16.3.14

Moans

Τρίτη πρωί στην Εγνατία στην καμάρα με βροχή περίμενα στη στάση το λεωφορείο να έρθει αλλά δεν ερχόταν. Είχα τα τελευταία είκοσι ευρώ στην τσέπη μου και ήθελα να τα επενδύσω συνετά σε κάτι. Η ώρα πέρασε κι εγώ είχα αποφασίσει πως θα καθυστερήσω στη δουλειά. Κοίταξα τα είκοσι ευρώ μου. Κοίταξα την ώρα. Ή που θα έπαιρνα ταξί ή που θα έκανα κοπάνα απο τη δουλειά. Το λεωφορείο ήρθε λίγο πριν καν τελειώσω τη σκέψη μου. Κρίμα, θα είχε μια γοητεία να κάνω σήμερα κοπάνα απο τη δουλειά. Μπήκα στο δυάρι, πιάστηκα απο τις χειρολαβές και ξεκίνησε το μπρος-πίσω, μπρος-πίσω, θυμήθηκα πως τα βελούδινα καθίσματα κάποτε ήταν ξύλινα, οι άνθρωποι ήταν λιγότερο ξύλινοι όμως, όσο πιο βελούδινα καθίσματα έχουν οι θέσεις, τόσο περισσότερο ξύλινοι γίνονται οι άνθρωποι κι εγώ πέρα-δώθε, πέρα-δώθε η φωνή να ανακοινώνει τις στάσεις μια στα Ελληνικά μια στα Αγγλικά "πότε γίναμε εμείς Ευρώπη και δε το κατάλαβα" αναρωτήθηκα, θυμήθηκα τον εισπράκτορα που αντικαταστάθηκε με το μηχάνημα αυτόματης πώλησης εισιτηρίων που δε δίνει ρέστα, τι μορφή κι εκείνος ο εισπράκτορας στο τριάντα ένα, "Φλέμινγκ - θα κατέβει κανείς;" Μετά αντικαταστάθηκαν οι εισπράκτορες, που πουλούσαν τα εισιτήρια κι έδιναν και ρέστα, που τα έκοβαν στη μέση για να είναι έγκυρα, που έλεγχαν τους επιβάτες αν έχουν όλοι εισιτήρια, και που ανακοίνωναν την επόμενη στάση, απο τρία μηχανήματα κι έναν άλλον άνθρωπο που λέγεται ελεγκτής, που στις γραμμές εκτός περιμετρικής ζώνης όπως στο εξήντα εννιά άλφα-βήτα-ταυ-νι που χρησιμοποιώ πια δεν υπάρχει ελεγκτής γιατί τη δουλειά του την κάνει ο οδηγός που σε κοιτάζει στα χέρια αντί να σε κοιτάζει  στα μάτια όταν ανεβαίνεις τη σκάλα για να χτυπήσεις το εισιτήριο. Όλα αυτά σκεφτόμουν όταν με διέκοψε η φωνή λέγοντας "επόμενη στάση, next stop, γηροκομείο" κι εγώ άκουσα φρενοκομείο και γέλασα μόνη μου σαν το χαζό και μετά πάτησε ο οδηγός απότομα φρένο κι εσύ έπεσες πάνω μου κι εγώ στον μπροστινό μου, ο μπροστινός μου στραβομουτσούνιασε κι εγώ απλά σήκωσα τους ώμους μου και του έκανα ένα νεύμα σαν να του ζητούσα συγνώμη με έμφαση στο "σαν" γιατί ήταν αγενέστατος και, που να του έλεγα πως δε κρατούσα σφιχτά τη χειρολαβή γιατί άκουσα φρενοκομείο αντί για γηροκομείο και γελούσα απο μέσα μου, ειδικά το ότι γελούσα έστω και απο μέσα μου δε θα μου το συγχωρούσε με τίποτα. Εσύ ήσουν ακουμπισμένος στην πλάτη μου όσο σκεφτόμουν, μου