15.11.18

Common Mortals

"Μην ψάχνεις μες τα μάτια μου, μια φλόγα να χορεύει το πάθος μου το έχασα, και κάπου αλητεύει."

Όπως τότε, το 1995. Όταν πρωτοάκουσα αυτό το τραγούδι και άλλαξα από τα ακούσματα μου μέχρι εσένα. Την πρώτη φορά που με παράτησες και πήγες με το σούργελο την Λίτσα για καφέ. Εσύ. Με μια Λίτσα. Σας είχα πετύχει στη Ραψωδία στον Λευκό Πύργο, η Λίτσα με τα ωραία της λευκά Σταν Σμίθ τα καθαρά, κοίταξα λίγο τα σταράκια μου, η Λίτσα με τη κοντή φουστίτσα να φαίνονται οι ποδάρες της και με το κορμάκι το ντεκολτέ να φαίνονται οι βυζάρες της, κι εγώ με το κολάν μου και με ένα παρτάλι φορεμένο από πάνω μου πράσινο σμαραγδί. Μετά κοίταξα τα αθλητικά σου. Μετά εσένα. Είχες μείνει με τα μάτια σου καρφωμένα πάνω μου με ενοχή προδότη, ποτέ μου δε κατάλαβα γιατί ένιωσες προδότης, δεν ένιωθα καθόλου προδομένη. Είχες ότι σου άξιζε απλά εκείνη τη στιγμή. Και όσο κοιτούσα μια τα Στάν Σμίθ της Λίτσας, μια τα σταράκια μου, μια τα αθλητικά σου, σε πήρε χαμπάρι και η άλλη έτσι που καρφώθηκες και γυρισε να κοιτάξει. "Γεία σου Χρυσό μου" μου είπε. Χρυσό μου. Μπλιαχ. "Γειά σου…. χρυσό μου" της απάντησα, σε κοίταξα, σου έκανα το ειρωνικό νεύμα με τα μάτια που όποτε το έκανα νευρίζες τόσο που ήθελες να με σπάσεις στο ξύλο, χαμογέλασα κι έφυγα. Και μετά ξαναγύρισες. Και μετά εγώ δεν είχα κάτι να σου δώσω. Έφυγα έτσι απλά. Απλά και αθόρυβα. Όπως η κοπάνα από το σχολείο.