13.1.13

Passable


Σήμερα πέθανε ο θείος ο Λάκης. Όχι δε μπορώ να πω πως στεναχωρήθηκα, δεν είχα μνήμες του στη ζωή μου. Οι άνθρωποι όταν πεθαίνουν έχουν χρώμα αλλόκοτο που δε μπορώ να περιγράψω. Είναι το χρώμα του ανύπαρκτου. Και δίπλα του μια κυρία άγνωστη που κάτι διάβαζε στα ακαταλαβίστικα απο ένα μεγάλο βιβλίο. Ένιωθα η μόνη που δεν πονούσα και περίσσευα. Και μέσα σε όλα αυτά εγώ σκεφτόμουν το politically correct μωβ πορτοφόλι σου. Απο εκείνα που γυαλίζουν που είναι όμορφο γιατί είναι το δικό σου το πορτοφόλι. Δε ξέρω αν θα το διάλεγα για μένα, ξέρω όμως πως θα το διάλεγα για σένα τώρα πια γιατί στα χέρια σου μεταμορφώνεται σε κομμάτι της μωβ σου προσωπικότητας. Και κάπως έτσι έχασα τον δρόμο και ταξίδεψα σαράντα τέσσερα χιλιόμετρα παραπάνω γιατί έστριψα για Βέροια. Το μωβ σου πορτοφόλι πηγαίνει με τον αναπτήρα και τα νύχια μου. Και λίγο με τη θήκη για τον καπνό που έχασα στη Σάρτη το καλοκαίρι του δύο χιλιάδες οκτώ. Αυτή που μου έκανες δώρο τον χειμώνα του ίδιου έτους. Μια μέρα -σου υπόσχομαι- θα γράψουμε για την παρέα μας παρέα. Και αφού όλοι μαζί θα ζούμε τα γεράματά μας, δε φοβάμαι να γεράσω πια. Η μικρότερη θα πηγαίνει για ψώνια. Και ο τελευταίος να κλείσει την πόρτα.




 γνωριζόμαστε;