12.11.10

@#)(@)#@_+!#

Φτιάχνω σκοτάδι με τα δάχτυλα και αφήνω δυο φλόγες στο τζάκι να φωτίζουν το σαλόνι που μέσα είναι μεσάνυχτα και έξω μεσημέρι.
Στις τέσσερις και τέσσερα το πρωί άφηνα κάτι βήματα στους σκοτεινούς διαδρόμους τους μαρμάρινους της κλινικής κι έπαιζα το αγαπημένο μου παιχνίδι˙ εκείνο που κοιτάζω τα φώτα στο ταβάνι πίσω από το ακτινογραφικό φιλμ κι εκείνα ιριδίζουν και θυμάμαι πως κάποτε είχα πει πως η αγάπη έχει λευκό χρώμα και μου ήρθε η απάντηση πως αφού έχει λευκό χρώμα επομένως έχει όλα τα χρώματα μαζί.
Άντε να πείσεις χωρίς αποδεικτικά μια αλήθεια που υπάρχει μεν, αλλά δε μπορεί κανείς να τη δει. Και πώς να πεις πως απλά την ένιωσες σε κάποιους που δε ξέρουν να νιώθουν επειδή ευνούχισαν πριν χρόνια τον εαυτό τους με όρκους βαρύγδουπους, τάδε και δείνα, που αν ζυγίσεις τον κάθε ένα ξεχωριστά ζυγίζει όσο το βάρος της Γης επί δύο; Από τότε κάνουν μια γενιά να περάσει μέχρι να σκιρτήσουν ξανά…
Δύσκολα πλάσματα οι άνθρωποι. Δύσκολα και πολύπλοκα. Τόσο πολύπλοκα που καταρρέουν από την ίδια την πολυπλοκότητά τους. Είναι ζώα υπό κατάληψη των ζώων που είναι υπό εξαφάνιση. Χωρίζονται σε είδη. Άπειρα. Τέσσερα βασικά. Οι άνθρωποι, οι υπάνθρωποι, οι παλιάνθρωποι και οι χιονάνθρωποι. Ναι μη γελάς! Υπάρχει και το είδος των τελευταίων! Εκείνων που χάνονται και γίνονται νερό και φεύγουν από την αγκαλιά σου πριν προλάβεις να πειστείς πως υπάρχουν.
Τελευταία το μυαλό μου τρέχει με ταχύτητες φωτός. Οι αλλαγές πάνω στο σώμα και το κορμί μου που πηγάζουν από τις αλλαγές μέσα από τα σπλάχνα μου είναι τόσο ραγδαίες που προκαλούν συγχύσεις στον κόσμο που με περιτριγυρίζει…
‘‘Τότε ρε μαλάκα λέω… που είχες τα μαλλιά σου μοβ…
Όχι ρε ‘συ! Ήταν τότε που τα είχες φουξ, θυμάσαι;
Α, καλά… κι εγώ σου λέω πως ήταν τότε που ήταν κόκκινα.
…ή μπλε…;’’
Μπλε. Μείνε στο παρόν μου και κράτα ημερομηνίες. Δε ξέρω πότε θα αλλάξω ξανά. Η λιβελούλα πάνω μου έγινε αυτάρκης πια. Πέφτουν στοιχήματα κι εγώ χάνω τον χρόνο και όσο για τον χώρο ούτε γι’ αυτόν είμαι σίγουρη.  Δε ξέρω τι ώρα ήταν τότε που πατούσα από πέτρα σε πέτρα σε κάποιον άλλο γαλαξία, νομίζω, γιατί το μέρος δε μου θύμιζε τον δικό μας. Εκτός και αν μετακόμισαν το περίπτερο από τη γωνία. Εκείνο που έπαιρνα καπνό. Ντραμ. Κίτρινο. Και φιλτράκια. Ρίζλα ούλτρα σλιμ. Και χαρτάκια Ρόλινγ. Σιέλ. Εκείνα που έχουν έναν παππού πίσω και γράφουν με καλλιγραφικά: ‘‘Ελληνικόν Σιγαρόχαρτον’’.
Σήμερα ξύπνησα με μια αίσθηση περίεργη. Αισθανόμουν πως βρέχει. Μύριζα βροχή και άκουγα να βρέχει ενώ στο δέρμα μου αισθανόμουν υγρασία. Και ήξερα πως ήταν ψέμα γιατί τελευταία η βροχή έρχεται σπάνια και όταν έρχεται εμείς δε την περιμένουμε και όταν έρχεται κάνει φασαρία και ζημιές. Κι εγώ αισθάνομαι τύψεις. Και όταν λέω ‘‘Μια βροχή ρε παιδιά’’ μου απαντούν ‘‘Φτάνει τόσο, αρκετά την είδαμε’’ κι εγώ πληγώνομαι γιατί μιλώ πάντα με τα καλύτερα λόγια γι’ αυτή κι εκείνη με εξέθεσε την περασμένη φορά. Και όχι σε ένα μέρος αλλά σε διάφορα. Κι εγώ που τη θέλω να έρθει έτσι απλή και λυπημένη; Θυμωμένη και οργισμένη; Σταθερή και αποφασισμένη; Ρομαντική και αναποφάσιστη; Τι θα γίνει; Και στο κάτω κάτω της γραφής, τα είπαμε την προηγούμενη φορά. Δε τη δικαιολογώ αλλά ρε πούστη μου το ξέρεις πως έρχεται. Και το ξέρεις πως όταν έρχεται είναι λίγο μπουχτισμένη και θέλει να ξεσπάσει. Κάνε κάτι ρε φίλε να περάσει ανώδυνα από τη ζωή σου!
Ο Ιάκωβος με κοιτάει πίσω από το τζάμι. Θέλει μάλλον να συνεχίσουμε εκείνη τη ψαροκουβέντα που ανοίξαμε τις προάλλες.
Καλά, καλά! Θα έρθω! Πάω να κάνω καφέ…

