26.12.10



Give a little time for the child within you,
Don't be afraid to be young and free.
Undo the locks and throw away the keys
And take off your shoes and socks, and run you.
La, la, la...

Give a little time for the child within you,
Don't be afraid to be young and free.
Undo the locks and throw away the keys
And take off your shoes and socks, and run you.
La, la, la...

Run through the meadow and scare up the milking cows
Run down the beach kicking clouds of sand
Walk a windy weather day, feel your face blow away
Stop and listen: Love you.

Roll like a circus clown, put away your circus frown
Ride on a roller coaster upside down
Waltzing Matilda, Carey loves a kinkatchoo
Joey catch a kangaroo, hug you.

Dandylion, milkweed, silky on a sunny sky
Reach out and hitch a ride and float on by
Balloons down below catching colors of the rainbow
Red, blue and yellow-green: I love you.

Bicycles, tricycles, ice cream candy
Lollypops, popsicles, licorice sticks
Solomon Grundy, Raggedy Andy
Tweedledum and Tweedledee, home free.

Cowboys and Indians, puppydogs and sandpails
Beachballs and baseballs and basketballs, too.
I love forget-me-nots, fluffernutters, sugarpops
I'll hug you and kiss you and love you
La, la, la... Love you.

24.12.10

Είσαι άρρωστος.
Stop.
Εχεις και εμένα να σου γκρινιάζω συνέχεια γι'αυτά που βλέπω να έχουν μείνει.
Μουρμούρα.
Ακούω εσένα να γκρινιάζεις?
Ειδικά τώρα που τα πάντα σου φταίνε, κρυώνεις ενω ταυτόχρονα ζεσταίνεσαιι, έχεις πονοκέφαλο, τρέχει η μύτη σου -κι άντε να την πιάσεις- ενώ ταυτόχρονα κι αυτή ειναι βουλωμένη, μπορεί και να 'χεις πυρετό, εγώ παίζω με την φωτιά, ώρα τώρα, εξαφανίσθηκε, ώς δια μαγείας, ο κουραμπιές απο το πιάτο, το πρωί πληρώσαμε τα κρέατα χρυσά αλλά τώρα που το σκέπτομαι μπορεί η κότα μου να ειναι εκείνη που βγάζει χρυσά αυγά -αυγά ή αβγά ?- και το κατσίκι σου να ήταν γαλαζοαίματο, εγώ συνεχίζω να πάιζω με το τζάκι και εσύ τώρα να καίγεσαι.... πόοοοορταααα κρυώνω μου λες.....
Δεν ξέρεις  αν μπορεις να μου προσφέρεις τα ιδανικά Χριστούγεννα, αλλά μπορείς να μου πεις ότι καλά θα' ναι κι έτσι. Απόψε το ρεβεγιόν θα ειναι εικονικό...! Σκέφτομαι  κάπου όμορφα μαζί, βάζω κι ένα τζάκι για να' χω να παίζω -και να μου τη λες-, πίνω  δύο ποτηράκια κρασί, ενα για μένα κι ενα για σένα, για το Χρόνια πολλά, βάζω  πάνω μου κάτι όμορφο, έστω και τις καλές μου πιτζάμες, και έρχομαι  να περάσουμε ένα όμορφο βράδυ, ούφ ζεσταίνεσαι.
Να ξέρω πάντα ότι εσύ θα μ’ αγαπάς μικρή σου σταχτοπ΄θυ... ούπς, σταχτοπο΄θτ.... ωωωω σταχτοπούτα σου. Το έγραψες.
Ακόμα και στην μουρμούρα μου.

Καλά Χριστούγεννα ματάκια μου. Να ε'ιμαστε καλά και σου εύχομαι τα όνειρά σου να σκάσουν μύτη γρήγορα......

Εχεις ενα θέμα με τους τόνους απόψε.



