Χτες που είχε λιακάδα τρόμαξα.
Νυστάζει το δέρμα μου και τα νύχια μου βρήκαν ευκαιρία να με γδάρουν. Είμαι
σιωπηλή και τρομάζεις στις σιωπές μου. Μη τρομάζεις. Όταν σωπαίνω σχηματίζω τις
πιο όμορφες λέξεις που δεν ξέρεις. Μαζεύω σε κούτες τις τελευταίες μου
αναμνήσεις. Αχ ρε Μάνα, πως να σου πω πως το αεροπλάνο φεύγει σε μερικούς μήνες
και λίγες ώρες; Πως να σε πείσω να δεις τον κόσμο ανάποδα για να δεις πόσο
όμορφος είναι μέσα απο τα μάτια μου; Ο κόσμος στα ίσια του μου βγάζει τα μάτια
και νιώθω ανάπηρη. Μου ξεριζώνει μία μία τις βλεφαρίδες και τώρα που μου
απόμειναν λίγες φοβάμαι μη μου φάει και τα βλέφαρα. Και τότε θα είμαι
υποχρεωμένη να βλέπω τα χάλια του για πάντα. Φοβάμαι μη συμβεί κάτι και δε
μπορέσω να κλείσω τα μάτια μου στην ασχήμια. Μην τυχόν και χάσω την ικανότητα
να κλαίω. Φοβάμαι μη συνηθίσω τη βρώμα. Και γίνω βρώμικη κι εγώ. Θα φτιάξω έναν
καφέ και θα στρίψω ένα τσιγάρο να το πιω στην υγειά σου. Θα κάνω κύκλους με το
στόμα και τα χείλη μου που θα σκάνε στον απέναντι τοίχο σκιαγραφώντας το
πρόσωπό σου όσο το θυμάμαι πια. Ό,τι φοβόμουν περισσότερο ενσαρκώθηκε σε όνειρα
αλλόκοτα που μου ξενίζουν. Εισβάλεις στις σκέψεις μου, τις μετράς και τις
διαβάζεις και είμαι σίγουρη πως πιστεύεις πως απευθύνονται σε σένα και πολύ θα
ήθελα να χλευάσω την απογοήτευσή σου όταν ανακαλύψεις πως δεν. Δε σου μιλάω πια,
δε μιλάω καν σε μένα, θύμωσα μαζί μου τις προάλλες και μου κρατάω μούτρα. Οικειοποιήσου
τη θλίψη που υπάρχει στο αριστερό ημισφαίριο του εγκεφάλου μου γιατί το δεξί
μου το χρειάζομαι για να αναπτύξω δεξιότητες που ούτε μπορείς να φανταστείς.
Τρώω τα νύχια μου επειδή ξέχασα τον νυχοκόπτη μου στο συρτάρι του μπάνιου του
ξενοδοχείου της Ομόνοιας. Ανάμεσα στους λεγόμενους "λαθρομετανάστες" - σε ποιο Σύμπαν άραγε η ζωή είναι λαθραία - μου άρεσε να τραβάω
φωτογραφίες ενώ όλοι τραβούσαν τις τσάντες τους ή το χέρι του διπλανού τους να
επιταχύνουν σκανάροντας καχύποπτα το πεδίο. Δεν είμαι ατρόμητη, είναι που έχω
άγνοια κινδύνου και αυτό με καθιστά επικίνδυνη σε μένα, σε σένα , σε όλους
όσους με ακολουθούν, ξουτ σου λέω, φύγε, θα κατέβω την Τσαλδάρη μέχρι το
τέρμα της. Ραντεβού στον τοίχο με το ορθογραφικό σε μια ζωή και κάτι νύχτες.
Πριν ξεκινήσω θα σου πάρω τηλέφωνο να ξεκινήσεις κι εσύ. Και αν σε στήσω φύγε
και μη λοξοκοιτάξεις, μη ψάξεις λιβελούλες σε αστραγάλους. Τακτοποιώ τους
εαυτούς μου σε σειρά. Θέλω οι εαυτοί μου να είναι αυτόνομες προσωπικότητες, να
χρησιμοποιώ ξεχωριστά τον καθένα ανάλογα με την περίσταση. Να βγαίνει ο
παρανοϊκός μου όταν σε θυμάμαι, ο εγωκεντρικός μου όταν σε απαξιώνω, ο
θλιμμένος μου όταν σου κρύβομαι, ο τρυφερός όταν πονάς, ο αδίστακτος όταν δε
πονάς, ο αχόρταγος όταν πηδιόμαστε, ο καταχρηστικός όταν με κοιμίζεις. Με
κουράζουν οι λιακάδες απίστευτα. Μου τσούζουν τα μάτια και με κρατάνε σε
εγρήγορση. Θέλω μια συννεφιά, μια μπόρα, να ανάψω τζάκι να ανοίξω τα πατζούρια,
να τραβήξω τις κουρτίνες. Να μπει λίγη συννεφιά.
you know that
you have
already talk to
me and you just
don't remember it
right?