20.5.11

Πίτσα

Μη διαμαρτύρεσαι που βρέχει συνέχεια.. ο Μάης είναι ο μήνας των βροχών εκείνων που ξεπλένουν τη ζωή από τον θάνατο. Σήμερα έχει λίγο κρύο. Λίγο περισσότερο από προχτές που περπατούσα ξυπόλυτη στα πλακάκια. Ανέβηκα στη σοφίτα και χρειάστηκα κουβέρτα ή ζακέτα για να καθίσω εκεί πάνω τις στιγμές μου.
Αύριο θα πάω να αγοράσω καινούρια εσώρουχα. Μάλλον. Να μη ξεχάσω να πάρω νες καφέ γιατί τελειώνουν τα αποθέματα μου και σε λίγο θα αρχίσω να νιώθω ανασφαλής.
-Ένα σουτιέν D, μάλλον τριάρι, κι έναν νες γκόλντ μπλέντ παρακαλώ…
Είμαι χαρούμενη. Κι ας μη φαίνεται στον τρόπο που το εκφράζω. Η χρόνια κατάθλιψη της έκφρασης έγινε παθολογική και πρέπει να πέσουν πάνω της, πάνω από μερικά τρισεκατομμύρια τόνους βροχής να την ξεπλένουν… να φύγει να καθαρίσει να γίνει έγχρωμη κι έπειτα να καθίσω πάνω στα πορτοκαλί καλοκαιρινά ριχτάρια και να το απολαύσω σαν μανταρίνι. Να γίνω πιο πορτοκαλί κι έτσι να νομίζεις πως είμαι το πιο ζουμερό από όλα και να με διαλέξεις. Να με βάλεις στον πιο εξελιγμένο σουπερ ντούπερ αποχυμωτή να με στύψεις να πιεις τους χυμούς μου. Κι εγώ τώρα που καλοκαιριάζει θα ξεδιψώ κάθε κύτταρο του οισοφάγου σου˙ υπόσχομαι.
Μέχρι το τέλος του μήνα ελπίζω να μπορώ να φορέσω σανδάλια. Σήμερα έκανα την επανάστασή μου και κάθομαι στο μπαλκόνι την ώρα που βραδιάζει και γράφω και αυτό έχω να το κάνω από πέρσι το καλοκαίρι κι ενώ λατρεύω να βρίσκομαι εδώ δε ξέρω τι με πιάνει και το κάνω μία στην αρχή του καλοκαιριού και μία στο τέλος αυτού. Χτες το βράδυ δε φόρεσα καλτσάκια και πάγωσαν τα πόδια μου και σήμερα αποφάσισα να βάλω κασκόλ και σκούφο και κάηκε το δέρμα μου στους είκοσι οκτώ βαθμούς κελσίου κι έχασα την αίσθησή μου. Σήμερα ανησύχησα μέχρι τον επόμενο γαλαξία και η μισή μου ψυχή ταξιδεύει ακόμα εκεί κι εγώ περιμένω καρτερικά να επιστρέψει στο σώμα μου για να μη νιώθω μισή. Έπλυνα τα πιάτα, μάζεψα ρούχα, άπλωσα ρούχα, έπλυνα άλλα ρούχα, που πρέπει επίσης να τα απλώσω, αλλα το χειρότερο είναι το σιδέρωμα. Σιδερώνω σπάνια κι έτσι σιδερώνω για ώρες τόσες που ο εαυτός μου δικαιούται μισό ένσημο αλλά δε του το κολλάω ποτέ γιατί μαζί με τις πετσέτες και τα σεντόνια, λίγο πριν φτάσω στα βρακιά σιδερώνω και τα δάχτυλά μου και πονάω και όχι, ο εαυτός μου μετά από αυτό δε δικαιούται ένσημο. Φυσάει ελαφρώς, και ανατριχιάζω βαρέως κι έχω μια αίσθηση πως κάποιος πειράζει τον σπόνδυλο χαμηλά στη μέση μου και δε ξέρω αν τελικά ανατριχιάζω από τον αέρα. Η ώρα πλησιάζει εννιά είναι τρία λεπτά πριν τις εννιά, σε λίγο θα τελειώσουν οι ειδήσεις και η πιο βαρετή στιγμή της τηλεόρασης θα μεταφερθεί σε άλλο κανάλι να μιζεριάσει. Εντάξει, όχι πως με αφορά και τελικά χτες που βγήκα για καμιά ωρίτσα με την Κατερίνα, που τελικά έγιναν τέσσερις οι ώρες, είδα λίγο αλλιώς τον κόσμο και τελικά έπιασα τον εαυτό μου να τον αφορούν όσα δε τον αφορούσαν και ένιωσα λίγη θλίψη. Ανάλυση και ψυχανάλυση σε κάθε στιγμή. Πάντα τη σωστή…
