8.10.08

Tango



Άνοιξε το κρασί μισή ώρα πριν το φαγητό. Έτσι τα αρώματά του θα ανέβουν πάνω και θα πλημμυρίσουν τις αισθήσεις σου μόλις μία γουλιά ακουμπήσει στα χείλη σου. Άσε το κρασί να κυλήσει στη γλώσσα σου αργά, απόλαυσε κάθε σταγόνα του σαν να 'ταν ένα φιλί. Ένα φιλί, δύο, τρία, χιλιάδες, φιλιά εξωτικά, ατελείωτα, άσε τον κόσμο να μας κοιτάζει, ζηλεύει δεν το ξέρεις, νομίζουν ότι ήμαστε ερωτευμένοι, ίσως και να ήμαστε ποιος ξέρει, όχι μεταξύ μας, αυτό ποτέ δεν συνέβη, ερωτευμένοι με τον έρωτα, ερωτευμένοι ίσως με όλους αυτούς τους μικρούς τρελούς έρωτες που μας χαϊδεύουν καθημερινά….. Το κρασί, κόκκινο, μεστό, τρέχει μέσα στις φλέβες σου πλέον. Το αίμα σου παραδίνεται, ποιος αντιστέκεται σε τέτοιο πάθος άλλωστε;


Είναι αστείο, έχουν χάσει πια το λογαριασμό, μα πόση ώρα φιλιούνται; Όλοι αναρωτιούνται. Και εγώ. Πόση αλήθεια; Δεν σε χορταίνω. Δεν με χορταίνεις. Στέκομαι εδώ πόση ώρα και προσπαθώ να καταλάβω τι μου συμβαίνει, δεν θέλω να ξέρω ίσως έχω παραισθήσεις, άκου τη μουσική… Ένα ξυλάκι κανέλα αφημένο στο πιάτο, ό,τι απόμεινε από το γλυκό σου. Ήταν κόκκινο, σαν τα χείλη σου την ώρα που με φώναξες να κάτσω στο τραπέζι. Ήτανε γλυκό σαν το χαμόγελο σου την ώρα που με ρώτησες αν μου άρεσε το φαγητό. Μα πως είναι δυνατόν να μην μου άρεσε το φαγητό σου άγγελε μου; Ήταν γεμάτο αρώματα σαν τα μαλλιά σου την ώρα που πέφτουν στο στήθος μου όταν κάνουμε έρωτα. Ήταν ελαφρύ σαν το κορμί σου την ώρα που αφήνεται στην αγκαλιά μου. Ας τους να κοιτάνε. Τι σε νοιάζει; Μήπως θα μας ξαναδούνε; Αφού αύριο δεν θα ήμαστε μαζί. Το ξέρεις. Το ξέρω. Κάθομαι μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο, γυμνή, τα χέρια σου σαν πέπλο με τυλίγουν και διώχνουν τη δροσιά της νύχτας. Χαϊδεύω τα χέρια σου, είναι τόσο σίγουρα, με σφίγγεις και θα σκάσω, μην με αφήσεις ποτέ, τώρα δεν με νοιάζει τίποτα. Μπροστά μου απλώνεται η πεδιάδα που τόσο αγάπησε η μητέρα μου. Στο είχα πει ότι κάποτε θα σε φέρω εδώ, εδώ να ακούσεις τα τριζόνια τη νύχτα να σου τραγουδάνε μυστικά μαγεμένα…. Απόψε περπάτησα στους ελαιώνες της πατρίδας μου. Η ελιά έδενε πάνω στα κλαδιά, άκουγα τον καρπό να σκάει, να θέλει να μεγαλώσει γρήγορα, η εφηβεία την έπνιγε, βιαζόταν πολύ. Γιατί μικρή μου, είναι ωραία να είσαι μικρός, δεν καταλαβαίνεις πολλά πράγματα, τότε ακόμη όλα είναι τόσο αγνά, ο κόσμος δεν μπορεί να σε πειράξει… Θα έρθει και η στιγμή που θα μεγαλώσεις, και τότε θα πονέσεις, θα χαρείς αλλά θα καταλαβαίνεις τόσα και θα θέλεις τόσα από τη ζωή σου, και θα τρέχεις να προλάβεις γιατί οι μέρες θα φεύγουν από τα χέρια σου σαν το νερό στην πηγή.


