30.9.10

Έχω περίοδο, η κοιλιά μου έχει αγκάθια, έξω έχει λιακάδα και η ατμόσφαιρα αέρα. Τόσο ήταν. Μια βροχή εκατό λιακάδα. Θα μου πεις, είναι ισορροπία αυτό; Θα σου πω. Όχι. είναι ρατσισμός. Βράζω γιουβαρλάκια αντιδραστικά σε ένα Φθινόπωρο που είναι Άνοιξη και κλείνω τα πατζούρια για να γίνει συννεφιά. Χτυπάω το ωάριό μου το άχρηστο με λεμόνια και το κάνω αυγολέμονο. Καπνίζω κι έχω νεύρα. Πονάω. ‘‘Οι γυναίκες είναι τα μοναδικά ζώα στον πλανήτη που αιμορραγούν για επτά μέρες συνεχόμενες χωρίς να πεθάνουν. Περιμένεις συμπόνια από αυτές;’’ Είχα ακούσει  σε μια συζήτηση σε ένα σαλούν  σε ένα γουέστερν της δεκαετίας του δε θυμάμαι πια. Όλα μονάδα. Και ναι, συμπόνια για κανέναν τώρα. Δε μπορώ, είμαι φαρμακαποθήκη. Οι φαρμακαποθήκες δε συμπονούν. Ανοίγω τηλεόραση και ποιοι άραγε φτιάχνουν τις διαφημίσεις για τις σερβιέτες; ‘‘Ζήσε κάθε περίοδο της ζωής σου’’ και μαλακίες. Εγώ τη ζω. Εκείνη με σκοτώνει. Ανίδεοι. Πόσο εκνευριστικά ανίδεοι. Πόσο ,πόσο, πόσο ,πόσο εντυπωσιακά ανίδεοι! Πάντα με εντυπωσίαζαν οι ανίδεοι. Οι ανίδεοι και οι βλάκες. Οι φλέβες μου χτυπούν σε όλο μου το σώμα και πιο πολύ με ενοχλεί εκείνη που χτυπάει στον αγκώνα. Και τι χαρωπές οι διαφημίσεις! Ανίδεοι, το κέρατό μου μέσα…
Πηγαίνω στο μπάνιο και ο Ιάκωβος με παρατηρούσε να σπάω κύτταρα στο πάτωμα. Γειά σου Ιάκωβε, θέλεις κάτι; Δεν είναι η μέρα μου σήμερα. Περίμενε να ξανασηκωθώ για το μπάνιο και τότε θύμησέ μου να σε ταΐσω. Τώρα έρπομαι. Δεν είμαι άνθρωπος, είμαι εξωγήινη κάμπια με περίοδο.
Ωραία.  Έμαθες πολλά για μια ακόμα μέρα της ζωής μου. Ξεκουμπίδια τώρα. Θέλω να κοιμηθώ…

Πέμπτη 30/09/10 13.46
Φώτο: http://yaminur.deviantart.com/art/H-o-p-e-l-e-s-s-847163?q=&qo=

29.9.10



Όλο το κορμί ένας ρυθμός αφιερωμένος σε 'σενα που βρέχεις...