Τα λουλούδια στο μπαλκόνι μου ικέτευαν για νερό κι εγώ δεν είχα ακούσει τον λυγμό τους. Και σήμερα τα πότισα χορταστικά κι εκείνα δε μου θύμωσαν που φορούσα ωτοασπίδες στις ικεσίες τους. Αντίθετα μου σήκωσαν και πάλι τα φύλλα τους και σκέφτηκα πως θα μπορούσα να τα είχα σκοτώσει αλλά εκείνα με ευχαρίστησαν και με ευγνωμόνησαν με το άρωμά τους. Διαφορετικά πλάσματα από οποιαδήποτε άλλα. Χαϊδευτά και χαϊδεμένα. Και η μπουκαμβίλια αναρριχάται ασταμάτητα και πάνω που έλεγες πως το γιασεμί μας πέθανε εκείνο έβγαλε φύλο για να σου πει πως τίποτα δε πεθαίνει τόσο εύκολα μόνο και μόνο επειδή φαίνεται να μαραζώνει. Πήρες το μάθημα από το γιασεμί άραγε; Εγώ ναι. Κι επιμένω να σπαταλώ απλόχερα τον χρόνο μου τόσο απολαυστικά στις επίμονες εμμονές μου και τελικά εκείνος μου κάνει τη χάρη και μερικές φορές κυλάει πιο γρήγορα προς τις επιθυμίες μου.
Σκοτείνιασε για τα καλά στον κόσμο μου και το φως στο μπαλκόνι είναι χαμηλά και βλέπω μόνο τις σκιές των δακτύλων μου. Έχω δύο μελωδίες τώρα πια, μια μεταλλική και μια ξύλινη για να μου θυμίζουν πως ο αέρας σουλατσάρει στο μπαλκόνι μου και αν συμπεριλάβω και τη μελωδία του πουλιού που εδώ και δύο χρόνια ψάχνω να βρω ποιό πουλί μπορεί να μου χαρίσει τόση ηρεμία τότε έχω ένα υπέροχο τρίφωνο για παρέα κι έτσι δεν είμαι μόνη κι έτσι μπορώ και μου γράφω με μουσική. Μπορώ να αυτοαναλύομαι με τις ώρες όταν είμαι μόνη μου, να τεμαχίζω σε μικρά κομμάτια την εικόνα μου κι έπειτα να φτιάχνω έναν καινούριο εαυτό καλύτερο από τον προηγούμενο γιατί πετάω μερικά κομμάτια και φτιάχνω μερικά άλλα από λιγότερο ευτελή ύλη μέχρι την επόμενη αναθεώρηση. Μέχρι τον επόμενο τεμαχισμό του εαυτού. Τώρα καταλαβαίνω γιατί ποτέ δε μου απαντούσες όταν σε ρωτούσα αν με ξέρεις. Δε με ξέρεις, Ούτε εγώ με ξέρω. Είμαστε γνωστοί μα πάντα αλλάζουμε κι έτσι ποτέ δεν είμαστε οι ίδιοι με πριν οπότε δε μπορεί κανείς να ξέρει κανέναν. Πόσο χαζή είμαι τελικά! Και μετά κατηγορώ εσένα για χαζομάρα. Τόσο ανόητη που επέμενα πάντα στην ίδια ερώτηση
-Με ξέρεις;
ενώ ποτέ δεν απαντούσες. Μόνο χαμογελούσες. Την επόμενη φορά θα σε ρωτήσω αν με γνωρίζεις κι επειτα αν με αναγνωρίζεις. Και μέσα στο πέρασμα των αιώνων θα πάρω την απάντηση έστω και σε μορφή ερώτησης. Σε αφήνω να μάθεις τόσο απροκάλυπτα τη ζωή μου… τον καπνό που ρουφάω, τον καφέ που πίνω, πώς τον πίνω, που καμιά φορά αναρωτιέμαι, με γνωρίζεις όντως άραγε; Ή κι εγώ είμαι μια περιγραφή που εντρυφώ στο κεφάλι σου κι εσύ απολαυστικά υιοθετείς την εικόνα μου και πιστεύεις πως με γνωρίζεις;
Η ώρα κυλάει προς το ‘‘παρά’’ και ακόμα να φανείς αλλά δικαιούσαι πολλούς τόνους ευχάριστων στιγμών. Δε ξέρω κατά πόσο ένας άνθρωπος μπορεί να μερημνήσει έτσι ώστε να περνάει ο άλλος πάντα καλά, και αν τελικά συμβαίνει, δε ξέρω κατά πόσο ο ίδιος ο άνθρωπος που χαρίζει απλόχερα όλα όσα θέλει ο άλλος είναι εκείνος καλά. Πειράζει που πιστεύω ακόμα πως η ευτυχία πηγάζει από μέσα μας; Πειράζει που ακόμα πιστεύω πως θα έπρεπε να είμαστε αυτάρκης σε όλους τους τομείς ακόμα και στην ευτυχία; Είναι εγωιστικό; Είναι όλα τόσο κουβαριασμένα;

