-Γιατί χαμογελάς;
-Γιατί ρωτάς;
-Επειδή δεν έβαλα τα αρχικά μας;
-Δε σου λέω…
-Γιατί;
-Έτσι.
-Την άφησα άδεια για να γεμίσει από τα αρχικά δυο ερωτευμένων ανθρώπων. Κάποιων που ίσως περάσουν από εδώ…
-Καλά έκανες.
-Έκανα;
Η Γη γύρισε γύρω από τον ήλιο και από μεσημεράκι έγινε απόγευμα προς βράδυ. Πω πω χρώματα! Κάθε φορά τα θαυμάζω λες και είναι η πρώτη φορά που τ’ αντικρίζω. Γυρίζω και σε κοιτώ. Χάθηκες μέσα στα χρώματα κι εσύ. Σιωπηλά ήρθες και κάθισες δίπλα μου κοιτώντας το σημείο που θάλασσα και ορίζοντας γίνονται ένα. Στο σημείο που τελειώνει ο κόσμος. Κι έμεινες εκεί… ώρα πολύ… στο τέλος του κόσμου. Σε κοιτούσα που και που προσπαθώντας να καταλάβω τι θα μπορούσες να σκέφτεσαι. Δε με καταλάβαινες. Ή έτσι νόμιζα τουλάχιστον μέχρι τη στιγμή που γύρισες και με κοίταξες.
-Σκεφτόσουν;
-Όχι.
-Γίνεται;
-Γίνεται.
-Πως;
-Ξέρεις.
Η αλήθεια είναι πως ναι… ξέρω… και το κατάλαβες ακόμα και αυτό. Μου χαμογέλασες. Απολαμβάνεις να με βάζεις να ανακαλύπτω μόνη μου τις αλήθειες μου. Δε σου αρέσουν τα εύκολα και ‘‘μασημένα’’. Η αλήθεια είναι πως ούτε κι εμένα.
Ξάπλωσες πάνω στην άμμο, που δεν είμαι σίγουρη αν η υγρασία κατάφερε και δε πέρασε από την ψάθα που άπλωσες πάνω της. Άνοιξες τα χέρια σου και τα πόδια σου σαν τον Βιτρούβιο Άντρα Μπήκες στον χώρο μου και με στρίμωξες.
-Πάνε πιο εκεί!
-Όχι.
-Γιατί;
-Γιατί στριμώχνεσαι σε τοίχους και νομίζεις πως είναι δικοί σου, μα δεν είναι. Δε παραβιάζεται κανένας χώρο σου. Αντίθετα, μπορείς να νιώσεις άνετα και ακόμα πιο άνετα αν τους γκρεμίσεις. Κάτι που επίσης ξέρεις. Έλα και ξάπλωσε πλάι μου.
-Τι κοιτάς;
-Ξάπλωσε πλάι μου και θα δεις...
-Γιατί ρωτάς;
-Επειδή δεν έβαλα τα αρχικά μας;
-Δε σου λέω…
-Γιατί;
-Έτσι.
-Την άφησα άδεια για να γεμίσει από τα αρχικά δυο ερωτευμένων ανθρώπων. Κάποιων που ίσως περάσουν από εδώ…
-Καλά έκανες.
-Έκανα;
Η Γη γύρισε γύρω από τον ήλιο και από μεσημεράκι έγινε απόγευμα προς βράδυ. Πω πω χρώματα! Κάθε φορά τα θαυμάζω λες και είναι η πρώτη φορά που τ’ αντικρίζω. Γυρίζω και σε κοιτώ. Χάθηκες μέσα στα χρώματα κι εσύ. Σιωπηλά ήρθες και κάθισες δίπλα μου κοιτώντας το σημείο που θάλασσα και ορίζοντας γίνονται ένα. Στο σημείο που τελειώνει ο κόσμος. Κι έμεινες εκεί… ώρα πολύ… στο τέλος του κόσμου. Σε κοιτούσα που και που προσπαθώντας να καταλάβω τι θα μπορούσες να σκέφτεσαι. Δε με καταλάβαινες. Ή έτσι νόμιζα τουλάχιστον μέχρι τη στιγμή που γύρισες και με κοίταξες.
-Σκεφτόσουν;
-Όχι.
-Γίνεται;
-Γίνεται.
-Πως;
-Ξέρεις.
Η αλήθεια είναι πως ναι… ξέρω… και το κατάλαβες ακόμα και αυτό. Μου χαμογέλασες. Απολαμβάνεις να με βάζεις να ανακαλύπτω μόνη μου τις αλήθειες μου. Δε σου αρέσουν τα εύκολα και ‘‘μασημένα’’. Η αλήθεια είναι πως ούτε κι εμένα.
Ξάπλωσες πάνω στην άμμο, που δεν είμαι σίγουρη αν η υγρασία κατάφερε και δε πέρασε από την ψάθα που άπλωσες πάνω της. Άνοιξες τα χέρια σου και τα πόδια σου σαν τον Βιτρούβιο Άντρα Μπήκες στον χώρο μου και με στρίμωξες.
-Πάνε πιο εκεί!
-Όχι.
-Γιατί;
-Γιατί στριμώχνεσαι σε τοίχους και νομίζεις πως είναι δικοί σου, μα δεν είναι. Δε παραβιάζεται κανένας χώρο σου. Αντίθετα, μπορείς να νιώσεις άνετα και ακόμα πιο άνετα αν τους γκρεμίσεις. Κάτι που επίσης ξέρεις. Έλα και ξάπλωσε πλάι μου.
-Τι κοιτάς;
-Ξάπλωσε πλάι μου και θα δεις...
συνεχίζεται...
Κυριακή 24/02/08 10.32
φωτό:http://soulkyumetai.deviantart.com/art/The-Sunset-35315272