Το απέναντι ζευγάρι ήταν
ιδιαίτερο. Μισιούνταν και αγαπιούνταν ταυτόχρονα. Σχέσης στοργής κι εξάρτησης.
Κουτσουκέλα. Το απέναντι ζευγάρι ήταν κίνκυ. Σαδομαζοχιστικά τρώγανε ο ένας τις
σάρκες του άλλου. Για χρόνια τόσα που τρομάζω με την ταχύτητα που έφυγαν.
Τρυφερά γρατζουνούσανε ο ένας τη ζωή του άλλου. Ειδικά Αυτή. Όταν λίμαρε τα
νύχια της σιγοψιθύριζε μοιρολόγια. Αυτός ήταν μονίμως στον κόσμο του. Όταν
Αυτός αρρώσταινε, Αυτή έβριζε τη γαμωτύχη της και τα έβαζε με τον εαυτό της που
είχε ακόμα αντοχές. Υπομονετικά τον φρόντιζε, τον ντάντευε, του μαγείρευε
βλασφημώντας τις επιλογές της. Το απέναντι ζευγάρι ήταν μονάδες. Αυτή πάνω,
Αυτός κάτω και μερικές φορές το ανάποδο. Κοιμόντουσαν χώρια και δε πηδιόντουσαν
ποτέ. Στα πέντε χρόνια, Αυτή τραγούδησε μόνο τέσσερις φορές.
Αυτός καμία. Το ζευγάρι απέναντι έβρισκε πάντα τρόπους να μην αγαπάει ο ένας
τον άλλο. Αυτή φορούσε τη μάσκα της απο την ώρα που ξυπνούσε και μόλις
καταλάβαινε πως όλοι κοιμήθηκαν, την έβγαζε κι έκλαιγε. Μέχρι το πρωί που θα
ξυπνούσε πάλι. Αυτός ασχολιόταν με τα δικά του τραύματα απο τα νύχια Αυτής. Δεν
άκουγε τις βρύσες που άνοιγαν τις νύχτες πάνω απο το νυφικό κρεβάτι τους. Το
ζευγάρι απέναντι κάποτε ήταν φίλοι μου. Αγαπημένοι φίλοι μου. Τώρα πια δεν
είναι τίποτα. Ούτε εγώ, ούτε αυτοί, ούτε μεταξύ μας, ούτε μεταξύ τους. Το
ζευγάρι απέναντι χτες χώρισε τα τσανάκια του. Μοιράστηκαν τα αντικείμενα που
τους άνηκαν για είκοσι χρόνια. Το σπίτι άνοιξε όλα τα πατζούρια και η
εγκατάλειψη κάνει μπαμ. Νομίζω κυκλοφορούν ακόμα τα φαντάσματά τους. Αντιλαλούν
οι φωνές, τα γέλια και τους καυγάδες τους. Με έπιασε δυστυχία. Δε μιλούσαμε
ποτέ εδώ και μήνες αλλά το άδειο σπίτι τους μου μοιάζει στοιχειωμένο και φοβάμαι.
Το απέναντι ζευγάρι χώρισε. Φινίτο. Πως το λένε.
...οι άνθρωποι
γρατζουνάν σαν
γάτες θυμωμένες.