25.9.10


Φυσάει. Κι εγώ έβαλα τα σανδάλια μου σήμερα και τα δάχτυλα των ποδιών μου πάθαιναν κράμπες από το κρύο. Θα ήθελα σήμερα να φορούσα μπότες κι εκείνο το μακρύ φόρεμα που αγόρασα πέρσι το χειμώνα. Το μαύρο με τα σκούρα πράσινα τελειώματα στα μανίκια και το άνοιγμα στο στήθος.
Ψιλοβρέχει εδώ, ενώ  στην Αθήνα έμαθα πως ρίχνει καρεκλοπόδαρα. Στρίβω ένα τσιγάρο με σκοπό να συνεχίσω να σου γράφω μα χτυπάει το τηλέφωνο κι εκείνο καίγεται άσκοπα. Έκλεισα. Στρίβω ακόμα ένα και συνεχίζω…
Όπως σου είπα, εδώ ψιλοβρέχει. Ο αέρας σεργιανά τις σταγόνες μια εδώ, μια εκεί, μια πάνω στις βλεφαρίδες μου. Το μπαλκόνι μουσκεύεται και ποτίζει την καινούρια μου λεβάντα, την Έρικα που είναι έτοιμη ν’ ανθίσει, και τα υπόλοιπα σαράντα επτά λουλούδια μου. Τα νυχτολούλουδά μου έχουν γεμίσει κρεμαστά άνθη που περιμένω να ανοίξουν να ποτίσουν την οσμή μου με δηλητηριώδη μαγικά αρώματα. Η ρίγανη, η λεβάντα, η Λουΐζα, η μέντα, ο δυόσμος, το φασκόμηλο, το δενδρολίβανο και η μαντζουράνα μετά τη βροχή στέλνουν μηνύματα ερωτικά το ένα στο άλλο. Ο Ιβίσκος γέρνει πάνω στο γιασεμί και η ελιά μπερδεύει τα κλαδιά της στην αχλαδιά. Η γαρδένια φλερτάρει με το γεράνι και η μολόχα με την Αροκάρια. Μπέρδεμα, ε; Και μετά μου λες πως ο Έρωτας το Φθινόπωρο κοιμάται…
Δε σου είπα τα νέα της ψαρούπολης! Ναι, γέμισε πάλι. Ο Αχιλλέας και η Φιλαρέτη κρύβονται πίσω απο τον βράχο μονίμως και παίζουν με τις μπουρμπουλίθρες. Ο Προκόπης ο Γρήγορος το πρωί ήταν καθισμένος στον θερμοστάτη και τώρα κάνει βόλτες στο τζάμι. Η Φεβρωνία, η γκόμενα του Μένιου του Χρυσόψαρου, πρέπει να περνάνε κρίση με τον καλό της  μετά τη γέννηση του Αχιλλέα και της Φιλαρέτης, γιατί  μοιάζουν περισσότερο στον Ιάκωβο τον Σκέτο, παρά στον Μένιο. Ο Νώντας ο γλύφτης πάσχει από βαριά κατάθλιψη και κρύβει τα αντικαταθλιπτικά του κάτω από τον βράχο, δίπλα στο πιθάρι. Ο Ιάκωβος είναι ο πιο όμορφος και αυτό υποψιάζομαι πως θα δημιουργήσει προβλήματα ανταγωνιστικότητας. Τα αγόρια θα σφαχτούν, τα κορίτσια θα ματώσουν αλλά νομίζω πως ο Ιάκωβος αγαπάει μόνο εμένα. Και η συμμορία συνεχίζεται…

Βρέχει. Βγες στο μπαλκόνι! Θα είμαι εκεί πάνω στο πεζούλι και θα σε περιμένω να με αγγίξεις…

Σάββατο 25/09/10 19.51
Φωτό:http://browse.deviantart.com/?q=aquarium&order=9&offset=96&offset=144#/d1klaqz

24.9.10

18.9.10


Είδες που σου είπα πως θα περάσουμε όμορφα αν έρθεις; Είδες που μπορεί να πεθάνω πριν σε δω ξανά αλλά και πάλι το ίδιο θα είναι σαν να ήμουν εδώ; Είδες που το τόλμησα τελικά κι έβαψα μωβ και μπλε τα μαλλιά μου κι εσύ ήρθες κάτι ώρες νωρίτερα και δε το είδες; Και μπορεί και να πεθάνω πριν με δεις ξανά…
Όχι μωρέ… μη το βλέπεις έτσι… δε το λέω πως έτσι θα γίνει στα σίγουρα. Απλά ακολουθώντας τη ζωή μπορεί και να βρεθείς ξωπίσω της καμιά φορά. Και στο τέλος να βγεις έξω από αυτή επειδή τα παράτησες πριν ξεκινήσεις μόνος. Και να σου πω και κάτι; Ψιλοβαρέθηκα να διορθώνω τα ορθογραφικά μου…

14.9.10



Στέκεται στην πόρτα κοιτάζει αν έχει κλείσει όλες τις βρύσες και τα φώτα
κλειδώνει εφτά φορές, ξέρεις δεν είναι όπως πρώτα, πρέπει πάλι να αλλάξει κλειδαριά`
Κίνηση στο δρόμο μέσα απ' το αυτοκίνητο κοιτάει τον αστυνόμο που κοιτάζει τα παιδιά,
τα παιδιά κοιτάνε έναν κόσμο που οι βιτρίνες χρόνια τώρα αντανακλούν πια τόσο καταπληκτικά.