Λέω να κοιμηθώ από μέσα σήμερα
και η  μάνα
έχει αυριο γιορτή στην Πόπη

15.5.11

Ποτήρι με νερό

Τι να σου πω και τι ν’ αφήσω… από πού να σε πιάσω για να πιαστώ ; Και αν το κάνω τι;
‘’Σε άκουσα να μου τραγουδάς…’’ μου είπες και νομίζω πως αποκοιμήθηκες λίγο από την αριστερή πλευρά του κορμιού σου. Πέρασαν λίγο οι στιγμές που μπλέχτηκες ανάμεσα στις βλεφαρίδες και τα όνειρά σου κι ύστερα ‘’γουργούρισες’’ δυσαρεστημένος και αποσύρθηκες πάλι στη σιωπή σου..
Θέλω να κατεβάσω ρολά λόγω πτώχευσης. Δεν έχω άλλες λέξεις όσες είχα τις χρησιμοποίησα μέσα σε μια βδομάδα όλες. Μου λες πως δε θες να το κάνω και ποτέ δε σου απαντώ, η αλήθεια είναι πως ούτε κι εγώ είμαι έτοιμη αλλά νομίζω πως η αλήθεια βρίσκεται κάπου μέσα σε αυτές τις κινήσεις. Τα μάτια μου τσούζουν από τη νύστα, πεθύμησα εκείνες τις εφημερίες που το τηλέφωνο δε χτυπούσε ποτέ μετά τις δώδεκα και είχα το πλεονέκτημα ακόμα και το να δω εκατομμύρια όνειρα! Τώρα δεν έχω όνειρα. Μόνο εικόνες. Εικόνες τοποθετημένα μπερδεμένες μεταξύ τους που πρέπει εγώ να τις βάλω στη σειρά, πρώτα αλφαβητικά κι έπειτα με συνοχή.
Σήμερα αισθάνομαι Δυνατή με μια δύναμη να πηγάζει από το στομάχι μου. Θυμάσαι που σου είπα πως μπορώ να ζήσω σε έναν βράχο; Μπορώ. Σήμερα μπορώ. Θα ήθελα να μπορώ και αύριο. Αυτή είναι η σημερινή ευχή μου. Λυπάμαι αν με θεώρησες λίγη, λυπάμαι αν όντως ήμουν. Λυπάμαι αν γκρεμίζω αλλά είμαι της άποψης πως αν δε γκρεμίσεις δε μπορείς να αναδομήσεις. Λυπάμαι αν πέφτω, αλλά πιστεύω πως πέφτω για να μπορέσω να σηκωθώ ξανά. Αυτοκαταστροφικό; Μπορεί. Μα πιο πολύ λυπάμαι που μου ζήτησες να ζήσω τη ζωούλα μου στη Γη  ενώ εδώ και χρόνια  αιωρούμαι στο Σύμπαν.
-Κλεισμένη ή αποκλεισμένη σε έναν κόσμο αλλότριο, ψάχνοντας στα σοκάκια του αιθεροβατώντας...
Έτσι είμαι, κι έτσι αγάπησα κι αγαπήθηκα. Από πάντα. Και το πάντα μου το τοποθετώ στην ημερομηνία που αυτοκτόνησα ευτυχισμένη για να γεννηθώ ξανά. Τότε που αποφάσισα πως η ζωούλα δεν είναι για μένα, γιατί εγώ θέλω τη Ζωή. Να τη ρουφάω με το μπουρί της παλιάς της σόμπας στο καθιστικό της γιαγιάς. Δεν έχω πρόβλημα με κανέναν. Ούτε με εκείνους που ζουν τη ζωούλα τους. Ο καθένας κάνει αυτό που του ταιριάζει κι αυτό που αγαπάει. Ο καθένας κάνει αυτό που επιλέγει στο κάτω κάτω. Το πρόβλημα μου είναι ΜΟΝΟ όταν ο καθένας προσπαθεί να μου δείξει κάτι άλλο να κάνω από αυτό που εμένα μου ταιριάζει, από αυτό που εγώ αγαπάω, από αυτό που εγώ επέλεξα συνειδητά στο κάτω κάτω. Ζήτησα ποτέ από κανέναν να αλλάξει; Ζήτησα ποτέ από κανέναν να κάνει αυτό που θέλω εγώ; Ζήτησα ποτέ από κανέναν να ζήσει έτσι όπως με βολεύει –μαμά-; Όσους αγάπησα τους αγάπησα έτσι όπως είναι. Και αυτό όχι γιατί είμαι η καλή, όοοοχι,  επειδή έτσι διεκδικώ το δικαίωμα μου να με αφήσετε να ζήσω όπως θέλω, να με αγαπήσετε έτσι όπως είμαι κι όχι έτσι όπως φαντάζεστε πως είμαι ή έτσι όπως θα θέλατε να είμαι, κι αν δε σας κάνω απλά γυρίστε μου την πλάτη και χωρίς παρεξήγηση, και πάλι φίλοι. Όπως κι εγώ γύρισα την πλάτη μου κατά καιρούς.
-Ζήσε απλά….
Κι εγώ ζω τόσο απλά, μα τόσο απλά που αυτό με κάνει τόσο δύσκολο άνθρωπο! Και μου φαίνεται τόσο σύνθετος ο τρόπος που μου ζητάς να ζήσω που ξέρω πως θα φυλακιστώ. Κάποιοι με διάλεξαν. Κάποιοι με απέρριψαν. Κάποιοι με σιχάθηκαν. Κάποιοι με ερωτεύτηκαν. Κάποιοι με αγάπησαν. Για κάποιους έγινα η ζωή τους. Κάποιοι μου γύρισαν την πλάτη. Κάποιοι με έβρισαν. Αλλά όλοι γι αυτό που είμαι. Και είμαι ευγνώμων για όλους. Γιατί από όλους πήρα και κάτι. Γιατί σε όλους έδωσα κάτι.
Είμαι περίεργή; Είμαι παράξενη; Είμαι ειλικρινής. Όσα λέω στη θεωρία έχω τ’ αρχίδια στην ψυχή μου να το κάνω πράξη. Ακόμα και τα πιο δύσκολα, ακόμα και εκείνα που ‘‘δε με συμφέρουν’’. Συγνώμη, εκ των προτέρων, που ίσως σε ενοχλήσω, αλλά όσους που άλλα πιστεύουν, άλλα λένε και άλλα πράττουν ανάλογα με τις συνθήκες, τους θεωρώ λίγο πιο ψεύτικους από εκείνους που δηλώνουν ψεύτες. Είμαι δυνατή μέσα από το στομάχι μου. Και αυτό θέλω να το διατηρήσω. Από αύριο ξεκινάω γενική καθαριότητα στο σπίτι. Θα αλλάξω νερό στο ενυδρείο. Ίσως αρχίσω να μαζεύω τα χαλιά. Θα καθαρίσω το τζάκι από τις στάχτες. Επιτέλους θα καπνίσω λιγότερο. Θα υποσχεθώ πως δε θα μείνω ξανά από καπνό γιατί τα τσιγάρα μου γαμάνε το λαιμό. Χμμμμ… πολλά ‘‘Θα’’ μαζεύτηκαν. Αλλα τα ‘χω. Τα καταφέρνω μια χαρά. Και αύριο ελπίζω να μην αναθεωρήσω. Κάνε μου τη χάρη κοπελιά… μην αναθεωρήσω. Δε γουστάρω να κλαίγομαι. Δε μου ταιριάζει. Δεν είμαι εγώ…
Διαφωνώ με ό,τι λες αλλά θα υπερασπιστώ μέχρι θανάτου το δικαίωμά σου να το λες. Βολταίρος




12.5.11

-Αλήθεια; -Αλήθεια...

