otherjoseph.deviantart.com/art/drivingaway-66904341

3.6.09

Θα σφουγγαρίσω το πάτωμα κι έπειτα θα βγω να κάνω ένα τσιγάρο στο μπαλκόνι. Η αϋπνία έψαχνε για μαλάκες και χτες το βράδυ συναντηθήκαμε ξανά στο μονό κρεβάτι της κλινικής. Με τα μάτια καρφωμένα στο ηλεκτρονικό ρολόι του ασύρματου τηλεφώνου να φέγγει κατευθείαν μέσα στις κόρες των ματιών μου, μετρούσα προβατάκια-δυο χιλιάδες δεκαπέντε, δυο χιλιάδες δεκαέξι, δυο χιλιάδες δέκαεπτά...- κι έπειτα βαρέθηκα κι άρχισα να προσπαθώ να βρω πόσα πόδια προβάτων πέρασαν σήμερα τη μάντρα του ύπνου μου κι αναρωτήθηκα πόσα ακόμα θα έπρεπε να περάσουν απο την άλλη μεριά μέχρι ο ύπνος μου να ξυπνήσει, να σηκωθεί απο τον καναπέ και να έρθει στο κρεβάτι μου. Ο ήλιος βγήκε νωρίτερα απο την ώρα του και ο πονοκέφαλος χτυπά ξυπνητήρια παλαιού τύπου στο κεφλαι μου και το γεμίζει τρύπες.
Έβγαλα τα αθλητικά μου και γλύστρησα αθόρυβα ως την κρεβατοκάμαρα. Κι έπειτα στο μπάνιο. Το τόστ ψήνεται ανάμεσα σε μια σιωπή που με κάνει να αναρωτιέμαι. Ένα πνιγηρό γέλιο απο το γραφείο κοροϊδεύει τις απορίες μου κι έρχομαι προς το μέρος σου γελώντας. Και με τον ήχο του γέλιου ο πονοκέφαλος την κοπάνησε ηττημένος απο τα μάγια.
Περιμένω να μου περάσει η όρεξη για μοναξιά και να βγω να πάρω το αμάξι να πάω στη Ντίνα. Ο ουρανός είναι πάλι κατάμαυρος αν και το πρωί στις επτά είχε άλλα σχέδια ο καιρός. Καλά που πήρες το αμάξι. Κάτι ήξερες και δε πήρες τη μηχανή και μου το έλεγες απο τις οχτώ παρά είκοσι το πρωί. Να ρίξει, λέει, μια βροχή.. να βρω στο μπαλκόνι και να θαυμάζω τις στάλες που πέφτουν. Κοίταξε τι ωραία που πέφτουν..
Κάθομαι και παρατηρώ τις μπουρμουλίθρες του ενυδρείου να ανεβαίνουν ως τα πάνω και να πιτσιλάνε τον τοίχο. Ο Μπόμπος-αστεία αστεία έμεινε αυτό το όνομα που ητανε δήθεν μου τάχα μου προσωρινό, αλλά ουδέν μονιμότερον- είναι ακόμα κλεισμένος στο πιθάρι του γιατί τώρα πια είναι δικό του. Μου θυμίζει τον Διογένη. Σου το έχω πει ξανά. Νομίζω πως βαρέθηκα. Φεύγω.

Τετάρτη 03/06/09 11.01
Φωτό: http://abbina.deviantart.com/art/Writing-on-White-113085689

