4.12.11

E.T. phone home

Δε πρόκειται να καταλάβεις τίποτα από τον εαυτό μου γιατί με ανακάτεψα και δε βγάζει κανείς νόημα. Ούτε κι εγώ. Το έκανα επίτηδες για να ξεγελάσω το αγγιχτό μου σώμα. Το μυαλό μου είναι ένα παγόβουνο κι εγώ πρέπει να εξερευνήσω τα πάντα εκτός από την κορυφή του συνειδητού μου νου. Ασπρίζω τα μαλλιά μου όταν οι περισσότεροι πάνε και τα βάφουν για να καλύψουν τα λευκά. Εγώ δε τα βάφω. Τα ασπρίζω από μόνη μου. Μερικές ένοχές ήρθαν για καλημέρα σήμερα κι εγώ γύρισα τον κώλο μου γιατί δεν έχω άλλη τροφή γι αυτές, με κατάπιαν με μεγάλες μπουκιές εδώ και κάμποσο καιρό και τώρα νιώθω ενοχές που δεν έχω να ταΐσω τις ενοχές μου. Κάνω πως δε βλέπω. Κάνω πως δεν ακούω. Επίσης με μεγάλη επιτυχία κάνω και πως δε νιώθω. Προσβολές εκσφενδονισμένες προς πάσα κατεύθυνση με πολλά θύματα μαχητικού και άμαχου πληθυσμού κατακρεουργούν την αλλόκοτη προσωπικότητά μου και βράζω στο ζουμί μου με μερικά λαχανικά και δυο κύβους που μου έμαθε να φτιάνω μόνη μου κάποια ανώνυμη υπόσταση. Εγώ αρνούμαι ότι αρχίζει από χι. Όπως τα Χριστούγεννα ας πούμε. Και μετά τις εικοσιπέντε θα αρνηθώ ότι αρχίζει από πι. Όπως την Πρωτοχρονιά. Έκανα συμφωνία κι έτσι δε θα μεγαλώσω και θα μείνω στα τριάντα δύο και τα τριάντα τρία θα τα κλείσω του χρόνου. Κερδίζω χρονιά, τη χρονιά που πέρασε, που εγώ έτρωγα εμένα και οι άλλοι εμένα. Ξέμεινα από κύτταρα. Τώρα θα ρίξω και λίγο ρύζι και να δεις πόσο νόστιμη θα γίνω μέσα στο ζουμί με τους κύβους. Έτσι θα με φας με μεγαλύτερη απόλαυση. Και χωρίς τύψεις. Μόνη μου βράζω. Και μόνη μου αυξομειώνω τη φωτιά. Βγάζω το καμένο χέρι μου από το βραστό νερό και κατεβάζω τη φωτιά από το εννιά το επτά. Πήρα την πρώτη βράση μου και τώρα μπορώ να σιγομαγειρευτώ για να βγάλω όλα τα ζουμιά μου και να δέσω σε χαμηλή φωτιά με τη φωτιά. Θα άναβα το τζάκι αλλά δεν έχω πολλά ξύλα και τα χρειάζομαι για τις στιγμές που το βλέμμα μου παγώνει. Θα σου μιλήσω πάλι όταν πεθάνω και δε θα φοβάμαι. Δε θα τρέμω πια. 




Είκοσι μέρες, έντεκα
ώρες, έντεκα  λεπτά
και σαράντα δεύτερα
πριν το τέλος του
κόσμου…