…όσο εσύ κι εγώ… κι αυτές οι υπογραμμισμένες λέξεις είναι οι μόνη δική μου έμπνευση στολίδι της δίχρονης ζωής μου

18.12.10


Μου φαίνεται περίεργο. Ή μάλλον αδιανόητο.  Τόσο που το μυαλό μου ακόμα δεν έχει καταχωρίσει την πληροφορία στο ακέραιο κι έτσι μπορώ να πλάθω μια πραγματικότητα όμοια με την προηγούμενη ζωή.
Μεγάλωσες, σκέφτηκα αλλά μεγάλωσα κι εγώ. Εγώ ίσως πιο γρήγορα από ‘σένα.  Δε με πειράζει που μεγαλώνουμε, με πειράζει που μεγαλώνουμε χώρια. Ούτε οι άσπρες τρίχες στα μαλλιά μου με πειράζουν. Άλλωστε τις κουβαλάω από μικρή. Κι ας υπερδιπλασιάστηκαν. Απλά θα ήθελα να τις έβλεπες συχνότερα. Δικαιολογίες. Αν ήθελα, αν ήθελες κι εσύ θα γινόταν. Μη κοιτάς που κανακεύουμε τους εαυτούς μας. Είναι που μας αρέσει να το κάνουμε για να νιώθουμε δίκαιοι με αυτούς.
Μερικές φορές στέκομαι απέναντί σου και δεν έχω τίποτα να σου πω. Κάποιες από αυτές κοιτάζω στο ταβάνι, στο πάτωμα κι έπειτα πετάω μια μαλακία για τον καιρό. Υπάρχουν όμως και οι άλλες. Εκείνες που απολαμβάνω τη σιωπή σου. Σαν γλυκό του κουταλιού τριαντάφυλλο. Με τα μάτια κλειστά. Θυμάσαι τότε που κοιταζόμασταν κι εγώ σου έλεγα πως τα σύννεφα είναι ζωντανά, πιο ζωντανά από μερικούς από εμάς κι εσύ μου έλεγες παραμύθια με χιονονιφάδες;
Κάποιος ψηλά νιώθει μοναξιά. Σε περιμένει να γιορτάσει μαζί σου μια αιώνια τελευταία επέτειο. Είμαι  λίγο θυμωμένη μαζί του αλλά και λίγο στεναχωρημένη. Ά! Και λίγο χαρούμενη. Ξέχασα να το πω. Είμαι σίγουρη πως σου έλειψε κι εσένα.  Ευτυχώς οι γιατροί λένε πως θα προλάβω να σου δώσω το δώρο σου και θα το κάνω αν μου υποσχεθείς πως θα περιμένεις μέχρι την επόμενη  γέννηση του νεογέννητου κομματιού του εαυτού μου. Μη  φύγεις. Έχω κάτι να σου δώσω…
Ο Καρκίνος στους πνεύμονές σου μοιάζει λίγο με κάποιους ανθρώπους. Μόνο  που ο δικός σου σε τρώει από μέσα. Χρήζει σεβασμού, γι αυτό τον γράφω με κεφαλαίο κάπα. Αφού έχει καταφέρει και έβαλε αντίστροφο χρονόμετρο και σε παίρνει σιγά σιγά από τη δεδομένη μου ζωή μαζί σου, ναι. Χρήζει σεβασμού, κακά τα ψέματα. Θρέφεται από τους πνεύμονές σου. Εγώ όμως θα ταΐζω τους πνεύμονές σου για να μεγαλώνουν πιο γρήγορα από όσο τρώγονται. Έτσι θα σε κρατήσω για πάντα ζωντανό.
Σ’ αγαπώ. Και χαίρομαι που δε σου το λέω μόνο τώρα που ξέρω. Χαίρομαι που σου το λέω κάθε φορά που σε βλέπω στην αγκαλιά μου λίγο πριν σε πνίξω με τα φιλιά μου.
Χαίρομαι πολύ που σε γνώρισα.
Χαίρομαι πολύ που μ’ αγαπάς.
Χαίρομαι πολύ που σ’ αγαπάω κι εγώ…




