Στην άκρη ενός σκοτεινού μπαρ καθόντουσαν οι δυο γυναίκες. Τα γέλια τους δυνατότερα και από τη μουσική, έκαναν τους θαμώνες του μπαρ να γυρίσουν και να τις κοιτάξουν. Κι εκείνες κοιτάχτηκαν στα μάτια, έβαλαν το χέρι στο στόμα και με κόπο συγκράτησαν τα δυνατά γέλια που λίγο μετά δραπέτευσαν από τα χείλη τους. Όλος εκείνος ο κόσμος που της περιλάμβανε για μερικές στιγμές και τις φιλοξενούσε απλά, μια που ήξεραν πως ο δικός τους κόσμος βρισκόταν πολύ μακριά από αυτόν, συχνά πυκνά έστρεφε την προσοχή του σε αυτές. Προκλητικά χαρούμενες. Προκλητικά όμορφες. Προκλητικά λαμπερές…
Τα γέλια σώπασαν. Δυο μικρές καύτρες τσιγάρου έλαμψαν σαν πυγολαμπίδες μέσα στο σκοτάδι του bar. Από τα ηχεία ακουγόντουσαν όμορφες μουσικές συνοδευμένες από λόγια που άλλοτε προκαλούσαν σκέψεις και άλλοτε ξυπνούσαν αναμνήσεις σκουντώντας τες απαλά στον ώμο. Άφησαν τον καπνό να μπει στο κορμί τους, καθώς συζητούσαν, και να ποτίσει με νικοτίνη τα κύτταρα τους προσφέροντας την απόλαυση που μόνο ένας καπνιστής μπορεί να νιώσει. Ο καπνός έβγαινε από τα χείλη τους ακουμπούσε πάνω στο πρόσωπο και διαχέονταν στον χώρο, στους τοίχους σαν κρυμμένα μυστικά που πια μαθεύτηκαν και δε μπορείς να τα κρύψεις από πουθενά…
Αποφάσισαν να φύγουν. Με χαμόγελο αφοπλιστικό, σχεδόν, έκαναν νόημα στον barman να έρθει να τον πληρώσουν. Οι θαμώνες, λες και θα χάνανε την συνεχεία από ένα έργο που γραφεί ‘‘συνεχίζεται’’ πάνω σε όμορφη στιγμή, γύρισαν και τις κοίταξαν απορημένα. Κι εκείνες κοιτάχτηκαν και πάλι και χαμογέλασαν. Ή μια βοήθησε την άλλη να φορέσουν τα βαριά χειμωνιάτικα παλτό τους και άνοιξαν την κρύα πόρτα ενώ ο παγωμένος αέρας ήρθε και τις άρπαξε από το πρόσωπο. Έκρυψαν το πρόσωπο τους μέσα στο παλτό τους και η μία έπιασε από τη μέση την άλλη, ενώ η δεύτερη κούρνιασε μέσα στην αγκαλιά της πρώτης στην προσπάθεια της να ζεσταθεί.
Βρήκαν στο δρόμο ψάχνοντας ταξί. Δεν ήταν για οδήγηση τώρα. Ήπιαν λίγο παραπάνω. Ψυχή ζώσα δεν υπήρχε γύρω. Λες και όλοι κρύφτηκαν στα σπίτια τους από μια απειλή. Ένα ταξί ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα τους. Σταμάτησε και της επιβίβασε.
