21.10.07

Το κορίτσι της βροχής...

 Την είδε μπροστά του μουσκεμένη ως το κόκαλο από τη βροχή που από χτες βράδυ δεν έπαψε στιγμή να πέφτει. Χτύπησε την πόρτα του. Εκείνος άνοιξε. Δε περίμενε να τη βρει εκεί έξω. Εκείνη κρυώνει. Τρέμει σαν το ψάρι. Σπαρταράει. Από τα μουσκεμένα της ρούχα; Από το κρύο; Από την αγωνία; Δε ξέρει κι εκείνη να πει...




Τον κοίταξε στα μάτια. "Περπάτησα μες τη βροχή, με αμφίβολο το αίσθημα της αποδοχής μου. Ήθελα απλά να σε δω..." του είπε. Εκείνος την κοίταξε απορημένα. Δε την περίμενε. Εκείνη σκέφτηκε να φύγει, μα κοντοστάθηκε. Δεν είναι η πρώτη φορά που αναθεωρεί σχεδόν άμεσα. Τον κοίταξε στα μάτια. Τα βρεγμένα μαλλιά της είχαν κολλήσει στο πρόσωπό της. Τα χέρια της τύλιγαν το μουσκεμένο κορμί της στην προσπάθειά της να το ζεστάνει. Είναι κουρασμένη και ξαφνικά ένιωσε να κρυώνει ακόμα πιο πολύ. Δεν έχει ιδέα γιατί. Ίσως η παγωμένη ματιά εκείνου. Έχει έναν θυμό στο βλέμμα του. Έναν παγωμένο θυμό. Θυμό για εκείνη; Δε γνωρίζει. Μα θέλει να μάθει...




"Πέρασε μέσα. Θα πουντιάσεις εντελώς" της είπε και ανοίξε κι άλλο την πόρτα για να μπει. Εκείνη προχωράει στον διάδρομο. Γυρίζει το βλέμμα της πίσω και τον συναντά με μια κουβέρτα στο χέρι. Εκείνος την άνοιξε ανάμεσα στα χέρια του και την προσκάλεσε να μπει μέσα τους να ζεσταθει. Εκείνη κοντοστέκεται και πάλι. Έχει ανάγκη να πιαστεί από κάπου. Ταλαιπωρημένη, με παπούτσια που έχει περάσει όλη η βροχή του κόσμου από πάνω τους, με πόδια κομμένα από τα γόνατα και κάτω από το περπάτημα και σε ημιλυπόθυμη κατάσταση, αποφασίζει πως δεν έχει άλλη επιλογή πέρα από το να πάει να πιαστεί από εκείνον. Πλησιάζει και σχεδόν κρέμεται από πάνω του. Τη βαστάει...




...ενώ πηγαίνουν να καθίσουν στον καναπέ. Ο ένας απέναντι από τον άλλο. "Ήρθα γιατί δεν άντεχα άλλο μακριά σου. Ήρθα να σου πω όλα όσα φοβήθηκα πως ποτέ δε θα προλάβω να ξεστομίσω." Του μιλούσε συνέχεια. Την άκουγε με τόση προσοχή, σα να μη του έφτανε ο ήχος της φωνής της και διάβαζες τα χείλη της. Έσκυψε και τη φίλησε. Τα κορμιά τους έκαναν τον πιο υπέροχο Έρωτα το ένα στο άλλο. Εκείνη ένιωσε πως την αποχαιρετούσε με το σώμα του. Ίσως έτσι ένιωσε κι εκείνος. Είναι αλήθεια; Κανείς δε ξέρει...


21/10/07 13.44
φωτό: http://delun.deviantart.com/art/Raining-Sorrow-20606210

16.10.07

"Ακούς;"

