Σε είδα να πεθαίνεις ξαπλωμένος στην άκρη του δρόμου λίγο μετά τα μεσάνυχτα. Δεν ήμουν σίγουρη αρχικά αν πέθαινες ή κοιμόσουν. Σταμάτησα. ‘‘ Είσαι καλά;’’ Σε ρώτησα. Δεν απάντησες. Τα μάτια σου ικέτευαν να σε σκοτώσω μα δεν μπορούσα, δε ξέρω πώς να το κάνω αυτό. Ούρλιαζες, χτυπούσες τα δόντια σου, το κορμί σου έτρεμε σπασμωδικά έβγαζες τα σωθικά σου, έκλαιγες από πόνο και φόβο. Δεν ήξερα πώς να σε βοηθήσω. Έκλαιγα γύρω στις δωδεκάμισι μετά τα μεσάνυχτα. Ήμουν λυπημένη και πανικόβλητη. Δεν ήξερα πώς να σε βοηθήσω. Έβαλα τα χέρια μου πάνω στην κοιλιά σου. Άρχισες να σπαρταράς. Άρχισα να κλαίω με φωνή. ‘‘Αφήσου’’… σε ικέτευα να πεθάνεις…. Λίγο μετά που πέθανες έβαλα μπρος κι έφυγα παρέα με ένα μεγάλο ερωτηματικό στη θέση που καταλαμβάνουν οι κόρες των ματιών μου…