Ένα, δύο, τρία τέσσερα, πέντε κάγκελα.
Έξι, επτά, οκτώ, εννιά, δέκα κάγκελα.
Έντεκα, δώδεκα δεκατρία, δεκατέσσερα, δεκαπέντε κάγκελα.
Δεκαέξι, δεκαεπτά, δεκαοκτώ, δεκαεννιά, είκοσι κάγκελα.
Εικοσιένα, είκοσι δύο, είκοσι τρία, είκοσι τέσσερα, είκοσι πέντε κάγκελα.
Είκοσι έξι, είκοσι επτά, είκοσι οκτώ, είκοσι εννιά, τριάντα κάγκελα.
Τριάντα ένα, τριάντα δύο, τριάντα τρία, τριάντα τέσσερα, τριάντα πέντε κάγκελα.
Τριάντα έξι, τριάντα επτά, τριάντα οκτώ, τριάντα εννιά, σαράντα κάγκελα.
Σαράντα ένα, σαράντα δύο σαράντα τρία…………
Πόσα κάγκελα χρειάζονται για να χτιστεί μια φυλακή;

Έζησα σε παράλληλο Σύμπαν. Το εξακόσια δεκατέσσερα πέθανα πριν γεννηθώ από μαχαιριά στην κοιλιά της μάνας. Και από τότε ζητώ την ελευθερία μου. Τυχαία ημερομηνία. Τυχαίο γεγονός. Τυχαία αναφορά. Δε ξέρω καν να υπάρχει. Τρεις γουλιές. Κι αυτό τυχαίο. Μόνο οι συναντήσεις των ανθρώπων δεν είναι τυχαίες. Δε πιστεύω στην τύχη. Απλά αναφέρομαι σε αυτή χάριν συνεννόησης.
Ψέματα. Πνιγηρά και ασφυκτικά ψέματα. Από εκείνα που δε ξέρεις καμιά φορά να χειριστείς γιατί δεν είσαι επαγγελματίας και στη δουλειά σου αποτυγχάνεις. Αλήθειες. Επώδυνες και κρυστάλλινες. Οι κρύσταλλοι κόβουν σαν νυστέρι. Με χειρουργική ακρίβεια σου κόβουν την ψυχή, σου την τεμαχίζουν κι έπειτα ζητάνε ένα vicryl οχτάρι για τα ράμματα. Γερή κλωστή. Γερή και αποτελεσματική. Ααααααα.. όλα κι όλα. Αν ραφτείς με αυτή δε σπας ποτέ. Μόνο που είσαι γεμάτη κόμπους. Που όταν ακουμπάνε σε άλλους κόμπους από ράμματα πονάνε και σου θυμίζουν τη ψυχική λοβοτομή. Μου ζήτησες αρχικά να είμαι ειλικρινής. Έπειτα μου ζήτησες να μη κρύβομαι. Μετά μου ζήτησες να πάρω αποφάσεις. Και τέλος μου ζήτησες να θυσιαστώ. Κι εγώ σου είπα σήμερα πως την τελευταία φορά στη ζωή μου που αποφάσισα να κάνω αυτό που θέλουν οι άλλοι και όχι αυτό που ήθελα να κάνω εγώ, εκτρώθηκα κι από τότε δε συγχώρεσα ούτε εμένα που υπέκυψα στον εκβιασμό ούτε τον εκβιαστή μου. Δέκα χρόνια μετά. Επίσης είχα αποφασίσει πως θα είναι η τελευταία φορά που πρώτα όλοι οι άλλοι. Συγνώμη. Έτυχες σε λάθος εποχή. Ίσως έπρεπε να σε γνωρίσω πριν το δύο χιλιάδες τρία τότε που ήμουν εργοστάσιο ευτυχίας των άλλων μέσα στη μαύρη δυστυχία μου. Τότε ίσως θα σου έδινα όλα όσα ζητάς. Από τότε τρέχω να κερδίσω τον καιρό που έχασα μέσα στο κόμπλεξ να τα έχω καλά με όλους. Και από τότε κυνηγάω τα απωθημένα μου που βγήκαν στην επιφάνεια με φωνή διεκδικώντας την υπόστασή τους. Στην αρχή τα κυνηγούσα με βαμβάκι στο χέρι για να το χώσω στο στόμα τους να μη τα ακούω. Στη συνέχεια και λίγο παρακάτω ξεκίνησα να ζω. Και όπως σου είπα χτες, είναι λογαριασμένο όταν θα πεθάνω να έχω δέκα εκατομμύρια απωθημένα λιγότερα από τους άλλους και αν βρω μαγική συνταγή να μακρύνω τα δάχτυλά μου θα μάθω ακόμα και πιάνο. Δε πιστεύεις; Αλήθεια σου λέω.
