Μια γρίπη που κόλλησε πάνω μου σαν ενοχή προηγούμενης ζωής που προσπαθώ καρμικά να αποβάλω μα δε ξέρω τον τρόπο. Βήχας που πηγάζει από τα εντόσθιά μου και κάνει το σώμα μου να πάλλεται σαν διαπασών που κάποιος επιτήδειος ασχολείται μαζί του παίζοντας με τα νεύρα μου αλλά δε ξέρει ακόμα τις συνέπειες.
Το βράδυ καθόμουν εκεί στην παραλία το σημείο που το χώμα γινόταν άμμος και απέναντι μικρές λάμπες σκαρφάλωναν στο βουνό του Πανοράματος και έπιαναν τον ουρανό. Κάπου αριστερά μου η Μεγάλη Άρκτος και τώρα πια μπορώ να διακρίνω τη μεγάλη αλλά κάπου στο Σύμπαν έχασα τη Μικρή. Βάρκες αραγμένες στη μαρίνα και μια μοναχική στα δεξιά μου διαφορετική από όλες…
Θα ήθελα απόψε να περπατήσω στην Τσιμισκή. Να χωθώ στο κέντρο της πόλης και από Ναβαρίνου να ανέβω στη Σβώλου. Να βρεθώ πίσω από την Αγία Σοφία και από την πλατεία Άθωνος να ανέβω στην Εγνατία και όταν φτάσω την Κολόμβου να ανέβω την Αντιγονιδών και να κάνω τον κύκλο για να βγω στη Συγγρού κι από ‘κει στη Φράγκων. Να κατέβω τη Δωδεκανήσου κι να βγω στο Λιμάνι. Και από το Λιμάνι να βγω στην Ανθέων να φτάσω Βότση και από εκεί Φοίνικα. Να περάσω επιδεικτικά την κλινική και να βρεθώ στο αεροδρόμιο. Και να μη στρίψω στη στροφή, να φύγω όλο ευθεία. Να φτάσω Περαία και από ‘κει στην παραλία που ήμουν το απογευματόβραδο. Και όλα αυτά να τα κάνω με τα πόδια. Και σιγά μη κουραστώ. Έχω περπατήσει μερικά χρόνια σε χιλιόμετρα μέχρι να βρεθώ στο τώρα μου. Και αν θυμάμαι καλά, ο τσαγκάρης στη γωνία του πρακτορείου έτριβε τα χέρια του όταν με έβλεπε. Και τώρα που το Σάββατο θα πάω να δω νυφούλα την Κατερίνα τι διάολο θα φορέσω στα πόδια μου;
Η νύχτα είναι γλυκιά και πιο πολύ μοιάζει με τα όνειρα μιας θερινής νυκτός παρά με το τέλος του Οκτώβρη. Κι εντάξει, δε πειράζει γιατί να σου πω, δεν είμαι τόσο σκατά που να νοιάζομαι μόνο για τα μαύρα σύννεφα. Είναι κι εκείνοι που όταν βλέπουν ήλιο λένε ‘‘Έφτιαξε ο καιρός’’ αλλά τι ακριβώς έφτιαξε ποτέ δε διευκρινίζουν. Και όταν ‘‘χαλάει’’ και αρχίζουν οι νεροποντές κανείς δεν είναι προετοιμασμένος λες και οι ουρανός έχει βάνες που σπάνε και σ’ αιφνιδιάζουν. Όχι ρε φίλε. Τα σύννεφα δεν είναι χαλασμένες βάνες. Τα βλέπεις να έρχονται. Πρώτα λευκά και βαμβακένια κι έπειτα με κάτι ήχους και λάμψεις. Σου μιλούν τα σύννεφα. Εσύ είσαι ο κουφός που δε τ’ ακούς, όχι εκείνα μουγκά. Και αν δε σου αρέσει να βρέχεσαι πάρε τη γαμωομπρέλα σου και μη μας πρήζεις που βράχηκες.
Είμαι στη σοφίτα. Η λιβελούλα στον αστράγαλό μου αποκοιμήθηκε κι έτσι ανέβηκα τη σκάλα στις μύτες των ποδιών μου Έσβησα το φως και άναψα τα λαμπάκια και πολύ μου αρέσει εδώ πάνω. Έχω ένα μικρό δεινοσαυράκι αγκαλιά που διαβάζει τις αράδες μου, διορθώνει τα ορθογραφικά μου κι ενώ δεν είμαι ανορθόγραφη γεμίζω κόκκινες γραμμούλες στο λευκό μου φύλλο. Ψάχνω να βρω την ορθογραφία μου και μου φωνάζουν πως οι λέξεις που χρησιμοποιώ δεν υπάρχουν. Ειδικά όταν βρίζω, τότε οι γραμμούλες πολλαπλασιάζονται και διαιρούνται και ο καθώς πρέπει υπολογιστής μου ζητάει ενοχλημένος να προσθέσω αυτές τις λέξεις στο λεξικό του με αντάλλαγμα να μη μου βγάζει ξανά κόκκινες γραμμούλες. Κι εγώ πειράζει που χέστηκα για τις άγνωστες λέξεις του που μόνο σε αυτόν είναι άγνωστες ή θα πρέπει να το λάβω και αυτό σοβαρά υπ’ όψιν μου μέχρι να μου αποδείξει πως είναι υπολογιστής αμέμπτου ηθικής; Οχούυυυυυυυυυ…………
-κι άλλη κόκκινη γραμμούλα-
Ζωή μιας συλλαβής δίφθογγης καληνύχτα…
Τετάρτη 20/10/10 22.24
Φωτο: http://gromyko.deviantart.com/art/A-Beggar-and-a-Cup-II-51802252