Μύρισε Χειμώνας για τα καλά...
Χωρίς να έχω διαφορετική επιλογή, λίγο μετά τα πρώτα απαλά χρώματα τις Ανατολής βγήκα στον παγωμένο αέρα της Θεσσαλονίκης. Μούδιασα. Το κορμί μου, το πρόσωπό μου… ακόμα και το μυαλό μου μούδιασε…
Χτες το βράδυ μου ήταν ήσυχο. Πέρα από τη ζακέτα μου, χτες, είχα και κουβέρτα… κοιμήθηκα απαλά και βαριά. Μα… που στο καλό βρέθηκες πάλι στα όνειρα μου; Τι γυρεύεις εκεί μέσα; Δε τα είπαμε; Πως… τα είπαμε… εσύ δε θυμάσαι. Ψάχνω να βρω ρωγμές στα όνειρα μου που θα μπορούσαν να είναι πιθανές είσοδοι. Δε βρίσκω. Να δεις που εσύ ανακάλυψες μια καινούρια, πάλι, όσο εγώ έτρεχα να χτίσω με τσιμέντο και τούβλα τις προηγούμενες. Γιατί το κανείς αυτό; Παίζεις μαζί μου ένα παιγνίδι βασανιστηρίου… γιατί;
Σαν ανατριχιαστικός ήχος γρατζούνισε η μορφή σου τη λήθη μου χτες βράδυ. Η σιωπή σου κυνηγούσε τις φαντασιώσεις μου, μέχρι που κι εκείνες σώπασαν πια. Ψάχνω μια απάντηση στο γιατί εκεί που σωπαίνουν τις γαργαλάς με πούπουλο και τις τσαντίζεις ξυπνώντας τες… στην αρχή κλωτσάνε σου λένε ‘‘Άσε με’’. Συνεχίζεις… μέχρι που οι σιωπές γίνονται κραυγές θυμού και τότε αποτραβιέσαι κοιτάζοντας. Μπορεί και να φοβάσαι λίγο και να κάνεις παραπέρα… είσαι τολμηρός όμως… έτσι δεν είναι;
Οι σιωπηλές κραυγές μου ήρθαν να κρυφτούν και πάλι στις σελίδες μου… τις κουνάω απαλά και τις λέω ένα παιδικό τραγούδι μέχρι να αποκοιμηθούν. Όσο σιγοτραγουδώ νιώθω τα μάτια μου να πονούν από τη νύστα. Να θυμηθώ να κλείσω τα πατζούρια καλά γιατί το φως παιδεύει τα βλέφαρα μου. Πλαγιάζω δίπλα τους. Ακουμπώ το χέρι μου πάνω τους και αποκοιμιέμαι….
Κυριακή 17/02/08 08.03
Χωρίς να έχω διαφορετική επιλογή, λίγο μετά τα πρώτα απαλά χρώματα τις Ανατολής βγήκα στον παγωμένο αέρα της Θεσσαλονίκης. Μούδιασα. Το κορμί μου, το πρόσωπό μου… ακόμα και το μυαλό μου μούδιασε…
Χτες το βράδυ μου ήταν ήσυχο. Πέρα από τη ζακέτα μου, χτες, είχα και κουβέρτα… κοιμήθηκα απαλά και βαριά. Μα… που στο καλό βρέθηκες πάλι στα όνειρα μου; Τι γυρεύεις εκεί μέσα; Δε τα είπαμε; Πως… τα είπαμε… εσύ δε θυμάσαι. Ψάχνω να βρω ρωγμές στα όνειρα μου που θα μπορούσαν να είναι πιθανές είσοδοι. Δε βρίσκω. Να δεις που εσύ ανακάλυψες μια καινούρια, πάλι, όσο εγώ έτρεχα να χτίσω με τσιμέντο και τούβλα τις προηγούμενες. Γιατί το κανείς αυτό; Παίζεις μαζί μου ένα παιγνίδι βασανιστηρίου… γιατί;
Σαν ανατριχιαστικός ήχος γρατζούνισε η μορφή σου τη λήθη μου χτες βράδυ. Η σιωπή σου κυνηγούσε τις φαντασιώσεις μου, μέχρι που κι εκείνες σώπασαν πια. Ψάχνω μια απάντηση στο γιατί εκεί που σωπαίνουν τις γαργαλάς με πούπουλο και τις τσαντίζεις ξυπνώντας τες… στην αρχή κλωτσάνε σου λένε ‘‘Άσε με’’. Συνεχίζεις… μέχρι που οι σιωπές γίνονται κραυγές θυμού και τότε αποτραβιέσαι κοιτάζοντας. Μπορεί και να φοβάσαι λίγο και να κάνεις παραπέρα… είσαι τολμηρός όμως… έτσι δεν είναι;
Οι σιωπηλές κραυγές μου ήρθαν να κρυφτούν και πάλι στις σελίδες μου… τις κουνάω απαλά και τις λέω ένα παιδικό τραγούδι μέχρι να αποκοιμηθούν. Όσο σιγοτραγουδώ νιώθω τα μάτια μου να πονούν από τη νύστα. Να θυμηθώ να κλείσω τα πατζούρια καλά γιατί το φως παιδεύει τα βλέφαρα μου. Πλαγιάζω δίπλα τους. Ακουμπώ το χέρι μου πάνω τους και αποκοιμιέμαι….
Κυριακή 17/02/08 08.03
φωτό: http://frispy.deviantart.com/art/Raining-day-126806919