Είναι Μάης. Στα μέσα του. Κι εγώ φοράω πλεκτή μπλούζα κι άναψα και το τζάκι. Και ξύλα γιοκ. Τα τελευταία θα καούν απόψε χωρίς λύπη που είναι τα τελευταία. Βρέχει λίγο, βρέχει πολύ, βρέχει ασταμάτητα, βρέχει κι αναβρέχει. Ήλιος και σύννεφα σουλατσάρουν στον ουρανό του μπαλκονιού και προσπερνά ο μεν τα δε και το αντίστροφο με παράνομες κι επικίνδυνες δεξιές προσπεράσεις. Μια ζωή στο ρίσκο.
Ο πόνος φέρνει θυμό, ο θυμός οργή και η οργή όλεθρο. Σήμερα τα έχωσα για τα καλά σε άπαντες και αποφάσισα πως δε θα ανήκω στο γένος των ανθρώπων γιατί καμιά φορά νιώθω να τους μισώ. Μερικές φορές νομίζω πως γεννήθηκα με εκείνη τη ρυτίδα ανάμεσα στα φρύδια μου. Αποφάσισα να είμαι πλάσμα της Γης και να κινούμαι με τη φορά του αέρα. Βήχω από αντίδραση, νιώθω πως κάτι έχει σκαλώσει στον λαιμό μου και πιθανολογώ πως είναι λέξεις. Θέλω να τις ξεράσω όπως την περασμένη βδομάδα που έκανα εμετό σε ένα στενό κάπου στο Ναύπλιο. Όταν καταπίνεις λέξεις είναι σαν να καταπίνεις τα υγρά από το στομάχι σου. Σου καίνε τον οισοφάγο κι έπειτα σου γαμάνε το πεπτικό σύστημα. Ενίοτε και το αναπνευστικό γιατί καμιά φορά σου κάθονται στο λαιμό και σου κόβουν την ανάσα κι ασφυκτιάς και χτυπάς τα πόδια σου στο πάτωμα να κάνεις θόρυβο για να σε προσέξουν μια που δε μπορείς να ουρλιάξεις. Πιάνεις το λαιμό σου, στα μάτια σου σπάνε τα αγγεία, τρέχουν δάκρυα πανικού και λίγο πριν αφεθείς παραδίνεσαι, χαμογελάς, και πεθαίνεις. Ή ξερνάς τις λέξεις όπου βρεις και ζεις με μερικά πτώματα δίπλα σου από την εκπυρσοκρότηση αυτών…
Ναι. Φταίω. Αν τον Έρωτα τον επιλέγουμε εμείς, φταίω. Αν είναι επιλογή μας ή όχι να μας συμβεί, φταίω. Αν μπορούμε να πούμε ‘‘Αααα… όχι… φύγε… τώρα δε μπορώ, έλα αργότερα που ίσως είμαι πιο διαθέσιμη. Α! Και όταν έρθεις Κυρ- Έρωτα να είναι και ο κατάλληλος, ε; όχι ό,τι να ‘ναι!’’ τότε ναι. Φταίω. Είμαι η πιο φριχτή φταίχτρα του κόσμου. Η πιο φριχτή, η πιο φταίχτρα και η πιο ειλικρινής φριχτή φταίχτρα που θα έχεις γνωρίσει ποτέ σου… Με στρίμωξες. Αλλά στα είπα όλα. Ακόμα κι εκείνα που δεν ήμουν στριμωγμένη όταν τα ξεστόμιζα…