29.5.09

Κρύβω μέσα μου ένα αιώνιο παιδί. Τραγουδάει τα πρωινά και μέχρι να μεσιμεριάσει έχει ξεσπάσει στο στομάχι μου. Ό,τι και αν το ρωτήσεις θα σου πει κόκκινο. Περιμένει τριακόσιες εξήντα πέντε μέρες για να μου πει πως τώρα που μεγάλωσε κι άλλο έχει περισσότερες απαιτήσεις. Κι εγώ περιμένω άλλες τόσες για να του την ‘‘πω’’. Συνήθως μιλάμε μόνο εκείνη τη μέρα. Τις υπόλοιπες μου κρατάει μούτρα κι εγώ κάνω πως δε καταλαβαίνω πως τελικά είμαστε δυο.
Έχει δυο βράδυα συνεχόμενα που κάνω διακοπές στο μπροστά μπαλκόνι. Ανάβω ένα κερί για τα κουνούπια και μια δάδα που η φλόγα της φτάνει ως τον ουρανό και τον καίει. Προχτες έβαλα φουξ μαργαρίτες στα νύχια μου που δεν υπάρχουν. Και χτες έπιασα τον αφαλό μου και αναγούλιασα.
Περιμένω επισκέψεις το Σαββατοκύριακο που ακόμα και αν έκαναν την εκδρομή μου να πάρει τα πράγματα της και να πάει περίπατο, αυτές τις επισκέψεις τις περιμένω πάντα στο παράθυρο μπροστά. Θα βρέχει, λέει. Κι εγώ με ‘σένα θα βάζω τις κουρτίνες στα παράθυρα και θα φτιάξω τη σοφίτα.
Σήμερα το πρωί κοιμάμαι απο χτες το απόγευμα. Άνοιξα τα μάτια μου και κατάλαβα πως τελικά η βροχή είναι ο πιο συνεπής καλεσμένος μου. Έσταξε στα τζάμια μου να με ξυπνήσει κι εγώ έτρεξα τρέχοντας στο παράθυρο να της ανοίξω κι αισθάνομαι ντροπή που την άφησα να περιμένει απο έξω όσο εγώ κοιμόμουνα. Την είδα να πέφτει μαλακή πάνω στα μαρμάρινα περβάζια και τα πράσινα κάγκελα. Ξεπλένει τα πλακάκια στο μπαλκόνι μου, πότίζει τα λουλούδια μου, κάνει τη ζωή μου πιο εύκολη απο πριν και τη διάθεσή μου υγρή. Ανεβαίνω στι σοφίτα και ακούγεται το περπάτημά της πάνω στη σκεπή και προσπαθώ να θυμηθώ αν έτυχε ποτέ και πότε να ακούσω ξανά τα βήματά της πάνω σε κεραμύδια αλλά η ώρα πέρασε κι εγώ ακόμα δε βρήκα ανάμνηση που να ζωντανεύει πεθαμένες αναμνήσεις. Όχι, δε φταις ούτε κι εσύ ֹτι να κάνεις μέσα σε μια ζωή δεκαετίας που ζούσε πολλές πόλεις μακριά;

Φεύγω...
Φωτό: http://www.deviantart.com/print/2624289/?itemids=&itemtypeids=
Παρασκευή 29/05/09 09.52

20.5.09


Έχω στερέψει εντελώς. Χτίζω μια γέφυρα απο το ιερό της ψυχής μου μέχρι το αχούρι του μυαλού μου και κόβω στείρες βόλτες. Το λευκό της ψυχής μπαίνει στην ίδια πλύση με το μαύρο της σκοτεινής πλευράς μου και ξαφνικά μετατρέπονται όλα σε ένα τρισάθλιο γρι. Ψάχνω να βρω γιατί κλαίω μα δε μπορώ να καταλάβω ούτε κι εγώ η ίδια απο που προέρχομαι. Βουβαίνομαι και περιμένω να σταματήσω να κλαίω.

