Δεν ξέρω αν ήσουν ο μεγαλύτερός μου έρωτας, μα σε θυμάμαι πιο πολύ από όλους μου τους
έρωτες που πέρασαν. Είχε μια σοφία ο Έρωτας μας που κράτησε αρκετά χρόνια.
Θυμάμαι που ερχόσουν να με πάρεις από την Καυτατζόγλου για να
"βγούμε" κι εμείς κρυφά κατεβαίναμε στις πορείες, μου έπιανες σφιχτά
το χέρι μη χαθούμε στο πλήθος, φωνάζαμε, ουρλιάζαμε, και κοιταζόμασταν στα
μάτια κι ερωτευόμασταν και χαμογελούσαμε ο ένας του άλλου, θυμάμαι πως όταν
σχολούσαμε από το Λύκειο πάντα φεύγαμε τελευταίοι και αποκοβόμασταν από όλους,
συζητούσαμε για τον έρωτα και για το πώς θα αλλάζαμε τον κόσμο. Όταν φεύγαμε
από το σχολείο, μπαίναμε μέσα στο πάρκο πίσω από το θέατρο Κήπου, περπατούσαμε,
και μετά καθόμασταν πάντα στο ίδιο παγκάκι και αγαπιόμασταν, μιλούσαμε,
γλωσσοφιλιόμασταν να καταπιούμε ο ένας τον άλλο, το πρόσωπό μου γινόταν κόκκινο
από τα γένια σου, με κοιτούσες και γελούσες, εγώ θύμωνα που γελούσες, "με
πονάς όταν με φιλάς" σου έλεγα, "τα φιλιά είναι το πιο επώδυνο πράγμα
του κόσμου" απαντούσες και καταλάβαινα και σώπαινα και μ’ έπαιρνες αγκαλιά
και με έσφιγγες, με έσφιγγες, με έσφιγγες και με φιλούσες στα μαλλιά. Κι εγώ
σώπαινα ακόμα περισσότερο. Και μετά έπαιρνες το πρόσωπό μου και το φιλούσες.
Και για τελευταίο φιλί άφηνες τη μύτη. Κι εγώ χαμογελούσα με τα μάτια
κλεισμένα. Και μετά με έπιανες από τον ώμο, με έσφιγγες πάνω σου,
"ξεθύμωσες ρε βλάκα;" με ρωτούσες, "Ναι" σου απαντούσα και
αυτό ήταν μια τελετουργία ξεθυμώματος. Κάθε φορά η ίδια. Ακόμα και όταν ορμούσα
να σου βγάλω τα μάτια όταν έμπαινε στη μέση καμιά από αυτές τις τσούλες που σε
περιτριγυρίζανε. Ορμούσα, με αγκάλιαζες, σε χτυπούσα, με έσφιγγες με έσφιγγες
με έσφιγγες, "Σ’ αγαπάω ρε μαλάκα!" ούρλιαζες και μ' έσφιγγες, κι εγώ
αυτομάτως κοκάλωνα, μου φιλούσες τα μαλλιά και μετά το πρόσωπο και τελευταία τη
μύτη. Κι εγώ χαμογελούσα με τα μάτια κλεισμένα. Κι έκλαιγα, έκλαιγα, έκλαιγα,
και "πες τις τσούλες να μη υπάρχουν, να μην υπάρχουν, θάνατο στις
τσούλες", κι εσύ χαμογελούσες, με έσφιγγες πάλι και μου έλεγες
"ξεθύμωσες ρε βλάκα;" και σου έλεγα "Ναι". Πάντα ναι.
Ξεθύμωνα σε δευτερόλεπτα. Ήσουν εξαιρετικός στο να διαχειρίζεσαι το θυμό μου.
Εγώ πάλι με τον δικό σου δε τα κατάφερα. Όπως τότε που βγήκαμε το βράδυ για
ξύδια και ανέβηκα στην τουαλέτα και όταν γύρισα σε είδα από τις σκάλες με
εκείνο το ξέκωλο να είναι κολλημένο πάνω σου, ήθελα να ουρλιάξω με την
τελειωμένη που περίμενε πως και πώς να φύγω για να κολλήσει πάνω σου, ήθελα να
ουρλιάξω με σένα που δεν έκανες τίποτα, ήρθα, δεν έβγαλα κουβέντα, την κοίταξα,
έφυγε, "κότα" σκέφτηκα, κάθισα, σε κοίταξα, "τι έκανες όσο με είχες
ξεγραμμένη;" σε ρώτησα, δεν απάντησες, "θες να σου πω τι έκανα εγώ
όσο σε είχα ξεγραμμένο;" σε ξαναρώτησα, ήθελα να σε πληγώσω, να σε πληγώσω
βαθιά που με πλήγωσες, γύρισες και με κοίταξες αδιαπραγμάτευτα και μου είπες
ένα κοφτό "Όχι", σου άνοιξα μια τρύπα μέσα σου και χύθηκες ολόκληρος
απο εκεί, μετά μου είπες να πάμε σπίτι μου και όπως κάθε φορά που τα έκανα
σκατά, δε μιλιόσουν, δεν αγγιζόσουν, κλείστηκες στο δωμάτιο, ήσουν μόνος, πιο
μόνος, λες και σε ρουφούσες από μέσα. Έριξες μερικά γαμωσταυρίδια και μετά
έκλαιγες βουβά κι εγώ σώπαινα, καθόμουν πίσω από την πόρτα μέχρι να σε ακούω να
γδέρνεσαι, καιγόσουν απο ζήλια για τον Θάνο γιατί ήξερες πως όσο δεν ήμασταν
μαζί ο Θάνος έκανε "ντου", μπήκα μέσα σε κοιτούσα, τα μάτια σου ήταν
κόκκινα από κλάμα και θυμό, δεν έκανα τίποτα, μόνο σε κοιτούσα με δυο συγνώμες
στα χέρια, κι εσύ με άρπαξες και με φιλούσες ασταμάτητα. Και μετά πηδηχτήκαμε
με πάθος, θυμό, έρωτα και αγάπη. Βαθιά, μεγαλειώδη αγάπη. Ένιωθα τον φόβο σου
μη με χάσεις να κυλά ανάμεσα στα πόδια μου. "Μόνο εγώ" είπες.
"Μόνο εσύ" είπα. Και δεν ξαναβγάλαμε κουβέντα.