7.5.11

Βόλτα

Θέλω να απαλλοτριωθώ, να αποζημιωθώ με σκοπό να χαριστώ. Η Αθήνα τη νύχτα από ψηλά μοιάζει με πύρινο ποτάμι λάβας και οι δρόμοι της μοιάζουν με δρόμους φωτιάς που κυλούν και σταματούν στο Πουθενά γιατί κυλούν ακατάπαυστα. Παλινδρομούν-μπρος, πίσω- κι εγώ ανεβαίνω στον ουρανό μετρώντας την απόσταση σε πόδια. Ο Ουρανός και η Γη κάνουν ανταλλαγή θέσεων για χάρη μου και νιώθω να προσγειώνομαι στη θέση του ουρανού ενώ μόλις απόουρανίστηκα απο τη θέση της Γης. Η απόσταση ανάμεσά τους μεγαλώνει και τα φώτα της Αθήνας μικραίνουν και ξαφνικά ολόκληρη η πόλη μοιάζει με έναστρο ουρανό δομημένο από Τίποτα και Όλα. Και όλα αυτά με ένα χαρισμένο βιβλίο στα χέρια στο ξεκίνημα της μέρας του Σαββατοκύριακου. Έζησα αλλιώς. Ανάποδα. Έχεις ζήσει ποτέ παρόμοια; Εγώ τσούκ. Οι αποστάσεις μηδενίζονται. Ναύπλιο Αθήνα σε τέσσερα λεπτά. Αθήνα Θεσσαλονίκη σε τριανταέξι. Και αν δε με πιστεύεις μέτρα πόσες ζωές μπορεί να ζήσει κάποιος μέσα σε πέντε μέρες. 
Ξεθύμωσα. Αποτοξινώθηκα. Είμαι ήρεμη πια. Σαν την ηρεμία που έχει η επίγνωση της κατανόησης. Όλα απλά και αρμονικά. Μιλάω σε σένα και μιλάω στον εαυτό μου. ‘‘Θέλω να μάθω κι άλλα από σένα και θέλω να σου μάθω μόνο ένα: Να πετάς…’’ και όταν πιάνω τις ωμοπλάτες κατανοώ κάθε λέξη. 
Μια ευχή… και Κατερινάκι να σου πω; Έπιασε. Η ελπίδα σου να ζήσω όσα έζησες στην πόλη που είχα αφήσει πίσω μου έγινε πραγματικότητα κι εκείνο το μεσημέρι ξύπνησα μέσα από την υγρή μου υπόσταση. Ένας κεραυνός έπεσε στο δωμάτιό μου, ο Ρούντ έμοιαζε ατάραχος εγώ έμοιαζα να πλημμυρίζω, όποιος  καθόταν  δίπλα μου έμοιαζε να απολαμβάνει.  Όλοι μας  σε μια απόλυτη αρμονία σεβασμού ο ένας για τον άλλο και όλοι για τη Φύση που ούρλιαζε απολαμβάνοντας τους οργασμούς της βροχής και της αστραπής. Από το ανοιγμένο παράθυρο μπορούσα να δω ό,τι μπορείς να φανταστείς αλλά τελικά τίποτα πέρα από βροχή. Όλα βροχή. Όλα είχαν μια υγρασία απολαυστική κι ας μην έγινε ποτέ το ταξίδι εκείνο στην Ύδρα. Αλλα δε πειράζει, θα γίνει κάποια επόμενη.
Επέστρεψα. Ή τοποθετήθηκα ξανά από την αρχή, δε ξέρω. Όλα γνώριμα και άγνωστα. Όλα από την αρχή. Την αρχή της αρχής μιας καινούριας ύπαρξης που μεγαλώνει μέσα μου σε όλες τις διαστάσεις, στα μήκη, τα πλάτη, τα ύψη και μιας επιπλέον που δε μπορώ να σου την περιγράψω-οι αισθήσεις δε περιγράφονται˙ βιώνονται, κι έπειτα απορροφούνται από το σώμα. Αποθηκεύονται ως γνώση κι έπειτα καταγράφονται στο υποσυνείδητό ως αναμνήσεις στη βάση πληροφοριών του εγκεφάλου με τη μορφή δεδομένων. Σε όλες και από όλες τις ζωές μας.