Χαίρετε, διατάξτε μαζί με τα σκουπίδια σας πετάξτε με ή αλλάξτε μου τα φώτα,
τελικά είχατε δίκιο το αυγό έκανε την κότα κύριε διευθυντά.
Κι ύστερα στο σπίτι, διαδίκτυο, ενημέρωση, εκπομπές για τον πλανήτη, αντικαταθλιπτικά
βγαίνει στο μπαλκόνι, πηδάει και σκοτώνεται, μετά διαφημίσεις και μετά αθλητικά.

Όμως τι ωραία, ήταν όνειρο, θα βγει με την παρέα και με εκείνο τον κακόμοιρο`
θα πέσει στο κρεβάτι, τι μαρτύριο η αγάπη, ξυπνητήρι στις εφτά
Μες τη λεωφόρο, παρατάει το αυτοκίνητο, καλεί ασθενοφόρο και πετάει τα κλειδιά`
μέσα από την τσάντα, βγάζει το περίστροφο, πριν απ' τα τριάντα είδε ήδη αρκετά.

Καταπληκτικά... τι καταπληκτικά, αντικαταπληκτικά.

12.9.10

…και χαθήκαμε… σ’ ένα άγνωστο μέρος εγώ κι εσύ και φοβόσουν τόσο που άρχισες να κλαις και τα γερασμένα σου μάτια γέμισαν νερό. Κι εγώ γελούσα. ‘‘Μη κλαις γιαγιά, θα μας βρουν, μη κλαις!’’ κι εσύ έκλαιγες κι άλλο, δε με πίστευες. Κι εγώ γελούσα. ‘‘Μη κλαις γιαγιά…’’ κι έπειτα ξύπνησες…
Σήμερα το πρωί μου τηλεφώνησες και μου είπες το όνειρό σου. Ήσουν λίγο τρομαγμένη και ανήσυχη. Κι εγώ γελούσα. Και όταν γελάω δυνατά, εσύ ηρεμείς. Μου άρεσε το όνειρό σου όσο και αν σε ανησύχησε. Είναι που με γοητεύει το άγνωστο κι αισθάνομαι σαν βαγόνι σε  τρενάκι λούνα παρκ που πάω πάνω κάτω, ανεβαίνω αργά, κατεβαίνω με φόρα μέσα στο τούνελ του τρόμου. Παιχνίδι είναι γιαγιά. Αυτός είναι ο σκοπός να σε φοβίσουν και να σε τρομάξουν. Μα εγώ δε φοβάμαι. Θα κάνω το άγνωστο παιδική χαρά και θα γελάω. Κι έτσι θα γελάς κι εσύ μαζί μου. Μ’ εμπιστεύεσαι, έτσι δεν είναι;
Τον τελευταίο καιρό ξορκίζω αριθμούς. Έναν τη βδομάδα. Σήμερα άλλαξα δεκάδα και ξόρκισα το εβδομήντα. Να πάει στο καλό, να μη γυρίσει πίσω. Πίνω μια γουλιά καφέ και τόσο θα ήθελα να κοιμηθώ λίγο ακόμα αλλά τα δικά μου τα όνειρα παιδεύονται από μόνα τους και ξύπνησα περίεργα. Περίεργη νύχτα η χτεσινή εφημερία. Το τηλέφωνο χτυπούσε συνεχόμενες φορές και κάθε φορά εγώ ίδρωνα. Και δε μπορούσα να ξεχωρίσω τι ήταν αλήθεια και τι όνειρο. Και τελικά ήρθα στον καναπέ και άπλωσα το κορμί μου μερικές στιγμές πριν φύγεις να πας στο γραφείο και με σκέπασες απαλά με την κουβέρτα και με χάιδευες στην πλάτη μέχρι τη στιγμή που δε τη θυμάμαι πια. Με φίλησες απαλά κι έπειτα άκουσα την πόρτα να κλείνει σε έναν κόσμο που ήταν εκτός των ονείρων μου.