Την θυμάσαι την πηγή χθες το απόγευμα αγάπη μου;…


Η κυριούλα απέναντι κλείνει σοκαρισμένη το παράθυρο, δεν θέλει τα παιδιά της να δούνε πόσο ξεδιάντροπος έχει γίνει ο κόσμος. Εμένα δεν με νοιάζει πια. Πόσο θα σ' έχω ακόμη; Σε άφησα να παίξεις το απόγευμα με το νερό, ήταν τόσο δροσερό. Μικρά μας πήγαινε ο πατέρας στο νησί σε μία πηγή. Ένα γύρω είχαν φτιάξει οι χωριανοί αυλάκια για να φεύγει το νερό στα χωράφια τους. Και στο μυαλό μας φάνταζαν θάλασσες ολόκληρες. Καθόμασταν πάνω στα τσιμεντένια τοιχάκια και με τα καλάμια ταξιδεύαμε σε χώρες φανταστικές. Αλίμονο σε όποιον μας διέταζε να γυρίσουμε πίσω. Τα τζιτζίκια γλύκαιναν τα μεσημέρια του καλοκαιριού μέσα από τις συκιές.. Ο παππούς έτρεχε να μας φέρει ροδάκινα από το σπίτι, τα έπλενε στο νερό της πηγής και μας τα πέταγε στο καράβι μας. Και εμείς δαγκώναμε ένα καλοκαίρι ολόκληρο, αφήναμε το χυμό τους να τρέξει πάνω στα ρούχα μας και δεν νοιαζόμασταν παρά μόνο για την φουρτούνα που ερχόταν.


Το ξεκούρδιστο γραμμόφωνο, ό,τι απόμεινε από την μητέρα μου, παίζει ένα αργεντίνικο ταγκό. Θυμάμαι όταν με είχε αγκαλιά μικρή, εκείνη τη μυρωδιά από λεβάντα και ροδάκινο στα ρούχα της, μου μίλαγε ώρες ατελείωτες για τα παλάτια της Ανδαλουσίας και τους ελαιώνες της χώρας της. Με ταξίδευε μακριά, βυθιζόμουνα στον κήπο του κορμιού της και δεν ήθελα να γυρίσω πίσω με τίποτα. Ζήλευα τον πατέρα μου γιατί μπορούσε όλο το βράδυ να αναπνέει τον κήπο με τις λεβάντες και τις ροδακινιές, να τον αγγίζει, να μπαίνει μέσα, να εξερευνεί αυτόν τον κόσμο που λίγοι είχαν γνωρίσει. Ήταν τυχερός άντρας ο πατέρας μου. Αλλά και η μητέρα μου… Θυμάμαι εκείνο το βράδυ…. Την κρατούσε αγκαλιά μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο. Ήταν και οι δύο γυμνοί, μόνο η νύχτα σκέπαζε το κορμί τους… Το ίδιο τραγούδι έπαιζε και τότε. Τότε εκείνος της πήρε το δεξί χέρι το έβαλε πάνω στον ώμο του και κοιτώντας την στα μάτια με εκείνο το ερωτευμένο βλέμμα των εραστών των χολιγουντιανών φιλμ την έσυρε σε ένα χορό φλογισμένο. Το γραμμόφωνο δεν έπαιζε πια όμως εκείνοι συνέχιζαν να χορεύουν, μόνοι, ξεχασμένοι… Εγώ κρυμμένη σε μία γωνία, ένιωθα την καρδιά μου να πάει να σπάσει.. Ήμουν δεκαπέντε χρονών, τότε που ο έρωτας αρχίζει να παίρνει μορφή μέσα μας… Μπροστά μου δεν ήταν πια οι γονείς μου αλλά δύο ερωτευμένα αγγελούδια, δύο αγγελούδια που στροβιλίζονταν στο ρυθμό ποιος ξέρει ποιου παραδεισένιου ταγκό. Ο πατέρας την έσφιξε στην αγκαλιά του και εκείνη έγειρε πίσω, η μέση της λύγισε σαν να μην είχε κόκαλα, και σίγουρα ένιωσε να την αγκαλιάζει η ζεστή ανάσα του που ακολουθούσε το σπασμό του κορμιού της. Ήταν ο τέλειος έρωτας. Λύγισε μέχρι που πέφτοντας στο πάτωμα τον άφησε να της ψιθυρίσει λόγια αγάπης στα πιο απόκρυφα σημεία του κορμιού της και κάθε φορά που άφηνε τα χείλη του να χορέψουν στο κορμί της εκείνη άφηνε έναν αναστεναγμό μακρύ και μελωδικό, σαν το ταγκό που χόρευαν πριν από λίγο. Η αυγή τους βρήκε να κοιμούνται αγκαλιασμένοι πάνω στο λευκό σεντόνι που είχαν κρεμάσει σαν αιώρα στα δύο δοκάρια που κρατούσαν τη σάλα του σπιτιού μας…


