Η περίοδος μου κάνει διακοπές. Χειμερινές. Θα επιστρέψει στο τέλος της Άνοιξης μου είπε. Συμφώνησα κι έτσι δε θα διαλύσει κανείς αυτή τη συμφωνία. Επίσης μου είπε πως όταν επιστρέψει μάλλον θα είναι λιγότερο επώδυνη και δε θα μου κάνει τη ζωή δύσκολη. Κόντεψα να χάσω τη μάνα μου την Παρασκευή που μας πέρασε από δύσπνοια. Της μιλούσα κι εκείνη έκλαιγε κι εγώ προσπαθούσα να δω αν χαίρεται ή αν είναι λίγο πριν το κεφαλόσκαλο του θανάτου. Αν το ανεβείς, την έκατσες. Έτσι μου είπαν κάποιοι. "Σε τραβάει από τα μαλλιά. Αν θες να επιστρέψεις πρέπει να του παραδώσεις το σκάλπ και το κεφάλι σου", είπαν. Τώρα...τι να σου πω κι εγώ. Όταν πέθανα την προηγούμενη φορά δε θυμάμαι να ήθελα να επιστρέψω. Ή μπορεί να ήθελα και να έπρεπε να διαπραγματευτώ το κεφάλι μου. Και αρνήθηκα. Κι έμεινα εκεί. Δε μπορούσα να φανταστώ μια ζωή χωρίς να χτενίζω τα μαλλιά μου. Να τα βάζω πηλό και να τα πλάθω κι έπειτα να μου μένουν στο χέρι μερικές τούφες και να τις φυλάω για να τις κολλήσω όταν πια δε θα έχω μαλλιά.
Το σπίτι είναι σε άθλια κατάσταση. Μισό καλοκαιρινό, μισό χειμωνιάτικο. Μια κουβέρτα πεταμένη στον διθέσιο καναπέ που έμεινε εκεί από χτες που κοιμόμουν όταν είδα το όνειρο με το πρόσωπο που δεν υπήρχε παρά μόνο στα μάτια του ίδιου του προσώπου του ανύπαρκτου. Εγώ είμαι χειμωνιάτική αλλά τα ριχτάρια μου είναι καλοκαιρινά. Τα πατώματα δεν έχουν χαλιά και βελέντζες, αλλά οι κάλτσες μου είναι χνουδωτές. Το καλοριφέρ δεν ανάβει, αλλά το τζάκι ευχαρίστως θα το άναβα προχθές. Αλλά χωρίς βελέντζα δε πάει τζάκι. Και χωρίς ευρώ επίσης.
Οι θηλές μου σκουρύνανε και χτες φοβήθηκα που είδα το ίδιο χρώμα στο βρακί μου αλλά ο γιατρός μου είπε πως δεν είναι τίποτα και να μη φοβάμαι. "Ξεκουράσου" μου είπε κι εγώ πήρα στο ΙΚΑ τηλέφωνο και τελικά κατάλαβα πως το Ίδρυμα είναι η μόνη απτή πραγματικότητα και πως το Κοινωνικής πέθανε και το κηδέψαμε και όσο για το Ασφάλισης ακόμα και από το τηλέφωνο ένιωθα ανασφαλής. Στο Ίδρυμα λοιπόν μου είπαν να πάρω τηλέφωνο σε άλλο υποκατάστημα. Πολλοί ανισόρροποι, πολλά ιδρύματα. Πήρα σε ένα κατειλημμένο αριθμό με την ένδειξη reserve σε μια καρέκλα κενή που κάποιος την κράτησε μόνο και μόνο για να απλώσει τα πόδια του πάνω. Σαν τις θέσεις παρκινγκ που δεν υπάρχουν επειδή ο μανάβης, ο μπακάλης, ο φούρναρης και ο ψιλικατζής, στη σειρά συνεννοήθηκαν και βάλανε τελάρα για να μην παρκάρει κάνεις. Και αν τους πεις "έχεις άδεια καλέ μου κυριούλη;" θα σε διαολοστείλει κοιτώντας σε στα μάτια με όλη του την ειλικρινά και θα σε ρωτήσει αφοπλιστικά "τι εννοείς;" κι εσύ θα απαντήσεις "Καλά, γάμα το, θα πάω στον κάτω μαχαλά και θα πάρω την κοιλιά μου στα χέρια και θα περπατήσω και μερικά χιλιόμετρα, δε χάλασε ο κόσμος! Το νου σου στην καρέκλα που απλώνεις τα πόδια σου για να ξύνεις τα παπάρια σου ευκολότερα και στα τελάρα μπροστά στο μαγαζί σου για να μην παρκάρουν αυτοκίνητα και χάνουν οι απέναντι τη θέα του να τα ξύνεις." Έτσι και το τηλέφωνο στο Ίδρυμα. Κατειλημμένο. Σαν την καρέκλα. Σαν τη θέση πάρκινγ για τελάρα. Και η απόγνωσή μου χτύπησε στο ταβάνι και όταν με στείλανε στο τμήμα έκδοσης βιβλιαρίων για να ρωτήσω αν μπορεί άλλος να πάει να πάρει την αναρρωτική μου ή πρέπει να πάω η ίδια ξέσπασα. Αλλά όχι σε πινελίκια. Αυτοί οι άνθρωποι είναι ρομπότ δυστυχισμένα και καταθλιπτικά. Σιχαίνονται τη δουλειά τους και οι περισσότεροι έβαλαν μέσον για να την αποκτήσουν. Δεν ακούν, μη τους μιλάς. Τους λες για αναρρωτική και σε στέλνουν στο τμήμα έκδοσης βιβλιαρίων. Μη τους βρίζεις, δε νιώθουν. Δεν έχουν δέρμα γι αυτό. Συναναστρέφονται με ανθρώπους που επίσης δεν έχουν δέρμα κι αυτό είναι κολλητικό, το νου σου! Δε ξέρω αν πρέπει να τους λυπηθώ ή να τους συμπονέσω. Δε ξέρω αν πρέπει να τους δικαιολογήσω ή να ανέβω όρθια σε κάποιο γραφείο και να αρχίσω να ουρλιάζω ρωτώντας αν υπάρχει ένας ευτυχισμένος άνθρωπος εκεί μέσα γιατί αν υπάρχει θα ακούσει γαμωσταυρίδια που είναι ευτυχισμένος και είναι ανακατεμένος μέσα στο αγέλαστο γκρι των διαδρόμων. "Δε σας έχω ανάγκη ρε! Προτιμώ να χάσω τρία μεροκάματα και τρία ένσημα παρά να πέσω στην ανάγκη σας! Αϊ σιχτίρ πια!" και σιωπή… Σςςςςς………..
