18.5.09

Η ώρα πήγε τόσο που βαριέμαι. Ακόμα και να κρατήσω την υπόσχεσή μου για σιδέρωμα. Χίλιοι τόνοι απο αυτά τα άψυχα που έχουν όμως φωνή και τα ακούω μέσα στο κεφάλι μου προσπαθούν να δραπετευσουν μέσα απο τη ντουλάπα και να πάνε στα συρτάρια τους τακτοποιημένα, μα βαριέμαι.
Ήρθε η Ρούλα σήμερα κι εγώ θα πάω για καφέ μαζί της ατο Πανόραμα μαζί με τη Ντίνα. Μπορεί, λέει, να έρθει και ο σπόρος και μια που είπα σπόρος να σου πω πως ο Σοφοκλής, αν και ο πιο μικρός απο όλους, έγινε ο πιο μάγκας εκει μέσα. Τον βλέπω καθώς κόβει βόλτες ανάμεσα στις μπουρμπουλίθρες οξυγόνου να κάνει τούμπες. Ο Μπόμπος βγήκε απο το πυθάρι του λίγο και για μια στιγμή τις προάλλες μου θύμισε τον Διογένη.
Μετά τη χθεσινοβράδυνή μπόρα το μυαλό μου πλυμμύρισε κι εγώ προσπαθώ να μαζέψω τα πάντα με σφουγγαρόπανο. Οι φακές βράζουν και χύνονται όλες πάνω στην κεραμική κι εγώ παρατάω τη τεμπελιά μου στο μπράτσο της διπλανής πολυθρόνας και σηκώνομαι σαν ελατήριο. Επιστέφω πίσω και βρίσκω τη τεμπελιά μου μούσκεμα απο τα λιμνάζοντα νερά μιας βόλτας βροχερής που κράτησε απο χτες το βράδυ που έφυγα μέχρι σήμερα το πρωί που γύρισα. Έφυγα... γύρισα...
Μια μπλούζα σου μακό το έσκασε απο το ανοιχτό φύλο της ντουλάπας και τρέχει στο σαλόνι. Την πιάνω με κόπο και της λέω πως κέρδισε. Ξεκινώ σιδέρωμα...

Δευτέρα 18/05/09 13.30
Φωτό: http://mademoiselle-phoenix.deviantart.com/art/To-Wish-Impossible-Things-89037158