Καμιά φορά απλώνω τα χέρια και
πιάνω το Σύμπαν, ταξιδεύω σε νότες, γίνομαι μουσική, πλάθω κομμάτια που κάτι
σου θυμίζουν ή δε σου θυμίζουν ανάλογα με τις αφορμές που το σώμα σου καλεί να
χρησιμοποιήσει για να ξεκάνει τη λήθη. Γιορτάζω τον θρίαμβο μέσα μου, εκείνον του
πρώτου φθόγγου της φωνής σου κι αναπαύομαι εν ειρήνη κάτω από το κόκκινο μου
πάπλωμα. Μεγάλωσα, αλήθεια σου λέω, μεγάλωσα, πάνω από έναν χρόνο μεγάλωσα κι
έπεσα από τ’ αστέρια που κρατούν οι αστροναύτες στα χέρια τους λίγο πριν
κλειδωθούν για πάντα στο Άπειρο. Φεύγω, φεύγεις, φεύγει. Φεύγουμε, φεύγετε,
φεύγουν. Φυγή. Με κεφαλαίο φί όπως της αρμόζει αυτής της λέξης. Και όταν θα
ξαναγυρίσω, ξαναγυρίσεις, ξαναγυρίσει, ξαναγυρίσουμε, ξαναγυρίσετε,
ξαναγυρίσουν, ίσως να μην υπάρχει τίποτα πια πέρα από σκόνη, μα τι θα γινόταν
άραγε αν ήτανε χρυσόσκονη; Θα μαζεύαμε σαν κλέφτες με τις χούφτες μας τα
απομεινάρια της προηγούμενης στάσης μας. Ξεχασμένη από όλους στο παγκάκι της απόμερης
ευτυχίας της ζωής μου-τι καλά με αφήσατε όλοι ήσυχη επιτέλους!- περιμένω το
επόμενο λεωφορείο που σύμφωνα με τις πληροφορίες μου θα καθυστερήσει μερικές ζωές
ακόμα, αλλά ποιος βιάζεται; Με βήματα αργά και σταθερά θα κατοικίσω στη φωνή
σου κάποιες Τρίτες ξημερώματα μόνο και μόνο για να θυμάσαι να μη ξεχνάς πως η
ζωή που αφήσαμε πίσω μας μοιάζει με σκόνη αλλά μπορεί και να μην είναι…
Το πρωί χτένισα
τις βλεφαρίδες μου
και τώρα δε
λένε να μπλεχτούν
μεταξύ τους μήπως
και καταφέρω τελικά
να κοιμηθώ για να
ψάξω την πραγματική
μου
πραγματικότητα μέσα
στα όνειρά μου…