Και απόψε εσύ με έφερες εδώ. Το είχα αποφασίσει καιρό να σου δείξω την πατρίδα μου. Μόνο που την τελευταία στιγμή δείλιασα. Μόλις το αεροπλάνο προσγειώθηκε, ένιωσα περίεργα. Το ξέρω στο είχα υποσχεθεί ότι θα 'ρθούμε κάποια μέρα εδώ. Τώρα όμως είναι διαφορετικά. Με τράβηξες εδώ, με περπάτησες σαν να ήταν δικιά σου πατρίδα. Μου μίλησες για όλα αυτά τα μέρη σαν να είχες ξαναρθεί άπειρες φορές. Μιλούσες για αυτά στα όνειρα σου, μου είπες όταν σε ρώτησα. Και έτσι έμαθα. Το αεράκι από τη Μεσόγειο φέρνει τα αρώματα της Αφρικής στα πόδια μας. Τους χουρμάδες και τις αγορές με τα υφάσματα, τα χρώματα και τους απαγορευμένους έρωτες, τα παλάτια και τους σεΐχηδες. Όμως εμείς είμαστε σ' αυτό το ξεχασμένο χωριουδάκι της Ισπανίας. Το φεγγάρι αφήνει τους ελαιώνες κάτω στον κάμπο, σκαρφαλώνει στον ξερό λόφο και ξαπλώνει πάνω στους λευκούς τοίχους των σπιτιών. Το γραμμόφωνο συνεχίζει να παίζει. Όπως τότε. Besa mi, besa mi mucho como si fuera esta noche la ultima vez…que tengo miedo tenerte y perderte despues."


Απόψε αγάπη μου θα με χορέψεις έτσι. Μόνο απόψε. Αφού θα είναι η τελευταία μας νύχτα. Μην μου το αρνηθείς. Όχι δεν θέλω να κάνουμε έρωτα. Αυτό μπορούνε να το κάνουνε όλοι. Όμως να χορέψουν έτσι όχι. Εσύ όμως ίσως. Πιες κι άλλο. Όχι πολύ. Άσε με να φιλήσω τα χείλη σου. Μυρίζουν λεβάντα. Ροδάκινο και σταφύλι και κανέλα. Όλα τα αρώματα μαζί. Ροδοπέταλα και ζάχαρη που καίγεται και κάρδαμο και ελιά και βασιλικό… Όλα τα αρώματα του κήπου μαζεύτηκαν απόψε στα χείλη σου. Άκου… Το φεγγάρι μας ζηλεύει και ρίχνει όλο το φως του πάνω μας για να μην χάσει τίποτα. Άκου. Αυτό είναι. Νιώθω το κορμί σου να λυγίζει. Δως μου το χέρι σου, άκου πως πάει η μουσική…, μακρινή, μία στροφή, κι άλλη μία, το κρασί με ζαλίζει, τα μάτια σου με ζαλίζουν, το φεγγάρι με ζαλίζει, ήμαστε μόνοι αγάπη μου, δώσε μου δυο φιλιά, κι άλλα δύο κι άλλα δύο κι ας τους άλλους να κοιτάνε, κάποτε θα χάσουν το λογαριασμό, θα ζηλέψουν και θ' αρχίσουν να φιλιούνται όλοι έτσι. Νομίζεις; Όχι μόνο εσύ ξέρεις να φιλάς έτσι. Αν ανακατέψεις γαρύφαλλο και κανέλα με κόκκινο ζεστό κρασί και πιεις από αυτό το νέκταρ θα μείνεις για πάντα ερωτευμένος. Ο πατέρας μου έφτιαχνε τόνους από αυτό το κρασί και πότιζε την μητέρα μου. Ακόμη και όταν τους βρήκα νεκρούς, αγκαλιά στο κρεβάτι τους, δυο μικρά γεροντάκια, ακόμη ερωτευμένα είχαν στα χέρια τους ένα άδειο ποτήρι που μύριζε κανέλα και γαρύφαλλο… Πιες αγάπη μου, πιες…


Είμαι γυμνή μπροστά στο παράθυρο, κρατάω ένα ποτήρι με κόκκινο κρασί. Μπροστά μου απλώνεται απέραντη η πολιτεία που λένε ότι ποτέ δεν κοιμάται. Μόνη. Εγώ και η πολιτεία μου. Μικρά φώτα, ο θόρυβος χάνεται στους δρόμους της ζωής. Ποιος ξέρει τι να σκέφτονται όλοι αυτοί… Είμαι μόνη. Εγώ και ένα ποτήρι κόκκινο κρασί. Δεν ήρθες ούτε απόψε…


Tango Βιργινια Κοκκινου
φώτο:http://penetre.deviantart.com/art/tango-103366909