Ο ουρανός είναι βαρύς από χτες. Η βροχή με προσπερνά επιδεικτικά κι εγώ αρχίζω να θυμώνω που όλο μπερδεύονται τα ραντεβού μας και δε βρισκόμαστε ποτέ. Ήταν σπίτι μου όλο το βράδυ αλλά εγώ έλειπα. Όταν γύρισα, εκείνη είχε φύγει. Ένα κυνηγητό που τελικά δε ξέρω αν εγώ κυνηγάω εκείνη, ή εκείνη εμένα. Δε ξέρω αν με αποφεύγει για κάποιον λόγο ή αν την αποφεύγω εγώ ασυνείδητα. Μοιάζουμε με δύο ξεχωριστές υπάρξεις που θέλουν τόσο να βρεθούν μα πάντα ο ένας μαντεύει λάθος την ανάγκη του άλλου. Και μπορεί να βρέθηκαν κάποτε ως άγνωστοι και δε το έμαθαν ποτέ. Και μόλις εμφανίζομαι εγώ, εκείνη έχει μόλις φύγει. Και όταν κουράζομαι να την περιμένω, τότε πέφτω και κοιμάμαι τόσο βαθιά που δεν ακούω τα ποδοβολητά της στα κεραμίδια. Κι εκείνη αποκαμωμένη από τα χτυπήματα στην πόρτα της επιθυμίας μου φεύγει. Και τότε ξυπνώ εγώ. Κι έχω την αίσθηση που είχα μια φορά που περίμενα να χτυπήσει το τηλέφωνο κι εκείνο το ρημάδι δε χτυπούσε. Και μια φορά το άκουσα να χτυπά μανιασμένο όταν ανέβαινα τις σκάλες. Κι έτρεχα. Και μπήκα σπίτι και τσάκισα μερικά δάχτυλα των ποδιών μου. Και πετάγομαι στον καναπέ και το πιάνω και το σηκώνω και.. ‘‘Παρακαλώ;’’ Και ‘‘ τουτ, τουτ, τουτ, τουτ,τουτ,τουτ,τουτ, τουυυυυυυυυυυυ…..’’
Το απόγευμα θα με πας στον Χορτιάτη. Ε! Μη μου λες πως είσαι κουρασμένος! Μου το υποσχέθηκες! Και σε μικρό και τρελό μη τάζεις! Κι εγώ δε ξέρω τι από τα δύο είμαι περισσότερο. Θέλω να πάω εκεί να πιάσω τη βροχή στα πράσα και να την αιφνιδιάσω με την παρουσία μου. Ξέρω… θα μου την πεις στο τέλος. Πως αφού εμένα δε μου αρέσουν οι εκπλήξεις, γιατί το κάνω εγώ; Ε, και; Επειδή εμένα δε μου αρέσουν δε σημαίνει πως δεν αρέσουν και σε κανέναν άλλο στον πλανήτη! Άλλωστε αρχίζω να πιστεύω πως εγώ είμαι η στραβή και ανάποδη που δε μου αρέσουν. Κι αν και σ’ εκείνη τελικά δεν αρέσουν, τότε θα μου κρατήσει μούτρα για μερικές βδομάδες ή μήνες αλλά τότε θα καταλάβω τον λόγο που ταιριάζουμε πάρα πολύ. Θα ήθελα να ήμουν φθόγγος της μουσικής της, της λυσσασμένης.



