20.5.11

Πίτσα

Μη διαμαρτύρεσαι που βρέχει συνέχεια.. ο Μάης είναι ο μήνας των βροχών εκείνων που ξεπλένουν τη ζωή από τον θάνατο. Σήμερα έχει λίγο κρύο. Λίγο περισσότερο από προχτές που περπατούσα ξυπόλυτη στα πλακάκια. Ανέβηκα στη σοφίτα και χρειάστηκα κουβέρτα ή ζακέτα για να καθίσω εκεί πάνω τις στιγμές μου.
Αύριο θα πάω να αγοράσω καινούρια εσώρουχα. Μάλλον. Να μη ξεχάσω να πάρω νες καφέ γιατί τελειώνουν τα αποθέματα μου και σε λίγο θα αρχίσω να νιώθω ανασφαλής.
-Ένα σουτιέν D, μάλλον τριάρι, κι έναν νες γκόλντ μπλέντ παρακαλώ…
Είμαι χαρούμενη. Κι ας μη φαίνεται στον τρόπο που το εκφράζω. Η χρόνια κατάθλιψη της έκφρασης έγινε παθολογική και πρέπει να πέσουν πάνω της, πάνω από μερικά τρισεκατομμύρια τόνους βροχής να την ξεπλένουν… να φύγει να καθαρίσει να γίνει έγχρωμη κι έπειτα να καθίσω πάνω στα πορτοκαλί καλοκαιρινά ριχτάρια και να το απολαύσω σαν μανταρίνι. Να γίνω πιο πορτοκαλί κι έτσι να νομίζεις πως είμαι το πιο ζουμερό από όλα και να με διαλέξεις. Να με βάλεις στον πιο εξελιγμένο σουπερ ντούπερ αποχυμωτή να με στύψεις να πιεις τους χυμούς μου. Κι εγώ τώρα που καλοκαιριάζει θα ξεδιψώ κάθε κύτταρο του οισοφάγου σου˙ υπόσχομαι.
Μέχρι το τέλος του μήνα ελπίζω να μπορώ να φορέσω σανδάλια. Σήμερα έκανα την επανάστασή μου και κάθομαι στο μπαλκόνι την ώρα που βραδιάζει και γράφω και αυτό έχω να το κάνω από πέρσι το καλοκαίρι κι ενώ λατρεύω να βρίσκομαι εδώ δε ξέρω τι με πιάνει και το κάνω μία στην αρχή του καλοκαιριού και μία στο τέλος αυτού. Χτες το βράδυ δε φόρεσα καλτσάκια και πάγωσαν τα πόδια μου και σήμερα αποφάσισα να βάλω κασκόλ και σκούφο και κάηκε το δέρμα μου στους είκοσι οκτώ βαθμούς κελσίου κι έχασα την αίσθησή μου. Σήμερα ανησύχησα μέχρι τον επόμενο γαλαξία και η μισή μου ψυχή ταξιδεύει ακόμα εκεί κι εγώ περιμένω καρτερικά να επιστρέψει στο σώμα μου για να μη νιώθω μισή. Έπλυνα τα πιάτα, μάζεψα ρούχα, άπλωσα ρούχα, έπλυνα άλλα ρούχα, που πρέπει επίσης να τα απλώσω, αλλα το χειρότερο είναι το σιδέρωμα. Σιδερώνω σπάνια κι έτσι σιδερώνω για ώρες τόσες που ο εαυτός μου δικαιούται μισό ένσημο αλλά δε του το κολλάω ποτέ γιατί μαζί με τις πετσέτες και τα σεντόνια, λίγο πριν φτάσω στα βρακιά σιδερώνω και τα δάχτυλά μου και πονάω και όχι, ο εαυτός μου μετά από αυτό δε δικαιούται ένσημο. Φυσάει ελαφρώς, και ανατριχιάζω βαρέως κι έχω μια αίσθηση πως κάποιος πειράζει τον σπόνδυλο χαμηλά στη μέση μου και δε ξέρω αν τελικά ανατριχιάζω από τον αέρα. Η ώρα πλησιάζει εννιά είναι τρία λεπτά πριν τις εννιά, σε λίγο θα τελειώσουν οι ειδήσεις και η πιο βαρετή στιγμή της τηλεόρασης θα μεταφερθεί σε άλλο κανάλι να μιζεριάσει. Εντάξει, όχι πως με αφορά και τελικά χτες που βγήκα για καμιά ωρίτσα με την Κατερίνα, που τελικά έγιναν τέσσερις οι ώρες, είδα λίγο αλλιώς τον κόσμο και τελικά έπιασα τον εαυτό μου να τον αφορούν όσα δε τον αφορούσαν και ένιωσα λίγη θλίψη. Ανάλυση και ψυχανάλυση σε κάθε στιγμή. Πάντα τη σωστή…
