1.3.14

Colorblind looks


Είχα γεννηθεί όταν είχε γίνει ο πεζόδρομος στα Γιαννιτσά αλλά έχω ανάμνηση και απο τότε που περνούσαν ακόμα αυτοκίνητα. Δε θυμάμαι τίποτα πέρα απο το οτι περνούσαν αυτοκίνητα. Μπροστά απο τα Γκούντις σε είδα να περιμένεις κάποιον να σε κοιτάξει επίμονα καπνίζοντας. Φορούσες στρατιωτική στολή παραλλαγής ξεθωριασμένη και αρβύλες λιωμένες απο τη χρήση· γενικά είχες κάτι παλιό πάνω σου αλλά ακαθόριστης ηλικίας. Στάθηκα απέναντι στην παλιά καφετέρια του νονού μου, δε τον συνάντησα ποτέ αυτόν τον άνθρωπο μετά τη βάφτισή μου, απλά ήξερα πως είναι του νονού του Βασίλη η καφετέρια αυτή, τώρα ο χοντρός με το μουστάκι ήταν ο νονός, ο αδύνατος ο γκριζομάλλης, θα σε γελάσω. Παρατηρούσα περίεργα δεμένα κορδόνια σου και τελικά με κοίταξες που σε κοιτούσα και αμήχανα κατέβασα τα μάτια μου. Γύρισες απο την άλλη βιαστικά, έψαχνες κάποιον, έψαχνες κάτι, ή έψαχνες κάτι απο κάποιον, δε ξέρω. Πάντως με ξέχασες πριν με απομνημονεύσεις. Όλα ήταν μια στιγμή. Έστριψα τσιγάρο βιαστικά κι έφυγα. Περπάτησα ως τον Άγιο Γεώργιο, Αγ. Γεωργίου 6 μεγάλωσα απο τα τέσσερα ως τα επτά μου, Αγ. Γεωργίου 2 έμενε ο Λεωνίδας, ο πρώτος μου έρωτας και ο παντοτινός που ερχόταν απο το σπίτι και χτυπούσε το κουδούνι, άνοιγε η  μάνα και "Κυρία Έλλη ήρθα να πάρω τη Μαρία για το σχολείο" κι εγώ έβγαινα κουνάμενη συνάμενη, με έπιανε σφιχτά απο το χέρι - ήμουν υπ' ευθύνη του, ο Λεωνίδας ήταν το Αγόρι κι εγώ το Κορίτσι, δε θα με άφηνε ποτέ να πάθω τίποτα, πως αλλιώς, αφού μ' αγαπούσε, ήμουν η Γυναίκα του, θα με παντρευόταν μια μέρα. Όταν η μάνα μου ανακοίνωσε πως επιστρέφουμε Θεσσαλονίκη ο Λεωνίδας κι εγώ σχεδιάζαμε τρόπους να κλεφτούμε και να φύγουμε οι δυο μας όπως κάνουν οι μεγάλοι και ο καιρός πέρασε και η μέρα του αποχωρισμού έφτασε και ο Λεωνίδας ούρλιαζε κι εγώ έκλαιγα και η μάνα με έβαλε με το ζόρι στο ταξί κι εγώ έβγαζα λυγμούς και η μάνα του Λεωνίδα τον έπιανε απο τη μέση για να μην τρέξει πίσω μου κι εκείνος τέντωνε τα χέρια του και χτυπιόταν, ήταν έτοιμος να λιποθυμήσει απο το κλάμα, εγώ έβγαζα λυγμούς, εκείνος έβγαζε κραυγές άγριου ζώου, γαμημένοι ενήλικες μας σκοτώσατε την αγάπη μας Λεωνίδα δε θα σε ξεχάσω ποτέ. Αυτά θυμόμουν όταν ήρθες και κάθισες δίπλα μου και με ρώτησες κάτι αλλά δε σε κατάλαβα γιατί δε γίνεται να σε ακούω απο άλλη δεκαετία. Γύρισα και σε κοίταξα. Για μια στιγμή νόμιζα πως είσαι ο Λεωνίδας που απο τότε δεν είδα ξανά. Αλλά δεν ήσουν. Ήσουν εκείνος ο φαντάρος που κάπνιζε στον πεζόδρομο έξω απο τα Γκούντις. Μου χαμογέλασες και σου χαμογέλασα αυθόρμητα αλλά εγώ ως εκείνη τη στιγμή περνούσα την μακριά περίοδο της αγελατοσύνης. "Δεν είσαι απο εδώ" μου είπες, σε ρώτησα "που το ξέρεις;" και μου απάντησες "Ούτε κι εγώ είμαι απο εδώ, φαντάρος ήρθα. Ξεχωρίζω τους "δεν είναι απο δω", τότε έπαψα να χαμογελάω και σου είπα "λάθος κάνεις εγώ γεννήθηκα εδώ κι έζησα..." "...