…τη βλέπεις τη Λιβελούλα μου;


Κυριακή 12/09/10 13.56
Φώτο: http://jerry8448.deviantart.com/art/Dreaming-79889560?q=boost%3Apopular+dreaming&qo=1

11.9.10

Αγαπώ τη μοναξιά μου… να κρυφτώ στο καβούκι μου και να βγω μετά από καιρό πιο όμορφη, πιο ξεκούραστη, να αγαπάω πιο πολύ από πριν…
Αγαπώ τη βροχή… να ‘ρθει και να ξεπλένει τον κήπο του νου, να ποτίσει κουράγια και την λευκή υπομονή μου…
Αγαπώ το Φθινόπωρο που κάνει τους ανθρώπους όταν κοιμούνται να αγκαλιάζονται…
Αγαπώ την ιδέα σου, καλέ μου, τον εαυτό σου, το είναι σου, που όταν ξυπνάς, χτυπάς τα πόδια σου στο κρεβάτι και γκρινιάζεις ‘‘νυστάζω σου λέω!’’
Αγαπώ τη Φιλία με Φ κεφαλαίο.
Αγαπώ την ομίχλη που σκεπάζει τα πάντα. Εκείνη που κρύβει την ομορφιά αλλά κρύβει και την ασχήμια.
Αγαπώ τον πρώτο νες καφέ της μέρας το χειμώνα. Μία κουταλιά καφέ, τρείς ζάχαρη και πολύ γάλα. Με βροχή και ομίχλη.
Αγαπώ τις μουσικές τις ασύμβατες ακόμα και με τον ίδιο μου τον εαυτό.
Αγαπώ ν’ αγαπώ.
Αγαπώ ν’ αγαπιέμαι…

Κρίμα που δεν έχω κάποιον να καλέσω…
Είμαι πιο χαμένη από τον κόσμο απ’ όσο πίστευες, κοριτσάκι…

Φώτο: http://browse.deviantart.com/?q=love&order=9&offset=408#/dm02s1

10.9.10


Η ζωή είναι ένα κομμάτι πάζλ στο απέραντο πάζλ της ίδιας της ζωής. Το βρίσκεις λίγο μπλε και το βάζεις στη θέση του ουρανού. Μετά δε σου ταιριάζει και το βάζεις σε μια θάλασσα πάνω. Κι έπειτα συνειδητοποιείς πως είναι ένα κομμάτι που δε ταιριάζει στη δική σου ζωή και πως είναι δανικό κομμάτι της ζωής κάποιου άλλου…
Αλλάζει ο καιρός κι εγώ τον περιμένω να κλάψει πάνω στο πρόσωπό μου, να πέσουν σταγόνες λύτρωσης να δροσίσουν το κορμί μου που καίγεται και άντε να βρεις βρύση να ξεπλένει τη σκόνη του χθες χωρίς απορρυπαντικό και χωρίς να αφήσει σημάδια από λεκέδες ανεξίτηλους. Ξέρεις ποιους λέω. Εκείνους που αφήνει το κεράσι ή το γρασίδι και όσο και αν πλένεις μόνο με χλωρίνη θα βγουν και άντε τώρα να βάλεις χλωρίνη πάνω σε χρωματιστό μπλουζάκι. Πρέπει να διαλέξω. Ή τους λεκέδες ή το μπλουζάκι. Κι έπειτα συνειδητοποιώ πως ένα κατεστραμμένο μπλουζάκι με λεκέ τι να το κάνω; Και αντί να το πετάξω, το βάζω στη ντουλάπα με τα άλλα κατεστραμμένα. Και όλα τα κατεστραμμένα γίνονται βουνό και όταν θελήσω να τα πετάξω πρέπει να μετακινήσω και τον Όλυμπο μαζί.
Σήμερα το πρωί τηλεφώνησα στην απουσία. Κι εκείνη απάντησε με απουσία. Και μια φωνή ‘‘Η συνδρομήτρια της μοναξιάς έχει το τηλέφωνο κλειστό. Όταν γυρίσει η έννοια της μοναξιάς θα πάψει’’. Και μελαγχόλησα. Ειδικά όταν η μοναξιά γίνεται παρουσία της απουσίας της πληγής της αθεράπευτης. Είναι μαλακία συναίσθημα. Σου το είχα πει και πριν από κάνα δυο χρόνια-θυμάσαι;
Έχω πόρτες και παράθυρα ανοιχτά και ο αέρας χτυπάει μια την πόρτα του γραφείου μια του σαλονιού. Κι εκεί που με απορροφά μια και μόνο σκέψη τρομάζω και τινάζομαι μέχρι τα κεραμίδια της σοφίτας. Θέλω να στρώσω και πάλι τις βελέντζες στη σοφίτα και ας μου λες ότι βιάζομαι. Θέλω να ανάψω τα κεριά μέσα στο φανάρι δίπλα στο τζάκι και τα λαμπάκια από το Ναύπλιο. Θέλω να πέσω σε μια λακκούβα νερό και να γίνω μούσκεμα και να γελάω. Να περπατήσω απρόσκλητη στην πόλη και να με κοιτάζουν περίεργα. Θα ήθελα να έφταναν τα πόδια μου να οδηγήσω τη μηχανή σου και να φτάσω στην άκρη του κόσμου, στην άκρη της αυλής μου. Θα ήθελα να μην έλειπες. Θα ήθελα να μην έλειπα κι εγώ…

