Τρέχαμε μιλιούνια μες στην
Τσιμισκή με τα χέρια πλεγμένα απο τα μπράτσα και φωνάζαμε συνθήματα αγάπης και
θυμού και απο τα στενά χυνόταν ο κόσμος πάνω μας και έδενε τα μπράτσα του στα
δικά μας. Απο ψηλά δε μοιάζαμε με ανθρώπους, μοιάζαμε περισσότερο με ιδέα
πιασμένη αγκαζέ. Ήμουν ευτυχισμένη γιατί στις πορείες ήμουν πάντα η εγώ που δεν
υπήρχε τις καθημερινές στο σχολείο γιατί η άλλη εγώ είχε όνομα και ιδιότητα και
την έβαζα μπροστά γιατί η εγώ εγώ ήταν φωνακλού και έβραζε το στήθος της απο
θυμό. Πόσο σε αγαπούσα τότε, αντί για τα ξενέρωτα στέκια με έβγαζες σε πορείες
και αυτό ήταν το μυστικό μας απο όλους τους άλλους στο σχολείο. Χτυπούσες το
κουδούνι, άνοιγε η μάνα, "Καλησπέρα κυρία Έλλη ήρθα να πάρω τη Μαρία"
μας έβαζε μπουκαλάκια νερό στο σακίδιο, κασκόλ και μια ευχή. Φοβόταν η μάνα.
Της έλεγα να μη φοβάται, πως τα χρόνια άλλαξαν απο την εποχή της και δεν είναι
τόσο επικίνδυνα όσο τότε αλλά δεν ήξερα την τύφλα μου στην πραγματικότητα,
γιατί τα χρόνια δεν άλλαξαν ποτέ κάποια πράγματα ενώ ταυτόχρονα τα πράγματα άλλαξαν
πολύ και ήταν πιο σκληρά απο τότε. Θυμόταν το 1992 στης 14 Φλεβάρη τότε που με
πήρε η μάνα απο το χέρι και κατεβήκαμε στην πορεία στην Αριστοτέλους με το ένα
εκατομμύριο κόσμο που φώναζαν οργισμένοι αλλά μύτη δεν άνοιξε. Ακόμα και σήμερα
έχει να τη θυμάται ακόμα εκείνη την πορεία. "Θυμάσαι Μαρία, μικρούτσικο
ήσουν" μου έλεγε, "Τί μικρούτσικο ρε μαμά γυμνάσιο πήγαινα" της
έλεγα εγώ, "μικρούτσικο ήσουν" επέμενε, και στα τριάντα πέντε μου
ακόμα "μικρούτσικο" με φωνάζει. Εκείνο το απόγευμα που ήρθες να με
πάρεις είχε μαγειρέψει μπάμιες με κοτόπουλο στο φούρνο "καθίστε να φάτε
πριν φύγετε" μας είπε κι εσύ απο ευγένεια ήσουν έτοιμος να φας της μπάμιες
της μαμάς, σε γλίτωσα στο τσακ πριν σου στρώσει τραπέζι, "Μανούλα μου
έχουμε ραντεβού με τα παιδιά" της είπα κι εκείνη απάντησε "Να μην
αργήσετε τότε, θα σας κρατήσω τις μπάμιες για μετά", εσύ με κοίταξες
απελπισμένος, σου έκανα νόημα πως αφού αγάπη μου δεν ήθελες μπάμιες, μπάμιες δε
θα έτρωγες ποτέ, ούτε εγώ θα σου μαγείρευα όταν θα παντρευόμασταν και απ' όσο
θυμάμαι ήταν η πρώτη υπόσχεση που σου είχα δώσει στα ψέματα αφού δεν είχα σκοπό
να σε παντρευτώ ποτέ, ούτε εσένα ούτε κάποιον άλλο, αλλά αν παντρευόμουν ποτέ εσένα θα ήθελα. Κατεβήκαμε την
Καυταντζόγλου, βγήκαμε Λ. Στρατού και λίγο μετά την Δ.Ε.Θ. ενωθήκαμε με τους
άλλους και κατηφορίζαμε προς την Αριστοτέλους, και φωνάζαμε συνθήματα που άλλοι
γράφανε σε τοίχους, με ανέβαζες στους ώμους σου να φωνάζω δυνατά, κατέβαζα το
κεφάλι μου και σου χαμογελούσα ήμουν τόσο ερωτευμένη όταν σε κοιτούσα, μου έπιανες
το ένα χέρι σφιχτά και το άλλο σου το χέρι ήταν μια γροθιά, "Εμείς θα
αλλάξουμε τον κόσμο μωρό μου" μου έλεγες κι εγώ σε θαύμαζα, σε θαύμαζα, σε
θαύμαζα, "Εμείς θα αλλάξουμε τον κόσμο" σου απάντησα, κάποιος απο
δίπλα μας άκουσε και φώναξε δυνατά "Εμείς θα αλλάξουμε τον κόσμο!"
και η υπόσχεσή μας έγινε σύνθημα. Κάπου στην Αγίας Σοφίας τα πράγματα έγιναν
μαύρα και κόκκινα. Με άρπαξες και αρχίσαμε να τρέχουμε, "Απο δω!" μου
είπες και μπήκαμε στην Κομνηνών και κοντέψαμε να εγκλωβιστούμε γιατί έπρεπε να
βγούμε επάνω προς Εγνατία και βγήκαμε στη Νίκης κι απο εκεί περάσαμε απέναντι
και χαθήκαμε με τους άσχετους και τους περαστικούς. Με φίλησες. Με φίλησες πολύ
εκείνο το βράδυ. Οι μπάτσοι περνούσαν κι εσύ με φιλούσες μέσα στους καπνούς και
τότε σου είπα "δε θέλω να σε παντρευτώ ποτέ αλλά θέλω να μείνω μαζί σου
για πάντα", μου είπες " Θα είμαι ο Άντρας σου και θα είσαι η Γυναίκα
μου", "απο αυτή τη στιγμή κι όλας θα είσαι ο Άντρας μου" σου
είπα, "Ελπίζω να μη μου μαγειρέψεις μπάμιες" μου είπες και γέλασες
δυνατά και γέλασα κι εγώ, παντρευτήκαμε οι δυο μας εκείνο το βράδυ και γύρισα
σπίτι παντρεμένη. Δε πέρασε ο χρόνος και χωρίσαμε. Ένα βράδυ πάλι. Σε μια
πορεία.