Θα σου πω να μου πεις το ίδιο. Και αν βαριέσαι, δε πειράζει, θα σου τρίψω τις πατούσες και θα ξεβαρεθείς. Θα πάρω τα μάτια σου και θα τα φυτέψω πάνω στο χιόνι να μεγαλώσουν να γίνουν χιονόδεντρα να θρέφουν χιονάνθρωπους. Κι εκείνα θα ανθίζουν το χειμώνα και θα πεθαίνουν την Άνοιξη. Κι έπειτα θα υποκλέψω ήχους χαμόγελου και θα τους κρεμάσω πάνω στα κλαδιά. Θα τα ονομάσω χιονόφυλλα που θα ταΐζουν ξεχασμένα χιονοπουλιά.
Ο κόσμος έξω από το παράθυρό μου είναι ένας τεράστιος κουραμπιές. Θα ήθελα να βγω έξω και να δαγκώσω ένα κομμάτι του αλλά θα χαλάσω στο αρμονικό του σχήμα. Αισθάνομαι βέβηλη και μόνο με τη σκέψη. Θέλω να πασπαλίσω με άχνη όλους τους δρόμους που πατήθηκαν να μην υπάρχουν ίχνη ζωής κινούμενης. Τα δάχτυλά μου έγιναν λευκά από το κρύο και τα νύχια μου φαίνονται ματωμένα αλλά δεν είναι. Θέλω να τσουλήσω πάνω στα περβάζια και να καταπιώ κρύο και αέρα παγωμένο και να πιω λίγη ομίχλη. Να ξεδιψάσω κάποια άνεργα συναισθήματα που ψάχνουν απεγνωσμένα σε μικρές αγγελίες απασχόληση. Μη θυμώνεις… μιλώ για τα συναισθήματα της μοναξιάς. Εκείνα που δε μένουν ποτέ μόνα για να πονέσουν. Και όταν μένουν είναι συναισθήματα μερικής απασχόλησης και μειωμένου μεροκάματου. Που την επόμενη στιγμή γεμίζουν με παρουσία και δε προλαβαίνουν να βιώσουν την υπεροχή της μοναξιάς.
Το τζάκι είναι η μόνη μου παρέα αυτή τη στιγμή. Οι μόνοι ήχοι που ακούγονται είναι εκείνοι των ξύλων που καίγονται και κάνουν τσαφ τσαφ λίγο πριν γίνουν πυροτέχνημα κι έπειτα στάχτη χωρίς ιδιαίτερη υπόσταση. Που και που ακούγεται και η ανάσα μου που την κρατάω κάθε φορά που περιμένω κάτι να συμβεί.
Σταμάτησε να χιονίζει. Κι εγώ περιμένω τη νιφάδα που θα στολίσει το χερούλι της μπαλκονόπορτας του σαλονιού μου. Πες της Χιονάτης να μείνει σπίτι απόψε. Κάνει πολύ κρύο…
Άσπρη μέρα ξέξασπρη και από το χιόνι ξεξασπρότερη
Άσπρη μέρα ξέξασπρη και από το χιόνι ξεξασπρότερη
Άσπρη μέρα ξέξασπρη και από το χιόνι ξεξασπρότερη
Άσπρη μέρα ξέξασπρη και από το χιόνι ξεξασπρότερη
Άσπρη μέρα ξέξασπρη και από το χιόνι ξεξασπρότερη
Πέμπτη 16/12/10 15.15