Θυμάμαι που όταν παίζαμε με τα
παπούτσια μας η μάνα φώναζε επειδή ήταν τα μοναδικά ζευγάρια κι εμείς οι
ασεβείς. "Δε νιώσατε φτώχεια", έλεγε και ξαναέλεγε, "γιατί εμείς
δε σας αφήσαμε να πεινάσετε" κι εμείς γελούσαμε και παίζαμε με τα
παπούτσια μας. Με το μοναδικό ζευγάρι παπούτσια μας, που ήταν ταυτόχρονα και το
μοναδικό μας παιχνίδι, η μοναδική μας ασφάλεια, η μοναδική μας
σιγουριά· όλη η ζωή μας για δύο χρόνια τα παιδικά παπούτσια μας. Η μάνα
σου αυτοκτόνησε. Κι εσύ μπήκες σε Ορφανοτροφείο. Για πότε απο Γιαννάκης έγινες
Γιάννης, χαμπάρι δε πήρε κανείς στο σχολείο. Εγώ μεγάλωνα με τα χρόνια κι εσύ
με τις μέρες. Μεταλλάχτηκες σε κάτι ατίθασο και τρελό. Δεν ήσουν πια φίλος μου.
Έφυγες πριν την Ε' Δημοτικού.
Ένα βράδυ καθώς περνούσα απο την
Κωλλέτη στη Γιαννιτσών σε είδα να κάνεις πιάτσα. Έπιανα δουλειά στις δέκα
τη νύχτα, λίγο πριν ή λίγο με τα απο σένα. Εσύ στο πεζοδρόμιο. Εγώ στον τρίτο
όροφο. Για τότε λέω. Πριν φυτρώσει το εμπορικό κέντρο και "απολύσει"
τις πιάτσες. Είχες αλλάξει τα πάντα πάνω σου· τα πάντα εκτός απο το
βλέμμα. Δε σε γνώρισα. Ούτε κι εσύ πιστεύω. Με αναγνώρισες περισσότερο, απο το
χαχανιτό μου. Μια μέρα με φώναξες κι εγώ γύρισα αλλά δεν είδα κανένα γνωστό και
συνέχισα. Σε παρατηρούσα σαν κάτι γνώριμο μιας προηγούμενης ζωής κάθε φορά και
κάθε φορά κατέβασα τα μάτια μου στη θέα σου γιατί ένιωθα να καρφώνεσαι στα
μάτια μου, να μου μιλάς με κάποιον τρόπο με αυτά, σαν να με παρακαλούσες
απεγνωσμένα να σε κοιτάξω για να σε θυμηθώ, ήθελες τόσο απεγνωσμένα να σε
κοιτάξω για να σε θυμηθώ. Αλλά εγώ δεν είχα όρεξη για απεγνωσμένες ματιές και
περισσότερο απο απεγνωσμένους ανθρώπους. Βλέπεις κι εγώ έφυγα μικρή απο τη μάνα
μου και έπρεπε να σταθώ μόνη, δυνατή, να συντηρήσω τη ζωή μου, τον εαυτό μου,
το σπίτι μου. Είχα τις δικές μου απογνώσεις να νταντεύω και να νανουρίζω, δε
μπορούσα να κουβαλήσω κι άλλες.
Ένα βράδυ μου είπες καλησπέρα κι εγώ
αναγκαστικά σε παρατήρησα. Σε κοίταξα τόσο βαθιά που για πρώτη φορά εσύ
κατέβασες τα μάτια. Όταν σχόλασα σε βρήκα εκεί. Λίγο κάτω απο τη Μοναστηρίου.
"Γνωριζόμαστε" σου είπα. "Δε ξέρω" μου είπες. "Δε
ρώτησα" σου είπα. "Γνωριζόμαστε". Ήταν νύχτα ακόμα. Στο
σχόλασμα. Λίγα λεπτά μετά τις έξι το πρωί. Έκανε κρύο. Το μαγαζί με τις
μπουγάτσες Κωλλέτη με Γιαννιτσών ήταν κλειστό. Πήγαμε ως το Βαρδάρη με τα πόδια
σε ένα στενό εκεί απέναντι απο τα Δικαστήρια. Μπήκαμε στο μαγαζί παραγγείλαμε
μπουγάτσα με τυρί και κακάο και τα λέγαμε. Εσύ με τα φανταχτερά σου χρώματα στα
μάτια και τα μάγουλα κι εγώ με φόρμες και αθλητικά, με βρωμερά λαδωμένα μαλλιά
πιασμένα πρόχειρα με έλα λαστιχάκι μπεζ, απο εκείνα που τυλίγουμε τον Ελληνικό
καφέ να μη πάρει υγρασία. Θυμηθήκαμε τότε που παίζαμε με τα παπούτσια μας και η
μάνα φώναζε επειδή ήταν τα μοναδικά ζευγάρια κι εμείς οι ασεβείς. Μιλούσαμε
μέχρι μετά το ξημέρωμα. Περισσότερο εσύ. Μου μίλησες για τη ζωή σου με
αμόρφωτες λέξεις αλλά μορφωμένα συναισθήματα. Η δυστυχία σου και ο θυμός σου
είχε γνώση, σοφία. Σου είπα πως το θέμα δεν είναι να μοιάζεις σε αυτό που θες.
Το θέμα είναι να είσαι. Όταν απλά μοιάζεις, είσαι "σαν". Σαν
πεταλούδα, σαν γυναίκα, σαν άνθρωπος αλλά τίποτα απ' όλα αυτά. Αν δεν είσαι και
απλά μοιάζεις, φαίνεσαι σαν φθηνή απομίμηση. Και όταν λέω "είσαι" δε
μιλαω για το προφανές αλλά για το τι είσαι μέσα σου. Και αν είσαι μέσα σου,
τότε δεν έχεις καμιά ανάγκη να "μοιάζεις". Είσαι ευτυχισμένος. Κι εσύ
δεν ήσουν. Κοντά στις εννέα του πρωί μου είπες πως πρέπει να φύγουμε. Έβγαλα
λεφτά να πληρώσω. "Κερνάω εγώ" μου είπες και μου έπιασες τα χέρια. Σε
ένιωθα ζεστό να με πιάνεις κι ένιωσα σχεδόν να ερωτεύομαι τη ζεστασιά σου.
Μετά απο εκείνο το κακάο και τη
μπουγάτσα, δε σε ξαναείδα ποτέ.
Οποιαδήποτε
ομοιότητα με
πρόσωπα ή
καταστάσεις είναι
συμπτωματική.