3.6.08

Πρωινό ξύπνημα Τρίτης



Χτυπάει το τηλέφωνο κι εγώ πετάγομαι όρθια από τον ύπνο μου τρομαγμένη. Τραβάω με δύναμη τη μάσκα που κρύβει τα μάτια μου κι εκείνα πονάνε από το φως που γεμίζει το δωμάτιο. Τρέχω, παραπατώ πάνω στις παρατημένες από χτες το βράδυ γόβες μου, βλαστημώ και πηδάω πάνω στον καναπέ να πιάσω το ασύρματο.

-Εμπρός;
-Την Έλσα θέλω
-(''Την Έλσα; Ποια Έλσα; Τί λέει;'' Λέω χωρίς φωνή στον εαυτό μου, ανοιγοκλείνοντας μόνο τα χείλη μου και ανασηκώνοντας ελαφρώς τους ώμους.). Λάθος κάνετε..
-Τουτ τουτ τουτ τουτ…

Χωρίς συγνώμη που μου χάλασε το πρωινό μου ξύπνημα ο τύπος, μου το έκλεισε κατάμουτρα…

Με τη μάσκα στο μέτωπο πηγαίνω προς τη κουζίνα. Ανοίγω τα μάτια μου και λέω δυνατά στον εαυτό μου ‘‘Καφέ!’’. Νερό στον βραστήρα, μια καφέ, τρεις ζάχαρη και μπόλικο γάλα. Με την κούπα στο δεξί χέρι και το κουταλάκι στο αριστερό να ‘‘χτυπάει’’ τον καφέ κοιτάζω έξω από το παράθυρο. Έχει συννεφιά. Προχωρώ και μπαίνω στο σαλόνι μου, βάζω μουσική και πηγαίνω προς το ενυδρείο μου. Και πάνω στην καλημέρα μου, πέφτω στο πεθαμένο κορμί του Ζαχαρία. Πήρε σβάρνα και μου
σκοτώνει τα χρυσόψαρα ο Ψαροχάρος. Τώρα αρχίζω και φοβάμαι για τον Σίμο και τη Βαγγελιώ. Βάζω μέσα την απόχη, βγάζω το πεθαμένο του σώμα και το πετάω στην αυλή. Χμμμ.. δε ξεκίνησε και πολύ καλά αυτή η μέρα…

-Γκρινιάζω; Μη μου λες όχι! Γκρινιάζω! Κι εσύ κάνεις υπομονή. Δεν έχω ιδέα για ποιο λόγο κάνεις υπομονή, αλλά αν αυτό θες δε μου πέφτει λόγος.

Τρίτη 03/06/08 10.58