Παρασκευή 10/09/10 18.19
Φωτό: http://browse.deviantart.com/?q=loneliness&order=9&offset=24#/d2434ge

5.9.10

Μέρα βροχής και ομίχλης. Σκέφτηκα να μη σου μιλήσω. Ούτε μια σταλιά. Ούτε μια ερωτική λέξη να μη πω στις σταγόνες σου. Να σε ρουφήξω και να ξεδιψάσω τη γλώσσα μου και πριν σε καταπιώ να σε φτύσω στο μπαλκόνι μέσα στο λούκι. Μπορώ να εξαφανιστώ όποτε θέλω εγώ, αλλά δε σε βαρέθηκα ακόμα.
Μέρα βροχής και ομίχλης δύο. Και σήμερα έπλυνα το ενυδρείο για να ξαναζωντανέψω μια νεκρή ψαρούπολη από καιρό πεθαμένη. Και θα βάλω και πολλά χρυσόψαρα να περνούν ανάμεσα από τις μπουρμπουλήθρες και να κάνουν τραμπάλα πάνω στο καλώδιο του θερμοστάτη. Και θα βάλω και ένα πορτοκαλόψαρο σε χρώμα μπλε. Ξέρεις πιο λέω; Εκείνο που είναι όλο μπλε με πορτοκαλί ουρά. Θα μοιάζει με τον Γκότζο αλλά θα του δώσω άλλο όνομα. Δε μου αρέσει να μοιράζομαι αναμνήσεις υποκατάστατες με πρόσωπα που μοιάζουν. Α! Μωρό μου; Θα μου κατεβάζεις και το μεγάλο το πιθάρι από το πατάρι των ψαροαναμνηστικών; Εκείνο που φιλοξενούσε τον Διογένη για δώδεκα φεγγάρια. Ναι… αυτό… που μετά έγινε το αγαπημένο του Μπόμπου. Που ποτέ δε μου άρεσε το όνομά του-Μπόμπος….-αλλά τελικά του έμεινε μέχρι τον θάνατό του.
Μπαίνω στην κουζίνα και πλένω τα πιάτα του αλλόκοτου μεσημεριανού τραπεζιού μας. Κι εσύ με τυλίγεις με δυο χέρια και με ρωτάς αν σ’ αγαπάω. Κι έπειτα αν έπαψα ποτέ, από τη στιγμή της σύλληψης. Και μετά από την αρχή του τέλους του προηγούμενου πριν την αρχή του επόμενου κόσμου. Και μια τρισύλλαβη λέξη έπιασε τις βλεφαρίδες σου κι έμεινε εκεί ως το τέλος της επόμενης γέννησης. Κι εσύ χαμογέλασες με ικανοποίηση. Γύρισες την πλάτη. Ε! Που πας! Δε σου τελείωσα! Δε….

Φώτο: http://browse.deviantart.com/?q=goldfish&order=9&offset=24&offset=72#/d14usq4
Κυριακή 05/09/10 18.14