Στον Παππού…


Σάββατο 18/12/10 18.54

16.12.10

@#)@_!#!@!#!@$)#@)($!#@Θ()$@#*


Θα σου πω να μου πεις το ίδιο. Και αν βαριέσαι, δε πειράζει, θα σου τρίψω τις πατούσες και θα ξεβαρεθείς. Θα πάρω τα μάτια σου και θα τα φυτέψω πάνω στο χιόνι να μεγαλώσουν να γίνουν χιονόδεντρα να θρέφουν χιονάνθρωπους.  Κι εκείνα θα ανθίζουν το χειμώνα και θα πεθαίνουν την Άνοιξη. Κι έπειτα θα υποκλέψω ήχους χαμόγελου και θα τους κρεμάσω πάνω στα κλαδιά. Θα τα ονομάσω χιονόφυλλα που θα ταΐζουν ξεχασμένα χιονοπουλιά.
Ο κόσμος έξω από το παράθυρό μου είναι ένας τεράστιος κουραμπιές. Θα ήθελα να βγω έξω και να δαγκώσω ένα κομμάτι του αλλά θα χαλάσω στο αρμονικό του σχήμα. Αισθάνομαι βέβηλη και μόνο με τη σκέψη. Θέλω να πασπαλίσω με άχνη όλους τους δρόμους που πατήθηκαν να μην υπάρχουν ίχνη ζωής κινούμενης. Τα δάχτυλά μου έγιναν λευκά από το κρύο και τα νύχια μου φαίνονται ματωμένα αλλά δεν είναι. Θέλω να τσουλήσω πάνω στα περβάζια και να καταπιώ κρύο και αέρα παγωμένο και να πιω λίγη ομίχλη. Να ξεδιψάσω κάποια άνεργα συναισθήματα που ψάχνουν απεγνωσμένα σε μικρές αγγελίες απασχόληση. Μη θυμώνεις… μιλώ για τα συναισθήματα της μοναξιάς. Εκείνα που δε μένουν ποτέ μόνα για να πονέσουν. Και όταν μένουν είναι συναισθήματα μερικής απασχόλησης και μειωμένου μεροκάματου. Που την επόμενη στιγμή γεμίζουν με παρουσία και δε προλαβαίνουν να βιώσουν την υπεροχή της μοναξιάς.
Το τζάκι είναι η μόνη μου παρέα αυτή τη στιγμή. Οι μόνοι ήχοι που ακούγονται είναι εκείνοι των ξύλων που καίγονται και κάνουν  τσαφ τσαφ λίγο πριν γίνουν πυροτέχνημα κι έπειτα στάχτη χωρίς ιδιαίτερη υπόσταση. Που και που ακούγεται και η ανάσα μου που την κρατάω κάθε φορά που περιμένω κάτι να συμβεί.
Σταμάτησε να χιονίζει. Κι εγώ περιμένω τη νιφάδα που θα στολίσει το χερούλι της μπαλκονόπορτας του σαλονιού μου. Πες της Χιονάτης να μείνει σπίτι απόψε. Κάνει πολύ κρύο…


Πες το μαζί μου...

Άσπρη μέρα ξέξασπρη και από το χιόνι ξεξασπρότερη
Άσπρη μέρα ξέξασπρη και από το χιόνι ξεξασπρότερη
Άσπρη μέρα ξέξασπρη και από το χιόνι ξεξασπρότερη
Άσπρη μέρα ξέξασπρη και από το χιόνι ξεξασπρότερη
Άσπρη μέρα ξέξασπρη και από το χιόνι ξεξασπρότερη