 Δε ξέρω πως και γιατί βρέθηκα πάλι στα ίδια. Από τη μια στιγμή στην άλλη επέστρεψα σε μια πραγματικότητα που διόλου δε μου αρέσει. Ακόμα και η επιδιωκόμενη δραπέτευση από αυτή μοιάζει μαρτύριο. Δεν έχω καμιά διάθεση να προσπαθήσω να βρεθώ μακριά της. Δε ξέρω αν αξίζει τον κόπο.Στιγμές… Στιγμές χαράς, στιγμές μοναξιάς, στιγμές θλίψης, στιγμές πόνου, στιγμές χαμόγελου, στιγμές αποχωρισμού. Και πάλι πίσω. Και πάλι στα ίδια. Κουράστηκα! Ακούς; Κουράστηκα! Όχι από ‘σένα. Από μένα. Που τόσα χρόνια κυνηγώ το άπιαστο, το δύσκολο, αρνούμενη να αποδεχτώ να παλέψω στα εύκολα και δεδομένα. Και πάνω που είχα αποδεχτεί πως δεν υπάρχεις, ήρθες κι έκανες αισθητή την παρουσία σου. "Εδώ είμαι! Κοίταξε με!" Σαν το τετράγωνο φρούτο το ζουμερό το πράσινο με ροζ καρδούλες, το γευστικότατο που έτρωγα χτες βραδύ στο όνειρό μου. Έψαξα σε όλους τους πάγκους με φρούτα του κόσμου, μα δε το βρήκα πουθενά. Αποδέχτηκα πως δεν υπάρχει. Μα.. να! Εκεί στην άκρη ενός πάγκου το βρήκα... μα δε μπορούσα να το πάρω. Σε βρήκα... μα δε μπορώ να σε έχω... "Ακούς;" Όχι… δεν ακούς… δεν είσαι εδώ… Ήρθε η τελευταία πριν το τέλος στιγμή που έκανε το μυαλό μου να σκεφτεί πως τελικά τα πράγματα δεν είναι όπως εκείνο τα φανταζόταν…Θέλω τόσα να σου πω, μα οι λέξεις των σκέψεων μου ταξιδεύουν πιο γρήγορα από τα δάχτυλά μου. Βγαίνουν σαν χείμαρρος από μέσα μου, γίνονται κόμπος στο λαιμό μου κι εγώ στην προσπάθειά μου να μη πνιγώ, καταπίνω να πάει παρακάτω. Λες και δε ξέρω πως κάποια στιγμή ο κόμπος θα ανέβει και πάλι. Λες και δε ξέρω πως θα με πνίξει. Λες και δε ξέρω πως η μόνη λύση για να πάψω να πνίγομαι είναι να τον σπάσω. Αν θες πες μου πως φυγοπονώ. Μπορεί και να το κάνω… δε ξέρω. Μη μιλάς. Δε μπορώ να σε ακούω πια, με πονάς. Αποφεύγω να σου μιλήσω, δε θέλω να δω το τέλος. Αν θες πες μου πως φυγομαχώ. Μπορεί και να το κάνω. Δε ξέρω…Περιμένω να δω την αλήθεια των ματιών σου. Να νιώσω τη γυμνή ανασφάλεια του κορμιού σου. Δε χρειάζεται να πεις πολλά. Δε χρειάζεται να πεις τίποτα. Μόνο που θα δω μέσα τους, θα καταλάβω. Τι είναι αυτό που θες από μένα. Ίσως έτσι ανακαλύψω τι είναι αυτό που θέλω κι εγώ από ‘σένα. Είμαι ερωτευμένη; Δε ξέρω… δε θυμάμαι καν πως είναι να είσαι ερωτευμένος. Δε μπορώ να σου μιλήσω άλλο. Δε μπορώ να βάλω τις σκέψεις μου σε μια λογική σειρά. Εγκλωβισμένη σε μια φυλακή που δε μπορώ να ξεφύγω εύκολα. Παντού γύρω μου υψωμένοι τοίχοι. Όλα είναι ανάκατα στο μυαλό μου. Δε βαριέσαι… Καλό βράδυ Ξένε…
«Ό,τι είπαμε είπαμε….»
Στη μνήμη των στιγμών που στραγγαλίσαμε…
16/10/07 21.1
φωτό:http://j4d3.deviantart.com/art/deaf-79325921

Για εκείνους που φεύγουν...


Ποτέ δε κατάλαβα γιατί οι άνθρωποι έρχονται αφού δεν έχουν σκοπό να μείνουν. Γιατί επενδύουν σε συναίσθημα, αφού πρόκειται να φύγουν. Φεύγουν από φόβο; Από ανεπάρκεια; Δεν έχω ιδέα…

-Με πνίγεις το καταλαβαίνεις;
-Ηρέμησε… μην εκνευρίζεσαι…
-Μα με πνίγεις! Λιγοστεύει ο αέρας μου! Πως γίνεται να μη κλωτσάω;
-Έλα… ηρέμησε… συγνώμη…
-Δε μπορώ το καταλαβαίνεις; Δε μπορώ έτσι…
Δε μπορώ…
Δε….
-Σςςςςςς…ηρέμησε κορίτσι μου… συγνώμη…

Και κάπως έτσι εκείνος πήρε αγκαλιά εκείνη… Της έδωσε ένα μεγάλο φιλί, την έκρυψε στην αγκαλιά του μέχρι το πρωί. Κι εκείνη ήρεμη και γαλήνια, έμεινε εκεί αποχαιρετώντας το Φθινόπωρο και καλωσορίζοντας τον Χειμώνα. Έμεινε όλο το βράδυ, γιατί ήξερε πως η μέρα που ξημέρωνε θα τον έπαιρνε και πάλι μακριά της. Ίσως για πάντα. Από φόβο; Από ανεπάρκεια; Δεν έχω ιδέα…



16/10/07 03:03
φωτό: http://blackcloudconnected.deviantart.com/art/Alone-29284646

13.10.07

Το μεγάλωμα της μέρας....