Παρασκευή 12/11/10 09.50
Φωτό: http://pesare.deviantart.com/gallery/#/d11ef1e

8.11.10

)@(#)_!#

…και φυσάει πολύ εδώ πάνω. Τα πάντα είναι πεσμένα μες τη λασπουριά˙  από τις μπότες μου μέχρι τις ρίζες των βρεγμένων μου μαλλιών.  Έριξε μια απρόσμενη μπόρα σήμερα που για να τη νιώσω έπρεπε να ταξιδέψω πάνω στην κάψουλα του χωροχρόνου πιασμένη από δυο μικροσκοπικές ίνες  μέχρι την άκρη του γαλαξία. Και τα καδρόνια που στηρίζουν τη σκεπή τρέμουν από τον αέρα. Και στην άκρη του Γαλαξία κάνει κρύο αλλά εγώ ζεσταίνομαι. Πειράζει να μείνω εδώ για πάντα; Πειράζει, ε; Θα με ψάχνεις δυο ζωές και θα κουραστούν τα πόδια σου. Εντάξει. Δε πάω πουθενά. Αλλά για σκέψου το για μερικά χρόνια… μήπως θες να έρθεις μαζί μου ως εκεί; Αν θες, εγώ θα κλείσω εκείνο το δωμάτιο με τις κουρτίνες στο κρεβάτι. Και θα μείνω ξαπλωμένη δίπλα σου για πάντα. Σου φαίνεται πολύ το για πάντα; Κι εμένα. Αλλά αν έρθεις θα δούμε πως θα το διαιρέσουμε για να το φέρουμε στα μέτρα μας. Σου είχα βάλει κάτι συνιστώσες σε μια προηγούμενη ζωή και σου είναι αποδείξει, θυμάμαι, πως ο χρόνος είναι στο μυαλό μας. Και το για Πάντα επίσης. Όπως το Ποτέ. Και γιατί τα γράφω με κεφαλαίο πι; Γιατί χρήσουν σεβασμό αυτές οι δύο λέξεις. Είναι οι μόνες που αναφέρονται στον χρόνο αλλά καμιά δεν έχει χρονική υπόσταση. Προσπάθησες να κλείσεις χρονικό ραντεβού με αυτές; Εγώ δε τα κατάφερα ποτέ. Ίσως όμως να μπορώ να το καταφέρνω για πάντα στο εξής. Και αν το καταφέρω, θα σου πουλήσω το μυστικό μου για πολλά εκατομμύρια ανταλλάγματα. Και μη νομίζεις πως δεν έχεις να μου τα δώσεις. Τα έχεις. Γι’ αυτό σου τα ζητώ.  Δε ξέρω αν το ξέρεις πως τα έχεις αλλά το ξέρω εγώ. Και τότε θα σε αφήσω πανί με πανί αλλά σου υπόσχομαι πως δε θα απορήσεις ποτέ ξανά… πρόσεχε όμως μη συνηθίσεις…
Δευτέρα 08/11/10 22.55
Φωτό: http://pesare.deviantart.com/art/A-Rest-On-A-Red-Chair-104082596
.

