18.1.11

__+

Η μήτρα μου έχει αγκάθια κι εγώ κάνω ένα ταξίδι από τις ωοθήκες μέχρι το ενδομήτριο και όλο πίσω. Τρώω τα αλουμίνια από τα παράθυρα για να φύγει η πικρίλα από τα παυσίπονα και ξαφνικά άρχισα να κρυώνω. Όχι. Δεν είμαι θυμωμένη, ούτε τσατισμένη αυτή τη φορά. Είμαι ηττημένη. Κάθομαι κάτω από την κουβέρτα και σκεπάζομαι μέχρι το κεφάλι να κρυφτώ από τον πόνο, μη με βρει και τρυπώσει πιο δυνατός στα σπλάχνα μου. Μερικές φορές τον φοβάμαι. Είναι δυνατότερος από μένα και με τσακίζει .Έχει χρώμα σάπιου κρέατος και δεν έχει βάρος. Μπορεί κι αιωρείται πάνω από το κεφάλι μου κι εγώ κλείνω τα μάτια με την ελπίδα να μη με δει. Κάθε που πλησιάζει η ημέρα κάνω πως κοιτάζω αλλού και τρέχω με μανία να κολλήσω πίσω τα φύλλα από το ημερολόγιο που έσκισα.
Σήμερα άρχισα να πονάω ταυτόχρονα με την  κίνηση που έκαναν τα μάτια μου να ανοίξουν. Γι αυτό που δεν είμαι σίγουρη είναι αν ξύπνησα από τον πόνο και άνοιξα τα μάτια μου ή τα μάτια μου που άνοιξαν ξύπνησαν τον πόνο. Είμαι πιο σίγουρη για το δεύτερο  αλλά κρατώ τις επιφυλάξεις μου. Πρέπει να φάω. Το έφαγα το πρωινό μου; Ναι. Παναντόλ έξτρα με δυο γουλιές νερό. Δεκατιανό; Α, φυσικά… Νιούροφεν. Τώρα περιμένω να γίνει καταμεσίμερο να φάω το Ντεπόν που έχει το μενού της διατροφής αυτής της εβδομάδας. Δε θέλω. Τα σιχαίνομαι τα χάπια από το δύο χιλιάδες τρία. Ο οισοφάγος μου αναγνωρίζει την αίσθηση και το μυαλό μου γυρίζει σε εικόνες βαθιά θαμμένες που ξεπηδούν σε κάθε γουλιά νερού που σκαλώνει στο χάπι. Θέτω τις αισθήσεις μου σε αδράνεια: σφίγγω τα μάτια, δαγκώνω τη γλώσσα μου, βουλώνω τ’ αυτιά μου, κλείνω τη μύτη μου και γδέρνω το δέρμα μου.  Δε θα φάω άλλα χάπια. Δε θα φάω…
                                                          
                                                          
Τρίτη 18/01/11  13.29