Πέμπτη 16/12/10 15.15

10.12.10

@_#)+!@_#@!_#(@$)(*!@#


Βαρδάρης. (ο) Είναι ουσιαστικό. Είναι άνεμος ψυχρός, παγωμένος και δυνατός. Τόσο δυνατός που μπορεί να ξεριζώσει δέντρα, σκεπές, καρδιές, ζωές ανθρώπων, συναισθήματα. Στο πίσω μπαλκόνι μου έχει βαρυχειμωνιά και στο μπροστά Χειμώνα. Το τζάκι καίει ασταμάτητα για να απορροφήσει την υγρασία από τα αίματα που βρίσκονται παντού˙ μέσα μου, μέσα σου, στον αέρα που αναπνέουμε, στους τοίχους στο ταβάνι στο πάτωμα, στα Χριστούγεννα, στους κουραμπιέδες και τα μελομακάρονα.
Έξω λυσσομανάει ο αέρας κι εγώ τον ακούω μέσα από την καμινάδα. Στο σαλόνι επικρατεί ησυχία συνειδητοποίησης και η φωτιά φουντώνει στο τζάκι και μέσα στις κόρες των ματιών μου. Χειμώνας. Κρυώνω. Κουκουλώνομαι και λέω να βάλω σε τάξη τα τούδε και τα ‘ κείνα. Πρώτα τις στάχτες. Κι έπειτα να τακτοποιήσω τον χαμό στο ντουλάπι δίπλα στους άλλους χαμούς. Αλφαβητικά. Ή μάλλον με ημερομηνίες πράξης.  Ή μάλλον αλφαβητικά. Ή δε ξέρω τέλος πάντων.
Το τζάκι έχει αλλάξει ιδιότητα. Δε λέγεται τζάκι. Λέγεται Το μέρος που στεγνώνουν τα πλυμένα. Θυμίζει γιαγιά στο χειμωνιάτικο καθιστικό που άπλωνε τα βρακιά μας πάνω στη ξυλόσομπα να στεγνώσουν. Το σπίτι είναι κρύο και ο θερμοστάτης είναι  κολλημένος στους -22oC και το σπίτι δε λέει να μαλακώσει. Πιάνω τις αρτηρίες μου που σταμάτησαν να αιμορραγούν εξ’ αιτίας του κρύου και τώρα αντί για αίμα έχω κατακόκκινα Χριστουγεννιάτικα κρυσταλλάκια που κρέμονται από τους καρπούς μου.
Βγαίνω στο μπαλκόνι να πάρω ένα ξύλο ακόμα για κάψιμο και ο αέρας μου παίρνει το κεφάλι. Εκείνο κάνει σβούρες, γύρω από πελώρια Γιατί, τόσες που κόντεψα να λιποθυμήσω από τον ίλιγγο. Τελικά ανακάλυψα πως δεν υπάρχουν ‘‘ Επειδή…’’ για όλα τα ‘‘Γιατί’’ του κόσμου. Μερικά πράγματα γίνονται χωρίς επειδή.  Πάντα για κάποιον λόγο που όμως ο λόγος δεν είναι πάντα μια λογική αιτία ή αφορμή.
Όλα ανάκατα στο κεφάλι μου. Και ένας ψίθυρος πως όλα είναι για καλό. Δε με πιστεύεις; Κι όμως είναι. Το θέμα είναι να το εκμεταλλευτούμε και να μην ακρωτηριάσουμε τις στιγμές. Οι μόνοι δότες οργάνων κι αίματος είμαστε εμείς…

