
Έβγαλα τα αθλητικά μου και γλύστρησα αθόρυβα ως την κρεβατοκάμαρα. Κι έπειτα στο μπάνιο. Το τόστ ψήνεται ανάμεσα σε μια σιωπή που με κάνει να αναρωτιέμαι. Ένα πνιγηρό γέλιο απο το γραφείο κοροϊδεύει τις απορίες μου κι έρχομαι προς το μέρος σου γελώντας. Και με τον ήχο του γέλιου ο πονοκέφαλος την κοπάνησε ηττημένος απο τα μάγια.
Περιμένω να μου περάσει η όρεξη για μοναξιά και να βγω να πάρω το αμάξι να πάω στη Ντίνα. Ο ουρανός είναι πάλι κατάμαυρος αν και το πρωί στις επτά είχε άλλα σχέδια ο καιρός. Καλά που πήρες το αμάξι. Κάτι ήξερες και δε πήρες τη μηχανή και μου το έλεγες απο τις οχτώ παρά είκοσι το πρωί. Να ρίξει, λέει, μια βροχή.. να βρω στο μπαλκόνι και να θαυμάζω τις στάλες που πέφτουν. Κοίταξε τι ωραία που πέφτουν..
Κάθομαι και παρατηρώ τις μπουρμουλίθρες του ενυδρείου να ανεβαίνουν ως τα πάνω και να πιτσιλάνε τον τοίχο. Ο Μπόμπος-αστεία αστεία έμεινε αυτό το όνομα που ητανε δήθεν μου τάχα μου προσωρινό, αλλά ουδέν μονιμότερον- είναι ακόμα κλεισμένος στο πιθάρι του γιατί τώρα πια είναι δικό του. Μου θυμίζει τον Διογένη. Σου το έχω πει ξανά. Νομίζω πως βαρέθηκα. Φεύγω.
Τετάρτη 03/06/09 11.01
Φωτό: http://abbina.deviantart.com/art/Writing-on-White-113085689