10.3.14

The human breath


Είχε πάει πεντέμισι το απόγευμα και μόλις που είχα ξυπνήσει. Έβρεχε. Βγήκα βιαστικά για τσιγάρα και ζέστανα νερό να κάνω μπάνιο. Χτύπησε το τηλέφωνο και το σήκωσα με βρεγμένα χέρια και το έκλεισες. Το ήξερα πως ήσουν εσύ, δε θα μπορούσε να είναι άλλος, η αναπνοή σου έχει συγκεκριμένο ήχο και ρυθμό. Το ξέρω πως φοβάσαι να μου εξηγήσεις. Το ήξερα απο την πρώτη στιγμή που σε χάζευα να περπατάς. Πάντα φοβόσουν τις εξηγήσεις, τις μπέρδευες με τις απολογίες ή τις εξομολογήσεις. Σου έλεγα   " 'Ξηγήσου ρε μια φορά στα ίσα " και μου έλεγες "δεν εχω να δώσω λογαριασμό σε κανένα" και σου απαντούσα "μα πως, αφού μ΄αγαπάς ρε μαλάκα, μ' αγαπας και με σκέφτεσαι" κι εσύ θύμωνες και περπατούσες γρήγορα, πιο γρήγορα απ' όσο περνούσε ο καιρός μου και δε προλάβαινα και μια μέρα σε άφησα να φύγεις. Απο τότε προσπαθείς να μου εξηγήσεις. Προς το παρόν τηλεφωνείς στα βουβά κι εγώ μετράω και, στάνταρ ως τις τέσσερις αναπνοές έχεις κλείσει. Πάντα πρώτα εσύ. Μια φορά που τηλεφώνησες ήταν νύχτα και είχες μεθύσει κι εγώ ξύπνησα κι εσύ δε μιλούσες και σου είπα "μείνε ως το πρωί" και κάτι πήγες να πεις αλλά δεν απάντησες και σου είπα "μείνε ως το πρωί απλά να σε ακούω να αναπνέεις, να μη μου λείπεις" και ένιωσα να είμαι η σκέψη που κατάπιες. Εσύ κατάπινες σκέψεις κι εγώ ξεροκατάπινα λυγμούς. Στις εισπνοές σου ένιωθα ασφάλεια και στις εκπνοές σου απώλεια. Είχες μεθύσει, η ανάσα σου βρωμούσε, το ήξερα, το ένιωθα, το μύριζα κι ας μην ήσουν καν μαζί μου. "Δεν ήθελα να φύγω τότε που μαλώσαμε" μου είπες "ήθελες να φύγεις απο πριν μαλώσουμε" σου είπα, γύρισα πλευρό, "νιώθω σαν να μην υπήρξαμε ποτέ" μου είπες,  δε σου απάντησα, έσφιξα μόνο τα πίσω δόντια μου, έπαθα κράμπα απο το σφίξιμο, "κοιμάσαι;" με ρώτησες, "ναι" σου απάντησα, συνέχισες να αναπνέεις κι εγώ συνέχισα να σε ακούω, έξυσα λίγο τις πληγές μου και μου είπες "νιώθω σαν να ματώνεις", σου απάντησα "νιώθω σαν να έχεις πιει πολύ και να μη ξέρεις τι λες" και μου είπες "Δεν ήξερα το πόσο μπορώ να αγαπήσω τον τρόπο που στερέωνες τα μαλλιά σου ή το σχήμα που έδινες στα φρύδια σου ", σου είπα "σε ξεερωτεύτηκα εκείνο το βράδυ και σε ξεαγάπησα" και σε ένιωθα να κυλάς στις πληγές μου σαν αίμα. Ήθελα να σε πονέσω. Ήταν ο μόνος τρόπος για να διαπιστώσω αν είσαι ακόμα ζωνταντός. Ξημέρωσε και έκλεισες. Ξημέρωσε και ξύπνησα κι εγώ. Αναρωτιόμουν αν σε ονειρεύτηκα απλά ή αν υπήρξες. Είχα μια αίσθηση εκφρασμένης εξήγησης μέσα μου. Άνοιξα το κινητό. "Είσαι το ίδιο όμορφη με τότε" είπες. Ποιος ξέρει πως με θυμάσαι.