Φωτό
Παρασκευή 10/12/2010, 15.54

5.12.10

)_@#_+!@#_

Τα σαββατοκύριακα φέρνουν τους ανθρώπους πιο κοντά και τους ενώνουν. Αρχίδια. Τα σαββατοκύριακα απομακρύνουν τους ανθρώπους επειδή τους φέρνουν πιο κοντά. Πιο κοντά στην πραγματικότητα, πιο κοντά στον εαυτό, πιο κοντά στην απομάκρυνση, πιο κοντά στον τεσσαρακοστό έβδομο παγκόσμιο πόλεμο. Τι; Μόνο δύο παγκόσμιοι έγιναν; Μωρέ τι μας λες! Όταν ο δικός μου ο κόσμος κάθεται στο πάτωμα της γωνιάς της μπαλκονόπορτας του γραφείου, ο παγκόσμιος γίνεται εκεί. Και ό,τι και να λες είναι ο τεσσαρακοστός έβδομος.
Είμαι θυμωμένη. Εξαγριωμένη και οργισμένη. Όχι με ‘σένα, κόσμε μου, αλλά με τις λέξεις. Εκείνες που ειπώνονται για να μελανιάσουν την περιοχή κάτω από τη μέση. Και τώρα βρίσκομαι μεσοπόλεμα. Σιωπή. Η μια μπότα στην κουζίνα και η άλλη στο σαλόνι. Και το μόνο που ακούγεται είναι το κωλοπλυντήριο που πλένει τα  άπλυτά μας για να είναι καθαρά για τα Χριστούγεννα. Τακτοποιημένα, πλυμένα, σιδερωμένα και μοσχοβολιστά στα συρτάρια και τις ντουλάπες. Μόνο τη ζωή μου ξέχασα να πλύνω. Στους οκτακόσιους βαθμούς μπας και λιώσει και ξαναγίνει από την αρχή.
Ακούω τα παιδιά από κάτω να οργιάζουν και σκέφτομαι τη ζωή που δεν έζησα ακόμα. Τη ζωή που σχεδιάζω να φτιάξω με μπόλικο σιρόπι, πιο σιρόπι ακόμα και από τα μελομακάρονα που ήθελα να φτιάξω το άλλο σαββατοκύριακο. Τι σκατά έκανα λάθος; Στη δόση για το νερό; Στη δόση για τη ζάχαρη; Ή μήπως που έβαλα παραπάνω πορτοκάλι και έχει γεύση ξινή;
Τραβάω μια γραμμή με δάχτυλο στην οθόνη μου και κοιτώ τον δείχτη μου που έγινε κίτρινος από τη νικοτίνη. Κολλημένη νικοτίνη θαρρείς από χρόνια. Πάνω από τριάντα. Την πρωτοχρονιά γίνεται τριάντα δύο. Ξέρει κάποιος να μου πει πως καθαρίζει η κιτρινίλα στην πολύτιμη οθόνη μου χωρίς να την καταστρέψω; Ξέρει;

σιγά να μην...