-Μ’ ακούτε;
-Ηρεμίστε δεσποινίς…
-Πόσα παίρνεις για να με σαλτάρεις; Πεντακόσια; Εξακόσια ευρώ; Φτάνεις τα χίλια; Σου φτάνουν για να με τρελάνεις; Αιμορραγώ και με ρωτάς αν έχω ραντεβού;
-Ηρεμίστε… πάρτε στο τάδε νούμερο… Είναι στη Δελφών. Στο Ντεπό. Θα σας εξυπηρετήσουν. Ηρεμίστε…
Και πήρα μερικές βαθιές αναπνοές και εγκατέλειψα κάθε πιθανή προσπάθεια επανασύνδεσης με το παρόν μου. Και πήρα κι εκεί. Και μια γυναικεία φωνή όλο ευγένεια μου μίλησε και ηρέμησε το αίμα που έτρεχε στα πόδια μου. "Αύριο… στις οκτώ… όλα θα πάνε καλά. Μη φοβάστε…". Έφτασα σε σημείο να αιφνιδιάζομαι από την ευγένεια. Είστε τυχεροί κωλομαλάκες που υπάρχουν άνθρωποι με γλυκιά φωνή ανάμεσά σας. Είναι ικανοί να με κάνουν να ξεχάσω την ύπαρξής σας. Τόση είναι η δύναμη της ευγένειάς τους. Να τους πληρώνετε από την τσέπη σας για να συνεχίσουν να υπάρχουν. Μπας και ξεχάσουν όλοι την ύπαρξή σας.
Σήμερα είμαι ντυμένη άντρας. Φοράω ανδρική μπλούζα και ανδρική φόρμα. Έχει και αυτό τη γοητεία του όταν δε χάνεσαι στην εικόνα που φτιάχνεις για εαυτό. Μπορείς να της βάζεις ένα μάτι τη μια μέρα κι ένα δεύτερο την επόμενη. Να ζωγραφίσεις στόμα με χαμόγελο ή λυπημένο. Να φτιάξεις περίγραμμα προσώπου με γωνίες ή στρόγγυλο. Να του βάλεις χέρια και πόδια. Και στον κορμό να στερεώσεις στήθη στρογγυλά ή ανύπαρκτα. Να έχει μέση ή να είναι ευθεία. Να είναι αδύνατη προς το ισχνό ή αδύνατη προς το γεμάτο. Με "πιασίματα" ή χωρίς. Δώσε όνομα. Κι επίθετο. Βγάλε Α.Φ.Μ. και Α.Μ.Κ.Α. Δώσε διεύθυνση κατοικίας. Κι έναν αριθμό τηλεφώνου. Τοποθέτησε και το μικροτσίπ στο μυαλό για να βάλεις σκέψεις και να διαμορφώσεις την κριτική ικανότητα. Φύσα στο στόμα και αυτό που θα εκπνεύσει πες το ανάσα . Κάνε ότι θες με αυτή την εικόνα. Πρόσεξε όμως το δημιούργημά σου. Και ο Φρανκεστάιν έφτιαξε κάτι με ζωή αλλά του βγήκε τερατώδες. Σαν τον ενσαρκωμένο φόβο σου.
Καλημέρα.
Το αίμα σταμάτησε
από χτες αλλά το
μάζεψα σε
μπουκαλάκι
πολυτελείας
για να
το δώσω σε όποιον
θέλει να μου πιει
το αίμα από έξω μου.
Είναι παλιό
και μπαγιάτικο.
Αν υπάρχει κάποιος
που θέλει να το δοκιμάσει
ας κοπιάσει να
με αγγίξει και θα
του το χαρίσω
Με δική του ευθύνη.