30.3.09



Μου αρέσουν τα σπίτια με μεγάλα παράθυρα. Αισθάνομαι τυχερή που σήμερα ξύπνησα μέσα σε ένα τέτοιο. Και για σήμερα αυτό είναι το σπίτι μου. όχι μόνο σήμερα. Για τις επόμενες σχεδόν δύο βδομάδες….
Δεν έκανα και πολλά. Έπλυνα τα πιάτα κι έστρωσα το κρεβάτι. Αυτά μόνο. Μέχρι πριν από λίγο καθόμουν μπροστά στο τζάκι και σκάλιζα τα κάρβουνα για να μη σβήσει η φωτιά. Επίσης μου αρέσει και η ηρεμία σ’ αυτό το σπίτι. Μου αρέσει που έχω ανοιχτά τα πατζούρια και κυκλοφορώ γυμνή. Γυμνή ακόμα και από σκέψεις.
Μίλησα με τη μάνα πριν λίγο. Πήρε να μάθει νέα μου, λέει. Μα εγώ δεν έχω νέα να της πω. Είμαι ευτυχισμένη εδώ και πάρα πολύ καιρό.
Συγκεντρώνω την αναπνοή μου στο ‘‘τικ-τακ’’ του ρολογιού του τοίχου. Είναι το μόνο χρήσιμο που μπορεί να κάνει νομίζω. Με βοηθάει να συγκεντρώνομαι. Συγκεντρώνω και το βλέμμα μου στη φωτιά. Αποκοιμιέμαι για λίγο…

Δευτέρα πρωί 16/03/09

Μου αρέσει να σκαλίζω τη φωτιά. Δεν έτυχε ως τώρα να βρεθώ ποτέ σε δωμάτιο με τζάκι και δε το καταλάβαινα. Μου αρέσει να σκαλίζω τα ξύλα και να κοιτώ τα κάρβουνα που μοιάζουν με μικρές πυγολαμπίδες που αναβοσβήνουν χωρίς ποτέ να σβήνουν εντελώς. Σκαλίζω. Λες και ψάχνω ξεχασμένες αναμνήσεις. Σκαλίζω. Λες και σκαλίζω τη ψυχή μου. Οι σκέψεις μου κυριαρχούν με σκέψεις το μυαλό μου. Μα εδώ και λίγη ώρα σώπασαν κι αυτές.
Είναι δύσκολο να γράφεις σε τετράδιο μ’ ένα στυλό που δε σε βολεύει καθόλου στο γράψιμο πάνω στο γόνατο.