Το κλάμα μου μετατρέπεται σε χειμαρώδη βροχή που κατάπνιξε χτες βράδυ όλες μου τις λύπες. Τα μπαλκόνια γέμισαν με νερό και τα δάχτυλα των ποδιών μου κρύωσαν. Έστριψα ένα τσιγάρο να απολαύσω τις αστραπές που έκαναν τη νύχτα μέρα και σκεφτόμουν πως έχω να δω τέτοιο πράγμα απο τότε που ήμουν έφηβη και την έβγαζα στο χωριό. Ανάμεσα στις πολυκατοικίες δε φτάνει το φως. Αστραπές και βροντές. Φως μεσα στην κατασκοτεινιά. Κι εγώ στο μπαλκόνι. Κι εσύ στο γραφείο. Κι εγώ στην καρέκλα. Κι εσύ να με κοιτάς και να χαμογελάς. Ξέρεις πως είμαι. Είμαι υπέροχα κι ας μη μου φαίνεται διόλου μέσα στη σιωπή του λόγου μου.

Κουράστηκα σήμερα. Κουράστηκα να παίζω μόνη με τις κούκλες μου κι εμένα να μη με παίζει κανείς. Όχι, δε φταίνε οι άλλοι, αλλά και με τον εαυτό μου κουράζομαι πολλές φορές που θέλει αυτά κι έπειτα τα αναθεωρεί και τα πετάει στα σκουπίδια τσαλακώνοντας τα θέλω μέσα στις παλάμες. Ακόμα και την γκρίνια μου βαρέθηκα. Εσύ αλήθεια, πως με αντέχεις ακόμα;

Εσύ είσαι άλλο. Είσαι ο καλύτερος φίλος μου. Κάθεσαι στον καναπέ απέναντί μου και μου ανοίγεις συζήτηση περι ανέμων και υδάτων γιατί ξέρεις πόσο πολύ έχω ανάγκη απο επικοινωνία. Είσαι ο εραστής μου που τα βράδια πέρνει το στήθος μου στην παλάμη του καθώς με αγκαλιάζει για να κοιμηθεί. Κι εγώ μικρή σαν ξωτικό απλά κουρνιάζω μέσα σου κάθε που οι κεραυνοί πέφτουν δίπλα στο σπίτι μας με φωνή...

Φωτό: http://iza87.deviantart.com/art/Storm-91803187
Τρίτη 19/05/09 13.32

18.5.09

Η ώρα πήγε τόσο που βαριέμαι. Ακόμα και να κρατήσω την υπόσχεσή μου για σιδέρωμα. Χίλιοι τόνοι απο αυτά τα άψυχα που έχουν όμως φωνή και τα ακούω μέσα στο κεφάλι μου προσπαθούν να δραπετευσουν μέσα απο τη ντουλάπα και να πάνε στα συρτάρια τους τακτοποιημένα, μα βαριέμαι.
Ήρθε η Ρούλα σήμερα κι εγώ θα πάω για καφέ μαζί της ατο Πανόραμα μαζί με τη Ντίνα. Μπορεί, λέει, να έρθει και ο σπόρος και μια που είπα σπόρος να σου πω πως ο Σοφοκλής, αν και ο πιο μικρός απο όλους, έγινε ο πιο μάγκας εκει μέσα. Τον βλέπω καθώς κόβει βόλτες ανάμεσα στις μπουρμπουλίθρες οξυγόνου να κάνει τούμπες. Ο Μπόμπος βγήκε απο το πυθάρι του λίγο και για μια στιγμή τις προάλλες μου θύμισε τον Διογένη.
Μετά τη χθεσινοβράδυνή μπόρα το μυαλό μου πλυμμύρισε κι εγώ προσπαθώ να μαζέψω τα πάντα με σφουγγαρόπανο. Οι φακές βράζουν και χύνονται όλες πάνω στην κεραμική κι εγώ παρατάω τη τεμπελιά μου στο μπράτσο της διπλανής πολυθρόνας και σηκώνομαι σαν ελατήριο. Επιστέφω πίσω και βρίσκω τη τεμπελιά μου μούσκεμα απο τα λιμνάζοντα νερά μιας βόλτας βροχερής που κράτησε απο χτες το βράδυ που έφυγα μέχρι σήμερα το πρωί που γύρισα. Έφυγα... γύρισα...
Μια μπλούζα σου μακό το έσκασε απο το ανοιχτό φύλο της ντουλάπας και τρέχει στο σαλόνι. Την πιάνω με κόπο και της λέω πως κέρδισε. Ξεκινώ σιδέρωμα...