το πολύ τρία τέσσερα χρόνια" με διέκοψες, έβγαλα την καπνοθήκη μου, με ρώτησες "τί καπνίζεις" σου απάντησα"νταμ κίτρινο", μου είπες "εγώ καπνίζω όλντ χόλμπορν κίτρινο", σου είπα "δε σου πάει αυτός ο καπνός", με ρώτησες "και ποιος καπνός μου πάει;" και σου είπα" ο Γκόλντεν Βιρτζίνια ο κίτρινος" μου είπες πως τον δοκίμασες παλιά αλλά είχες βρει μέσα ένα μεγάλο κλαδί και τον έκοψες και η πρώτη μου σκέψη ήταν "κακώς δε το κράτησες για προσάναμμα τώρα που κρυώνω" αλλά δε σου το είπα αν και νομίζω θα χαμογελούσες ξανά. Και ήταν ωραία όταν χαμογελούσες. "Άλλαξε αυτός ο τόπος" σου είπα και μου ζήτησες να περπατήσουμε μαζί να σου δείξω τον τόπο, σου είπα πως μου είσαι παντελώς άγνωστος και εγώ με αγνώστους τί δουλειά έχω; Και μου είπες "όσο θα βολτάρουμε μαζί θα κάνουμε πως γνωριζόμαστε" και σου είπα "ναι αλλά μετά θα με ξεχάσεις και θα σε ξεχάσω", μου είπες "μερικές φορές συμβαίνει να θυμόμαστε και αυτά που θεωρούσαμε ασήμαντα ως τότε", σου είπα "εγώ θυμάμαι τον Λεωνίδα", μου ζήτησες να σου πω γι αυτόν, σου είπα "για εκείνον ανέβηκα απο τη Σαλονίκη σήμερα" και σου μιλούσα και ρωτούσες και σου μιλούσα και μετά σταμάτησες να μιλάς, και σαν κάτι να σε ενόχλησε αλλά δεν ήξερα τι και μετά δε μιλούσα ούτε κι εγώ και άρχισα απλά να σχολιάζω τη μέρα, τα πουλιά, ακόμα και τις γραμμές στα πλακάκια του πεζοδρομίου, εσύ απλά απαντούσες, σου είπα "δε μιλάς" μου είπες "μιλάω" σου είπα "δε μιλάς, απαντάς στις μαλακίες μου" γέλασες και μου είπες πως είσαι καλύτερος στο να απαντάς απο το να μιλάς και να ανοίγεσαι, σκέφτηκα πως θα είσαι κανένας κόπανος, "μπορεί και να είμαι" πέταξες ξαφνικά πάνω στη σκέψη μου, αιφνιδιάστηκα, δεν απάντησα, κοκκίνισα, γέλασες, κοκκίνισα περισσότερο, με φίλησες. "Ο Λεωνίδας δε φιλάει έτσι" μου είπες κι εγώ έλιωσα. "Ο Λεωνίδας θα με ρωτούσε για να με φιλήσει" σου είπα κι ας έλιωσα, "Ο Λεωνίδας είναι ξενέρωτος" μου είπες, "Ο Λεωνίδας ήταν ευγενικός όχι κάφρος και θρασύς σαν εσένα" σου είπα,  "Ο Λεωνίδας δεν υπάρχει αλλά εγώ είμαι εδώ απέναντί σου" μου είπες και μπήκες μέσα στην " Έκπληξη" και μου πήρες ένα γλειφιτζούρι καρδιά " Ο Λεωνίδας δε θα γινόταν γλυκανάλατος μαλάκας για να σου κάνει εντύπωση" μου είπες κι εγώ χαμογέλασα. Περπατήσαμε ως την πλατεία Μάγκου. Μου είπες πως πέρασε η άδεια εξόδου σου και πως πρέπει να επιστρέψεις. Μου είπες "Θα σε σκέφτομαι", σου είπα "θα ξανάρθω".  Μου είπες "Ψέματα". Σου είπα ψέματα.