Φωτό:http://ikun.deviantart.com/#/d23f185
Κυριακή 05/12/10, 14.33

12.11.10

@#)(@)#@_+!#

Φτιάχνω σκοτάδι με τα δάχτυλα και αφήνω δυο φλόγες στο τζάκι να φωτίζουν το σαλόνι που μέσα είναι μεσάνυχτα και έξω μεσημέρι.
Στις τέσσερις και τέσσερα το πρωί άφηνα κάτι βήματα στους σκοτεινούς διαδρόμους τους μαρμάρινους της κλινικής κι έπαιζα το αγαπημένο μου παιχνίδι˙ εκείνο που κοιτάζω τα φώτα στο ταβάνι πίσω από το ακτινογραφικό φιλμ κι εκείνα ιριδίζουν και θυμάμαι πως κάποτε είχα πει πως η αγάπη έχει λευκό χρώμα και μου ήρθε η απάντηση πως αφού έχει λευκό χρώμα επομένως έχει όλα τα χρώματα μαζί.
Άντε να πείσεις χωρίς αποδεικτικά μια αλήθεια που υπάρχει μεν, αλλά δε μπορεί κανείς να τη δει. Και πώς να πεις πως απλά την ένιωσες σε κάποιους που δε ξέρουν να νιώθουν επειδή ευνούχισαν πριν χρόνια τον εαυτό τους με όρκους βαρύγδουπους, τάδε και δείνα, που αν ζυγίσεις τον κάθε ένα ξεχωριστά ζυγίζει όσο το βάρος της Γης επί δύο; Από τότε κάνουν μια γενιά να περάσει μέχρι να σκιρτήσουν ξανά…
Δύσκολα πλάσματα οι άνθρωποι. Δύσκολα και πολύπλοκα. Τόσο πολύπλοκα που καταρρέουν από την ίδια την πολυπλοκότητά τους. Είναι ζώα υπό κατάληψη των ζώων που είναι υπό εξαφάνιση. Χωρίζονται σε είδη. Άπειρα. Τέσσερα βασικά. Οι άνθρωποι, οι υπάνθρωποι, οι παλιάνθρωποι και οι χιονάνθρωποι. Ναι μη γελάς! Υπάρχει και το είδος των τελευταίων! Εκείνων που χάνονται και γίνονται νερό και φεύγουν από την αγκαλιά σου πριν προλάβεις να πειστείς πως υπάρχουν.
Τελευταία το μυαλό μου τρέχει με ταχύτητες φωτός. Οι αλλαγές πάνω στο σώμα και το κορμί μου που πηγάζουν από τις αλλαγές μέσα από τα σπλάχνα μου είναι τόσο ραγδαίες που προκαλούν συγχύσεις στον κόσμο που με περιτριγυρίζει…
‘‘Τότε ρε μαλάκα λέω… που είχες τα μαλλιά σου μοβ…
Όχι ρε ‘συ! Ήταν τότε που τα είχες φουξ, θυμάσαι;
Α, καλά… κι εγώ σου λέω πως ήταν τότε που ήταν κόκκινα.
…ή μπλε…;’’
Μπλε. Μείνε στο παρόν μου και κράτα ημερομηνίες. Δε ξέρω πότε θα αλλάξω ξανά. Η λιβελούλα πάνω μου έγινε αυτάρκης πια. Πέφτουν στοιχήματα κι εγώ χάνω τον χρόνο και όσο για τον χώρο ούτε γι’ αυτόν είμαι σίγουρη.  Δε ξέρω τι ώρα ήταν τότε που πατούσα από πέτρα σε πέτρα σε κάποιον άλλο γαλαξία, νομίζω, γιατί το μέρος δε μου θύμιζε τον δικό μας. Εκτός και αν μετακόμισαν το περίπτερο από τη γωνία. Εκείνο που έπαιρνα καπνό. Ντραμ. Κίτρινο. Και φιλτράκια. Ρίζλα ούλτρα σλιμ. Και χαρτάκια Ρόλινγ. Σιέλ. Εκείνα που έχουν έναν παππού πίσω και γράφουν με καλλιγραφικά: ‘‘Ελληνικόν Σιγαρόχαρτον’’.
Σήμερα ξύπνησα με μια αίσθηση περίεργη. Αισθανόμουν πως βρέχει. Μύριζα βροχή και άκουγα να βρέχει ενώ στο δέρμα μου αισθανόμουν υγρασία. Και ήξερα πως ήταν ψέμα γιατί τελευταία η βροχή έρχεται σπάνια και όταν έρχεται εμείς δε την περιμένουμε και όταν έρχεται κάνει φασαρία και ζημιές. Κι εγώ αισθάνομαι τύψεις. Και όταν λέω ‘‘Μια βροχή ρε παιδιά’’ μου απαντούν ‘‘Φτάνει τόσο, αρκετά την είδαμε’’ κι εγώ πληγώνομαι γιατί μιλώ πάντα με τα καλύτερα λόγια γι’ αυτή κι εκείνη με εξέθεσε την περασμένη φορά. Και όχι σε ένα μέρος αλλά σε διάφορα. Κι εγώ που τη θέλω να έρθει έτσι απλή και λυπημένη; Θυμωμένη και οργισμένη; Σταθερή και αποφασισμένη; Ρομαντική και αναποφάσιστη; Τι θα γίνει; Και στο κάτω κάτω της γραφής, τα είπαμε την προηγούμενη φορά. Δε τη δικαιολογώ αλλά ρε πούστη μου το ξέρεις πως έρχεται. Και το ξέρεις πως όταν έρχεται είναι λίγο μπουχτισμένη και θέλει να ξεσπάσει. Κάνε κάτι ρε φίλε να περάσει ανώδυνα από τη ζωή σου!
Ο Ιάκωβος με κοιτάει πίσω από το τζάμι. Θέλει μάλλον να συνεχίσουμε εκείνη τη ψαροκουβέντα που ανοίξαμε τις προάλλες.
Καλά, καλά! Θα έρθω! Πάω να κάνω καφέ…