Έξω έχει λιακάδα. Στόλισα τα κλαδιά με τις λιβελούλες, κρέμασα έξω τον καινούριο μελωδό που αγοράστηκε από το Ναύπλιο εκείνη τη μέρα με τη βροχή που είχαμε γίνει μούσκεμα ως το κόκαλο και γελούσαμε βλέποντας τις ομπρέλες να τρακάρουν μεταξύ τους και να μπερδεύονται οι μεν με τις δε, με τους ανθρώπους που δυσανασχετούσαν από τις καραμπόλες τους, κι ευχαριστιόμασταν τους  ανθρώπους που γελούσαν με αυτές,  τη στιγμή που η βροχή έπεφτε πάνω μου, μούσκευε το μωβ μου φόρεμα, έμπαινε μέσα από αυτό από τον μεγάλο γιακά και κυλούσε στο κορμί μου και στο στέρνο ανάμεσα από το στήθος μου. Και κρύωνα. Και κάποια στιγμή την ένιωσα να τρέχει από τα μάτια μου κι έμοιαζε με δάκρυ αλλά δεν ήταν γιατί δεν έκλαιγα. Τραμπαλιζόταν πάνω στις βλεφαρίδες μου και από το βάρος έπεφτε στα μάγουλά μου. Όλοι έτρεχαν κι εμείς περπατούσαμε. Φτάσαμε στα Γκούντις και καθίσαμε να περιμένουμε στο τραπέζι του Πλανήτη Ερμή εκείνη τη φορά, γιατί την προηγούμενη καθίσαμε στο τραπέζι του Πλανήτη Αφροδίτη. Κι εγώ ήθελα Τζούνιορ για να πάρω το μπατμομπίλ κι έπειτα έπαιζα πάνω στους καναπέδες μαζί του κάνοντας ‘‘βουμ-βουμ’’ και ξεκαρδιζόμασταν στα γέλια-θυμάσαι; Πόσο γέλασα μέσα σε αυτές τις μέρες… με ολόκληρο στο σώμα μου γελούσα, και ένιωθα ακόμα και πως ο αέρας που ανάπνεα γελούσε μέσα μου κι έκανε όλα μου τα όργανα κρουστά και γελούσαν κι εκείνα τραντάζοντας το σώμα μου από μέσα. Κι έπειτα κάπου στο ρολόι. Από εκεί που ακούς ακόμα και τους ψυθίρους. Με τις σακούλες των γκούντις και μια βάφλα από τη δωδώνη. Κι εγώ πάντα τελείωνα πιο γρήγορα το φαγητό και έπεφτα με τα μούτρα στη βάφλα. Κι εσύ έτρωγες ακόμα το πρεμιέρ κι εγώ είχα ήδη φάει τη μισή βάφλα. Και σου είχα πει πως εκείνος που τρώει αργά κάνει καλό στο στομάχι του γιατί δε το φουσκώνει, κάνει καλό στο σώμα του γιατί δίνει την ευκαιρία στον εγκέφαλο να συνειδητοποιήσει πότε χόρτασε και κάνει και καλό επίσης στον συνδαιτυμόνα του γιατί του επιτρέπει να φάει περισσότερη βάφλα από εκείνον και γελούσαμε δυνατά και για μια στιγμή αναρωτήθηκα αν οι από κάτω με ακούν όπως εγώ ακούω εκείνους αλλά δε το είπα. Κι έπειτα ψάχναμε μια λέξη που να αντικαθιστά τη λέξη συνδαιτυμόνας και καταλήξαμε σε μια καινούρια που δεν υπήρχε ποτέ πριν -ο συνφαγοπότης- και συμφωνήσαμε μόνο μεταξύ μας πως θα υπάρχει. Δώσαμε τα χέριά να επικυρώσουμε τη συμφωνία κι έπειτα μιλήσαμε για το φευγιό. Και διαφωνήσαμε λέγοντας και πάλι κάτι για τον τόπο και τους ανθρώπους και είπα πάλι πως εγώ Θα μπορούσα να ζήσω οπουδήποτε αρκεί να μπορώ να επιβιώνω. Ακόμα και σε έναν σκόπελο λίγο πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας.
Δε θυμάμαι αν υπήρξαν άσχημες στιγμές. Ίσως εκείνες που οι συζητήσεις με έκαναν να σκέφτομαι αφόρητα μέχρι τελικής πτώσεως δημιουργώντας αμηχανία. Αλλά ακόμα κι εκείνες ήταν στα πλαίσια της γνώσης οπότε χαίρομαι που υπήρξαν. Ήταν η γέφυρα που ενώνει το πριν με το μετά, το μετά με το άπειρο. Και μέσα στο άπειρο η ύπαρξη μοιάζει να εξατμίζεται κι εκεί που νομίζεις πως παύεις να υπάρχεις, υπάρχεις παντού…

