22.2.11

500-700 και βάλε

Και δηλαδή πόσοι πρέπει να είναι οι σφυγμοί ενός ενήλικα; Εξήντα με ογδόντα. Κι εγώ γιατί έχω εκατόν δέκα; Ερωτευμένη; Ναι… πολύ… με ρέγουλα κορίτσι μου…δε γίνεται... το ξέρω...
Καμιά φορά πνίγομαι. Νιώθω την καρδιά μου να χτυπάει στο στήθος μου και οι καλπασμοί της φαίνονται από το κολλητό ραντένιο μπλουζάκι μου που φοράω όταν θέλω να σε ερεθίσω.  Κι εσύ λείπεις. Κάπου ταξιδεύεις αλλά δε μπορώ να εντοπίσω το που. Η ώρα είναι λίγο πριν τις επτά, έξι και σαράντα εννιά για την ακρίβεια-και σιγά μην ήταν έξι και πενήντα- κι εγώ ακούω τραγούδια από χιλιόμετρα μακριά που ταξιδεύουν.
Η μουσική ροκάρει τρελά είναι καταμεσήμερο, έχω κλείσει τα πατζούρια είναι θεοσκότεινα αλλά όχι όπως τις άλλες φορές, σήμερα είναι αλλιώς- μη με ρωτάς πως αλλιώς ξέρεις εσύ- δε βλέπω πέρα από τη σκιά μου, χορεύω, ιδρώνω, μέχρι και τα μάτια μου ιδρώνουν και ας λέω ψέματα αυτή τη στιγμή-ναι,ναι ξέρεις εσύ-.Η μουσική γίνεται εντονότερη, οι ρυθμοί μου ακόμα περισσότερο, η καρδιά μου διαμαρτύρεται αλλά εγώ πεισματικά σε σένα καρδιά μου θα λείψω. Και θα κρυφτώ καλά να μη με βρεις πάρα μόνο αν το θελήσω. Κρύβομαι από τα μάτια μου και οι κόρες μου διαστέλλονται και με ψάχνουν αλλά ο εαυτός μου ξέρει να ξεγλιστρά χωρίς ίχνος. Φοβήθηκα για μια στιγμή τις πατημασιές στα αίματα, αλλά είναι καλά εκπαιδευμένος, δεν αφήνει ίχνη, όχι δεν αφήνει, χάνεται, κρύβεται, δεν αφήνει ίχνη, όχι δεν αφήνει.
Το μόνο φως που είναι αναμμένο είναι εκείνο του απορροφητήρα και  αναρωτιέμαι πως γράφω χωρίς μάτια. Τα δάχτυλα ψηλαφούν τα γράμματα από το αλφάβητο των τυφλών γιατί ξέρεις τι λένε για τους Εραστές και τις Ερωμένες. Κι εσύ ακόμα λείπεις, ένας καφές, δυο φίλοι, ένας φίλος και μια φίλη ένας φίλος και μια Φίλη, ένας φίλος και μια Ερωμένη και ούτω καθεξής. Σήμερα ο Δημήτρης έχασε τη δουλειά του
Μου έρχεται μια έντονη μυρωδιά από το φαγητό της κουζίνας και δε ξέρω αν, δε ξέρω αν καίγεται και ξαφνικά τεντώνω το μπλουζάκι μου και φαίνεται το στήθος μου το αριστερό και μυρίζω την καρδιά μου. Το βάζω στη χούφτα μου, στη φούχτα μου που έλεγε και η προγιαγιά μου, κλείνω τα μάτια μου και τα ανοίγω πάλι με δύναμη για να μη προλάβεις να καταλάβεις πως σε σκέφτηκα. Ταξιδεύω ανάμεσα στο τώρα και το πριν και δε μπορώ να καταλάβω, δε μπορώ να καταλάβω, πόση απόσταση απέχει το ένα από το άλλο και πόση άραγε ταχύτητα πρέπει να αναπτύξεις για  βρεθείς από το καφέ της γωνίας μέχρι μέσα μου; Και πόσα διόδια πρέπει να πληρώσεις για το κορμί μου; Και πιο το κόστος της ζωής που θα ξοδέψεις; Και θα το κάνεις για να μείνεις βαθιά μου; Θα το κάνεις… έστω και για χάρη μου για να γευτώ τον ιδρώτα σου που νομίζω πως έχω αιώνες να κολλήσω στον ουρανίσκο μου. Και απόψε που θα ‘ρθεις θα με θες; Θα με θες όπως προχτές; Το χτες δε στρέχει. Μη ρωτάς γιατί. Γιατί έτσι θέλω. Έτσι κάνουν τα κορίτσια
Και η ώρα είναι μάντεψε. Ξέρω πως μπορείς και μαντεύεις. Ξέρω πως μαντεύεις ακόμα και τη σκέψη μου αυτή τη στιγμή. Τελείωνε με τον καφέ με τη Φίλη και τον φίλο σου. Περιμένω δυο ζωές να επιστρέψεις σε μένα. Και ω, θεέ μου, πόσο τρέμω μη τυχών και δε το κάνεις…….