Καφές, τσιγάρο και πάμε. Άραγε
θυμάσαι πως πίνω τον καφέ μου;
Καταλαβαίνω το Φθινόπωρο από την
βήχα μου. Φοράω μια μπλούζα με τρία πρόβατα κι ένα λύκο. Χρώματος πρώην μαύρου.
Ετοίμασα φθινοπωρινές δουλειές. Ξύλα για το τζάκι, τον τύπο που μου φέρνει τα
χαλιά, μια μικρή σόμπα αλογόνου. Πέρσι τέτοιον καιρό ετοίμαζα ταξίδι πολλαπλασιασμού.
Και μοναξιάς. Θυμάμαι το τρακάρισμα και
τον θόρυβο που έκανε στ’ αυτιά μου η μηχανή που έπεσε πάνω μου προσπερνώντας με
αντικανονικά. Φοβήθηκα κι έπιασα την
κοιλιά μου. Ένα χρόνο μετά πάρα δύο μέρες νιώθω πως επιτέλους μαλάκωσα. Μου
έφυγε ο θυμός. Και ο μισανθρωπισμός επίσης. Έγινα εκείνη η μελαγχολική σταγόνα
που κυλάει στα μάγουλα των τολμηρών που περπατούν αργά χωρίς ομπρέλα όταν
ρίχνει καρεκλοπόδαρα. Και των άτολμων που φοβούνται να κλάψουν…
.
...με
το γνωμικό μου
παρέα στο διπλανό κάθισμα.
«Η ζωή ξέρει….»