Τα λουλούδια στο μπαλκόνι μου ικέτευαν για νερό κι εγώ δεν είχα ακούσει τον λυγμό τους. Και σήμερα τα πότισα χορταστικά κι εκείνα δε μου θύμωσαν που φορούσα ωτοασπίδες στις ικεσίες τους. Αντίθετα μου σήκωσαν και πάλι τα φύλλα τους και σκέφτηκα πως θα μπορούσα να τα είχα σκοτώσει αλλά εκείνα με ευχαρίστησαν και με ευγνωμόνησαν με το άρωμά τους. Διαφορετικά πλάσματα από οποιαδήποτε άλλα. Χαϊδευτά και χαϊδεμένα. Και η μπουκαμβίλια αναρριχάται ασταμάτητα και πάνω που έλεγες πως το γιασεμί μας πέθανε εκείνο έβγαλε φύλο για να σου πει πως τίποτα δε πεθαίνει τόσο εύκολα μόνο και μόνο επειδή φαίνεται να μαραζώνει. Πήρες το μάθημα από το γιασεμί άραγε; Εγώ ναι. Κι επιμένω να σπαταλώ απλόχερα τον χρόνο μου τόσο απολαυστικά στις επίμονες εμμονές μου και τελικά εκείνος μου κάνει τη χάρη και μερικές φορές κυλάει πιο γρήγορα προς τις επιθυμίες μου.
Σκοτείνιασε για τα καλά στον κόσμο μου και το φως στο μπαλκόνι είναι χαμηλά και βλέπω μόνο τις σκιές των δακτύλων μου. Έχω δύο μελωδίες τώρα πια, μια μεταλλική και μια ξύλινη για να μου θυμίζουν πως ο αέρας σουλατσάρει στο μπαλκόνι μου και αν συμπεριλάβω και τη μελωδία του πουλιού που εδώ και δύο χρόνια ψάχνω να βρω ποιό πουλί μπορεί να μου χαρίσει τόση ηρεμία τότε έχω ένα υπέροχο τρίφωνο για παρέα κι έτσι δεν είμαι μόνη κι έτσι μπορώ και μου γράφω με μουσική. Μπορώ να αυτοαναλύομαι με τις ώρες όταν είμαι μόνη μου, να τεμαχίζω σε μικρά κομμάτια την εικόνα μου κι έπειτα να φτιάχνω έναν καινούριο εαυτό καλύτερο από τον προηγούμενο γιατί πετάω μερικά κομμάτια και φτιάχνω μερικά άλλα από λιγότερο ευτελή ύλη μέχρι την επόμενη αναθεώρηση. Μέχρι τον επόμενο τεμαχισμό του εαυτού. Τώρα καταλαβαίνω γιατί ποτέ δε μου απαντούσες όταν σε ρωτούσα αν με ξέρεις. Δε με ξέρεις, Ούτε εγώ με ξέρω. Είμαστε γνωστοί μα πάντα αλλάζουμε κι έτσι ποτέ δεν είμαστε οι ίδιοι με πριν οπότε δε μπορεί κανείς να ξέρει κανέναν. Πόσο χαζή είμαι τελικά! Και μετά κατηγορώ εσένα για χαζομάρα. Τόσο ανόητη που επέμενα πάντα στην ίδια ερώτηση
-Με ξέρεις;
ενώ ποτέ δεν απαντούσες. Μόνο χαμογελούσες. Την επόμενη φορά θα σε ρωτήσω αν με γνωρίζεις κι επειτα αν με αναγνωρίζεις. Και μέσα στο πέρασμα των αιώνων θα πάρω την απάντηση έστω και σε μορφή ερώτησης. Σε αφήνω να μάθεις τόσο απροκάλυπτα τη ζωή μου… τον καπνό που ρουφάω, τον καφέ που πίνω, πώς τον πίνω, που καμιά φορά αναρωτιέμαι, με γνωρίζεις όντως άραγε; Ή κι εγώ είμαι μια περιγραφή που εντρυφώ στο κεφάλι σου κι εσύ απολαυστικά υιοθετείς την εικόνα μου και πιστεύεις πως με γνωρίζεις;
Η ώρα κυλάει προς το ‘‘παρά’’ και ακόμα να φανείς αλλά δικαιούσαι πολλούς τόνους ευχάριστων στιγμών. Δε ξέρω κατά πόσο ένας άνθρωπος μπορεί να μερημνήσει έτσι ώστε να περνάει ο άλλος πάντα καλά, και αν τελικά συμβαίνει, δε ξέρω κατά πόσο ο ίδιος ο άνθρωπος που χαρίζει απλόχερα όλα όσα θέλει ο άλλος είναι εκείνος καλά. Πειράζει που πιστεύω ακόμα πως η ευτυχία πηγάζει από μέσα μας; Πειράζει που ακόμα πιστεύω πως θα έπρεπε να είμαστε αυτάρκης σε όλους τους τομείς ακόμα και στην ευτυχία; Είναι εγωιστικό; Είναι όλα τόσο κουβαριασμένα;

Λέω να κοιμηθώ από μέσα σήμερα
και η  μάνα
έχει αυριο γιορτή στην Πόπη