1.5.11

Σκούπα


Ξεθύμωσες; Ναι ξεθύμωσα. Γιατί ρωτάς; Ε, μην αφήσεις τα νεύρα σου αποτυπωμένα. Κι εσένα τι σε νοιάζει; Με νοιάζεις. Μπα και γιατί; Γιατί είμαι εσύ. Κι εγώ ποια είμαι; Εγώ. Μπερδεύτηκες; Ναι. Εγώ όχι. Ούτε εγώ. Ψέματα. Αλήθεια. Τότε θα τα βρούμε. Νομίζω καμιά φορά πως μόνο μεταξύ μας τα βρίσκουμε. Λες; Όχι. Ψέματα είπα. Μερικές φορές ούτε μεταξύ μας δε τα βρίσκουμε. Βρέχεις; Ναι. Βρέχεσαι; Ούτος ή άλλως. Και τι θα φορέσεις; Εσύ; Από ‘σένα εξαρτάται. Όχι από σένα; Δε ξέρω. Παρακολουθώ τις εξελίξεις. Με παρακολουθείς; Πως αλλιώς; Δε θέλω. Δε με νοιάζει. Να φύγεις! Δε μπορώ. Γιατί; Δεν υπάρχεις. Όχι; Όχι. Που το ξέρεις; Δε το νιώθεις; Πότε; Πάντα. Εσύ υπάρχεις; Όχι χωρίς εσένα. Και τότε πως; Ζήσε και θα σου πω…