έπιασες την κουβέντα "αγενέστατος ο τύπος έ;" μου είπες και μου χαμογέλασες " ο καθένας έχει τα δικά του προβλήματα" σου είπα και δε σου χαμογέλασα, "Πριν χαμογέλασες μόνη σου και τώρα ούτε την άκρη των χειλιών σου δεν είδα" μου είπε και μου ξαναχαμογέλασες, "φρενοκομείο είπε ή γηροκομείο" σου είπα και γέλασες δυνατά και γέλασα κι εγώ δυνατά. Έμπαινε κόσμος απο τις στάσεις, κατέβαινε άλλος κόσμος, άρχισε να μπαίνει το πλήθος ανάμεσα στα σώματα και στις αναπνοές μας, απομακρυνόμασταν, μου άπλωσες λίγο τα δάχτυλά σου, τέντωσα το χέρι μου να τα φτάσω, με άρπαξες και με έφερες και πάλι κοντά σου, "γηροκομείο είπε" μου απάντησες, "κρίμα γιατί αν έλεγε φρενοκομείο θα ήταν η στάση μου" σου είπα και πάλι χαμογέλασα, "θα ήταν και η δική μου" μου είπες και χαμογέλασες κι εσύ, "δε μου μοιάζεις και τόσο για τρελός" σου απάντησα, "δε με ξέρεις αλλά είμαι διαθέσιμος στο να με μάθεις" μου είπες, "και που ξέρεις αν είμαι καμιά ανώμαλη" σου είπα "ε, και τι έγινε" μου απάντησες, "Είσαι τρελός;" σου είπα "Ε, τι λέμε τόση ώρα" μου απάντησες και χαμογέλασες. Φτάσαμε με το λεωφορείο κοντά στην Καλαμαριά ήμουν ένα βήμα πριν την κοπάνα απο τη δουλειά, έβρεχε καρεκλοπόδαρα, έκανε κρύο, σε κοιτούσα και σκεφτόμουν πως είσαι ότι καλύτερο μου είχε συμβεί εκείνη τη μέρα και σε λίγο θα φτάναμε ΙΚΕΑ και θα σε αποχωριζόμουν μου είπες "φτάσαμε" και κοίταξα έξω αλλά δεν είχαμε φτάσει ακόμα, σου είπα "εγώ έχω ακόμα", "Όχι δεν έχεις" μου απάντησες και χαμογέλασες και με έπεισες πως είσαι η καλύτερη επιλογή μου για μια όμορφη μέρα κι έτσι όταν άνοιξαν οι πόρτες κατέβηκα μαζί σου και περπατήσαμε ως την Αρετσού με τα πόδια και απο εκεί στο Καραμπουρνάκι και φτάσαμε στη θάλασσα και καθίσαμε και δε μιλούσαμε στην αρχή "είσαι πραγματικά τρελός" σου είπα, "και τρελός και ειλικρινής" μου απάντησες, χαμογέλασα και κατέβασα το κεφάλι μου, "μου αρέσουν τα κοντά μαλλιά σου" μου είπες και πέρασες τα δάχτυλά σου ανάμεσά τους, "τα είχα μακρυά ως την πλάτη μου κάποτε" σου είπα, "δε σου πάνε τα μακρυά μαλλιά" μου απάντησες, "μου αρέσουν οι άνθρωποι που σταματούν στη στάση φρενοκομείο" σου είπα και συνειδητοποίησα τη δική μου τρέλα στο ότι έπρεπε αλλού να βρίσκομαι. "Κύριε Προϊστάμενε δε θα έρθω στη δουλειά. Είμαι φοβερά εξαντλημένη απο τη χθεσινή νύχτα που δε κοιμήθηκα λόγω υψηλού πυρετού". Έκλεισα. Περάσαμε τη μέρα μας μαζι. Ούτε το όνομά σου δεν έμαθα ποτέ.