 07:22. Τα φώτα της πόλης ανάβουν ακόμα λες και ο ουρανός δεν έχει καμιά πρόθεση να ξημερώσει. Κοιτάζω έξω από το παράθυρο του γραφείου μου παρατηρώντας τον ενώ εκείνος έχει πάρει ένα χρώμα βαθύ μπλε να φορέσει για ρούχο. Τα αστέρια έσβησαν ή κρύφτηκαν πίσω από τα σύννεφα που εδώ και μερικές μέρες κάνουν συντροφιά στην μελαγχολική μου διάθεση. Δε νιώθω άσχημα όμως μέσα σε αυτή. Η μελαγχολία, είναι η μούσα των σκέψεών μου. Μου αρέσει να σκέφτομαι και να γράφω. Να γράφω όταν σκέφτομαι...

07:28. Σα να άνοιξε λιγάκι το χρώμα του του ουρανού. Ξημερώνει σιγά σιγά. Τη νύχτα διαδέχεται η καινούρια μέρα. Έχει μια γαλήνια ησυχία έξω. Πόσο αγαπώ αυτή την πόλη τούτες τις ώρες! Είμαι μόνη, κάτι που απολαμβάνω κι επιδιώκω πολλές φορές, με επιτυχία τις περισσότερες. Ακόμα και ανάμεσα στο πλήθος. Παλιότερα τη μισούσα τη μοναξιά μου, ερχόταν απρόσκλητη και της περισσότερες φορές μου έκανε αρμένικη βίζιτα. Προσπαθούσα να απαλαγώ από αυτή, μα η μοναξιά λειτουργεί αυτόνομα, σαν τον Έρωτα. Δε σε ρωτάει πότε θα έρθει. Δεν υπακούει σε κανόνες. Μα όσο μεγαλώνω τόσο την αναζητώ. Δε με χωράει τούτος ο κόσμος. Δεν ανήκω σε αυτόν...

07:36. Ο ουρανός φαίνεται γαλανός πίσω από τα σύννεφα. Θα ήθελα να πετάξω πάνω από αυτά, να κοιτάξω πρώτη από όλους τον ήλιο να βγαίνει. Να ρίξω μια ματιά στον κόσμο από ψηλά, να παρατηρήσω το ξύπνημά του. Θα μπορούσα να το κάνω, ίσως, μα φοβάμαι μη καούν τα φτερά μου. Ειδικά τώρα που η ώρα πήγε...

...07.49 και πάνω δεξιά μου βλέπω το κιτρινόλευκο χρώμα που προδίδει την κρυψώνα του ήλιου πίσω από τα σύννεφα που αραίωσαν γύρω του. Η πόλη ξύπνησε. Οι ήχοι έγιναν δυνατότεροι. Οι κόρνες των αυτοκινήτων, οι ήχοι των λεοφωρείων, τα φώτα των απέναντι διαμερισμάτων, κάνουν σαφή την εικόνα της πόλης που ξυπνάει. Πίνω μια γουλιά καφέ. Με μια βαθιά ρουφηξιά τελειώνω το τσιγάρο μου. Σηκώνομαι και ανοίγω το παράθυρο να βγει ο καπνός από τον χώρο και ψιθυρίζω στις 07:58

......καλημέρα....

13/10/07 07.59

φωτό: http://adoniswerther.deviantart.com/art/Sunrise-51088084

11.10.07

Το τραγούδι της Βροχής...



Ένας γνώριμος ήχος ήρθε και ακούμπησε στο κέντρο της αίσθησης της ακοής μου. Μεγάλες σταγόνες βροχής χτυπούσαν με μανία τη λαμαρινένια επιφάνεια της τέντας μου. Ξύπνησα. Ένα αίσθημα ευχαρίστησης διαπέρασε το κορμί μου σαν ηλεκτρικό ρεύμα κάνοντας το να ριγήσει…

Σηκώθηκα από τον καναπέ του σαλονιού μου που τα τελευταία χρόνια φιλοξενεί το κουρασμένο μου κορμί. Δε ξέρω αν το ξεκουράζει περισσότερο από το διπλό κρεβάτι του υπνοδωματίου μου, μα σαν απόφαση που πάρθηκε ερήμην μου τα πόδια μου πάντα οδηγούν το σώμα μου σε αυτόν…

