25.5.08

Ο ήλιος της βροχερής νύχτας



Περπατούσα πάνω της… τα πόδια μου έγιναν μούσκεμα, άρχισα να κρυώνω λίγο, μα δε θα έχανα αυτή την αίσθηση του διαφορετικού που νιώθω κάθε φορά που περπατώ στη βροχή…

Με τα χέρια στις τσέπες περπατούσα ενώ προσπαθούσα να παρατηρήσω τους ανθρώπους να τρέχουνε να φυλαχτούνε από κάποιον αόρατο εχθρό. Ώσπου… ξαφνικά ένιωσα να είμαι μόνη μέσα σε έναν κόσμο που όλοι χάθηκαν από τα μάτια μου. Έβγαλα τα χέρια μου από τις τσέπες τα άνοιξα και σήκωσα το κεφάλι μου ψηλά να βραχεί το πρόσωπό μου… απόλυτη αίσθηση ευχαρίστησης και εσωτερικής αρμονίας. Αναρωτιέμαι, εγώ είμαι η παράξενη που περπατώ ξυπόλυτη στη βροχή, ή οι άλλοι που τρέχουν να κρυφτούν; Και τότε θυμήθηκα τη φωνή κάποιου, που δε θυμάμαι πια το όνομά του, που με φώναξε ‘‘Παράξενο κορίτσι’’…

Το φεγγάρι, έτσι όπως φαινόταν από τον έξω χώρο της κλινικής, που χτες βράδυ έγινε το σπίτι μου, ήταν υπέροχο. Έστριψα ένα τσιγάρο και κάθισα λίγο απέναντι του παρατηρώντας το… ήταν κρυμμένο πίσω από μεγάλα μαύρα σύννεφα βροχής, αλλά ήταν τόσο φωτεινό, που η λάμψη του τα διαπερνούσε χωρίς όμως εκείνο να είναι ορατό. «Ο ήλιος της βροχερής νύχτας» αυτό το όνομα του έδωσα απόψε. Τα σύννεφα άρχισαν να το φλερτάρουν χορεύοντας με λαγνεία μπροστά του. Εκείνο όμως είχε αφήσει το βλέμμα του κάπου αλλού, σα να κοιτούσε μαγεμένο από έρωτα μια κοπέλα στο απέναντι τραπέζι. Τα σύννεφα παραδόθηκαν μετά από πολύ προσπάθεια να αποσπάσουν έστω και μια φορά το βλέμμα του όσο ήταν μπροστά του, κυκλώνοντάς το κι έτσι ξεπρόβαλε ένα τεράστιο φεγγάρι μπρος στα μάτια μου, ολοφώτεινο και κόκκινο…

Κοιτούσα με περιέργεια αυτό το παιγνίδι, περιμένοντας το αποτέλεσμα, ώσπου ανακάλυψα πως δεν ήμουν μόνη… μοναχικές ψυχές βγήκαν έξω αμίλητες και κοιτούσαν ό,τι κι εγώ-μάλλον. Η κάθε μια απολάμβανε το δικό της τσιγάρο. Και κάπου στο βάθος εσύ, να κοιτάζεις προς το μέρος μου χωρίς να με πλησιάζεις. Αλήθεια, δεν ήξερα εκείνη τη στιγμή τι ήθελα περισσότερο˙ να έρθεις να μου μιλήσεις, ή να με αφήσεις μόνη; Ούτε ήξερα τι απολάμβανα περισσότερο. Το ότι ήσουν εκεί και με παρατηρούσες ή το ότι απολαμβάναμε μαζί, κι ας μη το ξέραμε, το ίδιο παιγνίδι;

Η βροχή είχε μουσκέψει τα ρούχα μου κι ένα ρίγος σεργιάνισε στη ραχοκοκαλιά μου. Ήμουν μερικά βήματα πιο μπροστά από τους άλλους που καθόντουσαν κάτω από το υπόστεγο. Και καθώς σε κοιτώ και σε αντιλαμβάνομαι, σε βλέπω να κανείς δυο μεγάλα βήματα και να έρχεσαι στην ευθεία μου, βρεχόσουν. Σε κοίταξα απορημένα για λίγο κι έπειτα κοίταξα και πάλι μπροστά τον ανοιχτό ορίζοντα…

Το τσιγάρο μου κάηκε. Περίμενα να καεί και το δικό σου. Το έσβησες βιαστικά και μπήκες μέσα, δίχως να μου μιλήσεις. Ή… μήπως μου μίλησες;

Προχωρούσαμε σε παράλληλους διαδρόμους της κλινικής ώσπου συναντηθήκαμε φευγαλέα…


-Καληνύχτα...
-Καλό ξημέρωμα…

Κυριακή 25/05/08 08.53
φωτό:http://kabar.deviantart.com/art/The-sun-6934080