Δευτέρα 18/05/09 13.30
Φωτό: http://mademoiselle-phoenix.deviantart.com/art/To-Wish-Impossible-Things-89037158

15.5.09



Νύχτα Πέμπτης και δυο λέξεις που αρχίζουν από γάμμα και από κάπα γίνονται βροχή και με μουσκεύουν ως το μεδούλι. Μια μελανιά στο μπράτσο μου έρχεται πάνω από το κεφάλι μου και ψέλνει μοιρολόγια στο όνομα μιας απόφασης σκληρής που αναθεωρήθηκε λόγω ανεπάρκειας αντοχής της μοναξιάς. Τα δάχτυλα βουτούν στις κόγχες των ματιών να ξεπλένουν τις ρόγες τους κι έπειτα σεργιανούν στη ραχοκοκαλιά μου και κρυώνω. Μια κραυγή στέκεται όρθια μπροστά μου βουβή και ανακαλύπτω πως δε γίνεται να φύγω μακριά και χώνομαι στην αγκαλιά.
Ένα στοίχημα που έβαλα στις 18.30 το απόγευμα του Σαββάτου που λίγα λεπτά αργότερα το έχασα και θύμωσα χαμογελαστά. Ένας καφές που έταξα να κάνω αλλά δεν έκανα ποτέ εκείνη τη μέρα. Δυο παρτίδες τάβλι που έμειναν στη μέση και τις χρωστάει ο ένας στον άλλο κάθε μέρα από εκείνη.
Δυο καλημέρες κι ένα φιλί στον ώμο μου. Ένα χαμόγελο. Κι ένας έρωτας. Και μια πνοή. Κι ένα χάδι.
Κάθομαι στο μπαλκόνι. Μόνη για πρώτη φορά η ώρα είναι 23.54 κι εγώ ακούω ένα τραγούδι που είχα τόσο καιρό να το ακούσω που το είχα ξεχάσει. Κάνω ανασκόπηση της ζωής που άφησα πριν λίγες μέρες στο σαλόνι του παλιού μου σπιτιού και αισθάνομαι πως μεγάλωσα. Το είχα νιώσει και παλιότερα αυτό, αλλά πήρα ένα παυσίπονο χρόνου και μου πέρασε. Ήρθαν μέρες που βίωσα την απόλυτη δυστυχία. Διάλεξα τα λάθη μου ένα ένα, νιώθω λίγη μοναξιά και παγώνει το σώμα μου. Πονώ στο μυαλό και στις λέξεις που αρχίζουν από γάμμα και από κάπα. Τα δάχτυλα μουδιάζουν λες και τα είχα για διακόσια είκοσι πέντε λεπτά μέσα στην κατάψυξη. Η ανασκόπηση καμιά φορά είναι χάλια.
Δεν είναι πως κουράστηκα, αλλά να, οι πατούσες μου πονάνε σαν πληγή. Ήθελα να κλάψω σήμερα, να κλάψω πολύ, να βρίσω, να ουρλιάξω μα με σταμάτησες. Δεν έβγαλα όλα όσα ήθελαν να βγουν από μέσα μου μα νομίζω πως ίσως να είναι καλύτερα έτσι. Όταν έρθεις θα σου κάνω καντάδα στις τρεις το πρωί για να γελάς στα όνειρά σου. Θα σπας πλάκα με τα μάτια κλειστά όσο εγώ θα τραγουδώ παράφωνα ένα τραγούδι που το πρωί δε θ υπάρχει.
Θέλω να μου φτιάξεις τη σοφίτα…

Φωτό: http://razzzz.deviantart.com/art/spring-104323144
Παρασκευή 15/05/09 16.03