1.11.10

0,00000001%

Αθήνα. Η πόλη των πολλαπλών επιλογών. Δίπλα στα σύνορά της πόλης και των προαστίων υπάρχουν κουτάκια που μπορείς να τικάρεις ανάλογα με τη διάθεση…
…η πόλη των πολλαπλών επιλογών και των εναλλασσόμενων εικόνων.  Κάποιος έγραφε σ’ έναν τοίχο κοντά στην Αθηνάς πως βασανίζεται. Στη Σοφοκλέους μια νεαρή σνιφάρει κόκα. Στη Σαρρή η Μαρία έχει καρκίνο, ο Κώστας πηδάει την αδερφή της και ο Θανάσης ανέβηκε στην ταράτσα για να τα ‘‘χώσει’’ στο Θεό. Και ποιος μαλάκας έγραψε με σπρέι πάνω στον δικό μου τοίχο;
Βρέθηκα τριακόσια πενήντα χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Αθήνας. Περπάτησα δίπλα στο ποτάμι και ήπια κάτι μαργαρίτες σε ένα jazzάδικο. Κάπνιζα ασύστολα και γέμισα με ασυδοσία τους πνεύμονες μου νικοτίνη. Μια άγρια χαρά ήρθε και με άρπαξε από το λαιμό κι εγώ αιμορραγούσα ανάμεσα στα πόδια ως το πάτωμα. Σ’ αυτό το χωρίο τα σπίτια είναι σκαρφαλωμένα- θυμάσαι;
Θεσσαλονίκη. Η πόλη της ομίχλης του παραθύρου μου. Εισπνέεις αέρα με σταγονίδια κι έπειτα βήχεις σαν φυματικός τα σπλάχνα σου. Αλλά να σου πω; Αξίζει να πεθάνεις με την ανάμνηση μιας όμορφης εικόνας παρά να ζήσεις χωρίς αυτή. Κι εγώ είμαι συλλέκτης. Συλλέγω στιγμές και λέξεις. Λέξεις και εικόνες. Εικόνες και συναισθήματα. Συναισθήματα και σκέψεις. Πάντα ανά δύο αλλά το καθένα ξεχωριστά.
Εσύ οδηγείς και το σώμα μου γέρνει μία δεξιά μία αριστερά και το μολύβι είναι καρφωμένο στο χαρτί και κάνει καλλικατζούρες. Μου αρέσει το μολύβι σου. Θα σου το κλέψω ή θα μου πάρεις άλλο να έχουμε ίδια; Ίσα που οι σκέψεις μου βγάζουν τα γράμματά μου και αυτό γιατί είναι τα δικά μου.
Συνεχώς βρίσκομαι σε άγνωστα μέρη, μαγικά και μαγεμένα. Κάτι σαν ευχή που με ακολουθεί, ας πούμε. Βγαίνω από τον προορισμό μου και πάντα επιστρέφω σ’ αυτόν. Διαγράφω μια πορεία ζωής μέσα από παράδρομους τσιμεντένιους ή χωμάτινους. Δύσκολους και γοητευτικούς. Τόσο γοητευτικούς που με κάνουν να τους παίρνω από πίσω και να σταματάω κάθε εκατό μέτρα με το αμάξι. Βγάζω τη ζώνη, βάζω τη ζακέτα, βγάζω το κουτί με τις συλλογές και κατεβαίνω από το αμάξι κι εμπλουτίζω τη συλλογή μου με στιγμές. Έπειτα επιστρέφω στο αμάξι, βγάζω τη ζακέτα μπαίνω στο αυτοκίνητο, βάζω τη ζώνη, κλείνω το κουτί και προχωρώ. Οδηγώ τρία λεπτά  και συλλέγω μία ώρα.
Η ζωή δεν είναι ευθεία. Η ζωή κρύβεται στους παράδρομους. Δε με πιστεύεις; Σου το υπόσχομαι. Αν δε βαριέσαι ακολούθα…




Βαρέθηκα τα φουξ μαλλιά μου. Την Τρίτη θα επιστρέψω στο μαύρο…
Κυριακή 31/10/10 17.12