Τρίτη μεσημεράκι 17/03/09

Μου αρέσουν τα σπίτια με παράθυρο. Το ξέρω πως το ξέρεις. Σου το είπα και χτες. Ή προχτές. Δε θυμάμαι και βαριέμαι να γυρίζω πίσω τις σελίδες της γραμμένης μου ζωής. Μου αρέσει να ξυπνώ το πρωί, να ανοίγω τα πατζούρια και να γεμίζει με φως το δωμάτιο. Δε μου αρέσουν οι λάμπες. Μου τη σπάνε. Νιώθω πως κάνω το χρέος μου απέναντι στην αίσθηση της όρασής μου λες και ο ήλιος έχεις σβήσει και ψάχνω με κάτι να φωτίσω τη στιγμή.
Μου αρέσει να γράφω με μολύβι τελικά. Μπορώ να σβήσω και να ξαναγράψω χωρίς να φαίνεται η διόρθωση. Κλέβω τις σκέψεις μου και κάνω ζαβολιά. Έτσι είμαι πάντα εγώ κερδισμένη. Όχι, δε θέλω να κερδίζω πάντα σαν κακομαθημένη πιτσιρίκα. Αλλά ποιος παίζει για να χάσει; Ναι, σημασία έχει το παιγνίδι. Αλλά εγώ και ο εαυτός μου έχουμε κάνει άλλη συμφωνία. Ας το. Παλιά ιστορία. Τόσο όσο και η ζωή μου. Που να σου εξηγώ…
Η βροχή στο Πόρτο Ράφτη μου αρέσει κι αυτή. Έχει άλλη μυρωδιά, άλλο ήχο. Το μάτι μου πέφτει σ’ ένα δάσος και εισχωρώ μέσα σε αυτό. Θα ήθελα να μπω και να χαθώ στο δάσος, αλλά δεν είμαι σίγουρη αν θέλω να μάθω πόσο βαθιά είναι και μέχρι που φτάνει η λαγουδότρυπα που εξερευνώ. Όχι. Δεν είμαι η Αλίκη. Είμαι αυτή που είμαι κι έχω τη δική μου λαγουδότρυπα. Αν πάντως το τολμήσεις, είμαι πρόθυμη να σου δείξω μέχρι το σημείο που έχω φτάσει. Θα είναι το μυστικό μας όμως. Δικό σου και δικό μου.
Μου αρέσουν τα φαρδιά και ριχτά φορέματα. Αισθάνομαι ελεύθερη μέσα σε αυτά. Ξέρεις ποια λέω. Εκείνα που δεν έχουν ραφές. Εκείνα που μπορώ να καθήσω με τα πόδια ανοιχτά και να μη φαίνεται το βρακί μου. όχι πως έχω πρόβλημα με το βρακί μου, σιγά. Για τις ματιές των άλλων λέω. Ούτε και με αυτές έχω βέβαια πρόβλημα. Ας κοιτάζουν όσο θέλουν. Αλλά, να. Αφού είναι εύκολο για ‘μένα να μη φέρνω κάποιον σε δύσκολη θέση, γιατί να μη το κάνω;
Βαριέμαι σήμερα. Πέρασα τις πρώτες στιγμές βαρεμάρας μου μπροστά στο τζάκι. Κοιτούσα τις φλόγες που έγλυφαν τα πυρότουβλα και τη φωτιά που κατασπάραζε τα ξύλα. Κοιτούσα και χανόμουνα. Άφηνα τη φωτιά να κάψει τη βαρεμάρα μου. Μόλις εκείνη έγινε στάχτη φύσηξα και τη σκόρπισα στο σαλόνι. Τώρα παντού έχει απλωθεί η ανία μου. Ακόμη και πάνω στο τετράδιό μου. Ας είναι. Φτάνει που τη ξεφορτώθηκα. Σηκώνομαι να κάνω ένα ποτήρι ζεστό καφέ. Δε πειράζει που η ανία μου απλώθηκε. Αύριο θα βάλω σκούπα...

Τετάρτη 18/03/09 πρωί.

Επίσης μου αρέσει το παιγνίδι του ήλιου και του σύννεφου. Ο κύριος Ήλιος κάθεται καμαρωτός κάθε μέρα έξω από το παράθυρό μου και περιμένει να ανοίξω τα πατζούρια για να μπει να πιούμε μαζί καφέ. Μα σήμερα ο κύριος Σύννεφο έχει όρεξη για παιγνίδι κρυφτού.
Σε περίπου έξι ώρες κλείνω μια βδομάδα εδώ πέρα. Πέρασαν γρήγορα οι μέρες, νομίζω. Χωρίς να διαμαρτύρομαι έντονα για τη μοναξιά μου, μου τη βαράει καμιά φορά. Κι εσύ, νομίζω, κάτι έχεις αλλάξει πάνω σου. Δε ξέρω αν είναι καλό ή κακό. Δε ξέρω αν είναι όμορφο ή άσχημο. Ίσως μπορέσω να σου πω αύριο. Την ώρα που θα πηγαίνουμε στο Ναύπλιο.
Βαριέμαι τα ψηλά τακούνια στις μπότες. Κι εσύ θες να μου αγοράσεις ένα ζευγάρι ακόμα. Το σκέφτομαι. Μπορεί και να δεχτώ στο τέλος. Άλλωστε λεφτά έχουμε. Τώρα που είπα λεφτά, κρέμα χεριών αγόρασες;
Τη τηλεόραση είναι μια τεράστια χωματερή. Θα πετούσα ευχαρίστως το κουτάκι της light coca cola μου αλλά θα το στείλω στην ανακύκλωση. Η ώρα είναι 14.48 κι έχω άλλες δυο ώρες και δέκα λεπτά μέχρι να ελπίζω να σε δω.
Λέω να στρίψω ένα τσιγάρο να βγω στην αυλή να το καπνίσω. Φυσάει. Και ο καπνός μου σκορπίζεται γρήγορα. Πριν προλάβει να περάσει τα κάγκελα της αυλής, έχει πάψει να έχει προσωπικότητα…

Παρασκευή καταμεσήμερο 20/03/09