Προχώρησα τη ματιά μου και την άφησα να παρακολουθεί έξω από το παράθυρο που βρισκόταν πάνω από το κεφάλι μου. Η βροχή μαστίγωνε τα φύλα των φυτών του μικρού μπαλκονιού μου και των δέντρων που βρίσκονται γύρω από το σπίτι μου, ενώ εκείνα, μαζοχιστικά θαρρείς, φαίνονται να το απολαμβάνουν…

Απλώνω το δεξί μου χέρι και ανοίγω το παράθυρο. Η βροχή ακουμπούσε το πρόσωπό μου ενώ εγώ την απολάμβανα με τα μάτια κλειστά. Κάθε μου κύτταρο «ρουφούσε» τη βροχή και από κάθε μου πόρο ξεχείλιζε ευχαρίστηση. Κι εκεί, με τα μάτια κλειστά έμεινα σιωπηλή να αγαπώ την κάθε στιγμή που περνούσε από πάνω μου προσφέροντας εμπειρία στο συνειδητό μου, ενώ ενώ την επόμενη καινούρια στιγμή έμπαινε στο ασυνείδητο
.

Την ευδαιμονία των στιγμών έμελε να διακόψει ο δυνατός ήχος μιας βροντής που έκανε το μυαλό μου να κουνηθεί και το κορμί μου να αναπηδήσει. Άνοιξα τα μάτια. Τον ήχο της βροντής τον διαδέχτηκε η λάμψη μιας αστραπής και αμέσως μετά ο ήχος του κεραυνού που έπεσε κάπου σε μια κοντινή περιοχή. Ήχος εκκωφαντικός που ενεργοποίησε τους συναγερμούς των αυτοκινήτων. Δέος…

Ακουμπώ το μέτωπο μου στο δροσερό τζάμι, παρατηρώντας τις στάλες της βροχής να κυλούν ακανόνιστα στο παράθυρο. Θα μπορούσα να βάλω στοίχημα πως μια σταγόνα θα πήγαινε προς τα «εκεί» μα αυτή αυτόβουλη κι ελεύθερη, τη βλέπω να κυλά αλλιώς αλλάζοντας πορεία. Ξεγελάστηκα… χαμογελώ.

Σηκώνομαι και πάλι. Έχω ανάγκη να βρεθώ κοντά στη βροχή που μουσκεύει τον κόσμο γύρω μου και να την αφήσω να μουσκέψει και τον δικό μου που βρίσκεται μέσα μου. Παίρνω μια κουβέρτα και τυλίγω το κορμί μου. Θέλω να νιώσω τη δροσιά της, μα όχι το κρύο της. Θέλω να νιώθω χαλαρή απολαμβάνοντας τη και όχι σφιγμένη στην προσπάθεια μου να ζεσταθώ. Βγαίνω στο μπαλκόνι μου κάτω από τη τέντα. Κανείς δε βρίσκεται έξω. Από αλάτι, λες, όλοι κλείστηκαν στα σπίτια τους. Κι εγώ, ή άτρωτη, θαρρείς, στο μπαλκονάκι μου, να την ακούω, γεμίζοντας ήχους και εικόνες το μυαλό μου που σιγά σιγά μετουσιώνονται σε σκέψεις. Σκέψεις δικές μου, σαν μυστικά καλά φυλαγμένα. Κλείνω και πάλι τα μάτια. Αφουγκράζομαι. Αφήνω τη βροχή με αγγίξει χωρίς το βάρος της, απαλά, τόσο απαλά σαν να κάνει Έρωτα στο κορμί μου…

Ένας ξένος ήχος διαταράσσει την φυγή μου από τα εγκόσμια, λες και ήρθε σκόπιμα για να με γυρίσει σε αυτά. Ένας εκνευριστικός ήχος τηλεφώνου, που ήρθε να μου υπενθυμίσει πως ο χρόνος μου έγινε λιγοστός και πρέπει να ανεβάσω ρυθμούς. Δε ξέρω αν νιώθω εκνευρισμό ή απογοήτευση, μα πρέπει να αποδεχτώ πως πρέπει να γυρίσω εκεί που δεν ανήκω, μεν, αλλά κατοικώ, δε. Στον κόσμο τον οποίο οι άνθρωποι φοβούνται τη βροχή. Τυλίγω την κουβέρτα λίγο καλύτερα πάνω μου, μια που και αυτή βρήκε ευκαιρία να ξεφύγει λίγο πριν από τα χαλαρά χέρια μου και σηκώνω το πόδι μου να μπω στο σαλόνι μου επιστρέφοντας ταυτόχρονα στα εγκόσμια…




10/10/07 22.37
φωτό: http://emelody.deviantart.com/art/rain-84626272