Σαν να ζεστάθηκαν λίγο. Η μια έβαλε τα παγωμένα κατάλευκα χέρια της μέσα στις χούφτες τις άλλης για να ζεσταθούν.. έφτασαν σπίτι…
Το ζεστό φιλόξενο σπίτι τους με τα πολύχρωμα υφάσματα και τα ξύλινα διακοσμητικά της αγκάλιασε απαλά. Εκείνες έβγαλαν τα κρύα ρούχα τους έβαλαν τα ρούχα του σπιτιού τους και προχώρησαν προς το κρεβάτι τους. Κάθισαν εκεί λίγη ώρα και η μια διάβαζε το βιβλίο, που ξεκίνησαν εκείνη την περίοδο, στην άλλη και σχολιάζανε τις απορίες τους…
Αποκομμένες από έναν κόσμο που δε μπορεί να τις αφομοιώσει, λόγω έλλειψης κατανόησης ή αντίληψης της αγάπης, δημιούργησαν έναν δικό τους. Κοίταξαν το ρολόι στο κομοδίνο. Η ώρα πέρασε. Φιλήθηκαν απαλά και πέσανε αγκαλιά για ύπνο. Μια γέφυρα που ενώνει τις ζωές τους θα ενώσει και τα όνειρα τους εκείνη τη νύχτα…
03/02/08 13.27
Τα γέλια σώπασαν. Δυο μικρές καύτρες τσιγάρου έλαμψαν σαν πυγολαμπίδες μέσα στο σκοτάδι του bar. Από τα ηχεία ακουγόντουσαν όμορφες μουσικές συνοδευμένες από λόγια που άλλοτε προκαλούσαν σκέψεις και άλλοτε ξυπνούσαν αναμνήσεις σκουντώντας τες απαλά στον ώμο. Άφησαν τον καπνό να μπει στο κορμί τους, καθώς συζητούσαν, και να ποτίσει με νικοτίνη τα κύτταρα τους προσφέροντας την απόλαυση που μόνο ένας καπνιστής μπορεί να νιώσει. Ο καπνός έβγαινε από τα χείλη τους ακουμπούσε πάνω στο πρόσωπο και διαχέονταν στον χώρο, στους τοίχους σαν κρυμμένα μυστικά που πια μαθεύτηκαν και δε μπορείς να τα κρύψεις από πουθενά…
Αποφάσισαν να φύγουν. Με χαμόγελο αφοπλιστικό, σχεδόν, έκαναν νόημα στον barman να έρθει να τον πληρώσουν. Οι θαμώνες, λες και θα χάνανε την συνεχεία από ένα έργο που γραφεί ‘‘συνεχίζεται’’ πάνω σε όμορφη στιγμή, γύρισαν και τις κοίταξαν απορημένα. Κι εκείνες κοιτάχτηκαν και πάλι και χαμογέλασαν. Ή μια βοήθησε την άλλη να φορέσουν τα βαριά χειμωνιάτικα παλτό τους και άνοιξαν την κρύα πόρτα ενώ ο παγωμένος αέρας ήρθε και τις άρπαξε από το πρόσωπο. Έκρυψαν το πρόσωπο τους μέσα στο παλτό τους και η μία έπιασε από τη μέση την άλλη, ενώ η δεύτερη κούρνιασε μέσα στην αγκαλιά της πρώτης στην προσπάθεια της να ζεσταθεί.
Βρήκαν στο δρόμο ψάχνοντας ταξί. Δεν ήταν για οδήγηση τώρα. Ήπιαν λίγο παραπάνω. Ψυχή ζώσα δεν υπήρχε γύρω. Λες και όλοι κρύφτηκαν στα σπίτια τους από μια απειλή. Ένα ταξί ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα τους. Σταμάτησε και της επιβίβασε.
Σαν να ζεστάθηκαν λίγο. Η μια έβαλε τα παγωμένα κατάλευκα χέρια της μέσα στις χούφτες τις άλλης για να ζεσταθούν.. έφτασαν σπίτι…
Το ζεστό φιλόξενο σπίτι τους με τα πολύχρωμα υφάσματα και τα ξύλινα διακοσμητικά της αγκάλιασε απαλά. Εκείνες έβγαλαν τα κρύα ρούχα τους έβαλαν τα ρούχα του σπιτιού τους και προχώρησαν προς το κρεβάτι τους. Κάθισαν εκεί λίγη ώρα και η μια διάβαζε το βιβλίο, που ξεκίνησαν εκείνη την περίοδο, στην άλλη και σχολιάζανε τις απορίες τους…
Αποκομμένες από έναν κόσμο που δε μπορεί να τις αφομοιώσει, λόγω έλλειψης κατανόησης ή αντίληψης της αγάπης, δημιούργησαν έναν δικό τους. Κοίταξαν το ρολόι στο κομοδίνο. Η ώρα πέρασε. Φιλήθηκαν απαλά και πέσανε αγκαλιά για ύπνο. Μια γέφυρα που ενώνει τις ζωές τους θα ενώσει και τα όνειρα τους εκείνη τη νύχτα…
03/02/08 13.27
φωτό:http://sollena.deviantart.com/art/what-girls-are-talking-about-19139550