Παρασκευή 12/11/10 09.50
Φωτό: http://pesare.deviantart.com/gallery/#/d11ef1e

8.11.10

)@(#)_!#

…και φυσάει πολύ εδώ πάνω. Τα πάντα είναι πεσμένα μες τη λασπουριά˙  από τις μπότες μου μέχρι τις ρίζες των βρεγμένων μου μαλλιών.  Έριξε μια απρόσμενη μπόρα σήμερα που για να τη νιώσω έπρεπε να ταξιδέψω πάνω στην κάψουλα του χωροχρόνου πιασμένη από δυο μικροσκοπικές ίνες  μέχρι την άκρη του γαλαξία. Και τα καδρόνια που στηρίζουν τη σκεπή τρέμουν από τον αέρα. Και στην άκρη του Γαλαξία κάνει κρύο αλλά εγώ ζεσταίνομαι. Πειράζει να μείνω εδώ για πάντα; Πειράζει, ε; Θα με ψάχνεις δυο ζωές και θα κουραστούν τα πόδια σου. Εντάξει. Δε πάω πουθενά. Αλλά για σκέψου το για μερικά χρόνια… μήπως θες να έρθεις μαζί μου ως εκεί; Αν θες, εγώ θα κλείσω εκείνο το δωμάτιο με τις κουρτίνες στο κρεβάτι. Και θα μείνω ξαπλωμένη δίπλα σου για πάντα. Σου φαίνεται πολύ το για πάντα; Κι εμένα. Αλλά αν έρθεις θα δούμε πως θα το διαιρέσουμε για να το φέρουμε στα μέτρα μας. Σου είχα βάλει κάτι συνιστώσες σε μια προηγούμενη ζωή και σου είναι αποδείξει, θυμάμαι, πως ο χρόνος είναι στο μυαλό μας. Και το για Πάντα επίσης. Όπως το Ποτέ. Και γιατί τα γράφω με κεφαλαίο πι; Γιατί χρήσουν σεβασμό αυτές οι δύο λέξεις. Είναι οι μόνες που αναφέρονται στον χρόνο αλλά καμιά δεν έχει χρονική υπόσταση. Προσπάθησες να κλείσεις χρονικό ραντεβού με αυτές; Εγώ δε τα κατάφερα ποτέ. Ίσως όμως να μπορώ να το καταφέρνω για πάντα στο εξής. Και αν το καταφέρω, θα σου πουλήσω το μυστικό μου για πολλά εκατομμύρια ανταλλάγματα. Και μη νομίζεις πως δεν έχεις να μου τα δώσεις. Τα έχεις. Γι’ αυτό σου τα ζητώ.  Δε ξέρω αν το ξέρεις πως τα έχεις αλλά το ξέρω εγώ. Και τότε θα σε αφήσω πανί με πανί αλλά σου υπόσχομαι πως δε θα απορήσεις ποτέ ξανά… πρόσεχε όμως μη συνηθίσεις…
Δευτέρα 08/11/10 22.55
Φωτό: http://pesare.deviantart.com/art/A-Rest-On-A-Red-Chair-104082596
.

1.11.10

0,00000001%

Αθήνα. Η πόλη των πολλαπλών επιλογών. Δίπλα στα σύνορά της πόλης και των προαστίων υπάρχουν κουτάκια που μπορείς να τικάρεις ανάλογα με τη διάθεση…
…η πόλη των πολλαπλών επιλογών και των εναλλασσόμενων εικόνων.  Κάποιος έγραφε σ’ έναν τοίχο κοντά στην Αθηνάς πως βασανίζεται. Στη Σοφοκλέους μια νεαρή σνιφάρει κόκα. Στη Σαρρή η Μαρία έχει καρκίνο, ο Κώστας πηδάει την αδερφή της και ο Θανάσης ανέβηκε στην ταράτσα για να τα ‘‘χώσει’’ στο Θεό. Και ποιος μαλάκας έγραψε με σπρέι πάνω στον δικό μου τοίχο;
Βρέθηκα τριακόσια πενήντα χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Αθήνας. Περπάτησα δίπλα στο ποτάμι και ήπια κάτι μαργαρίτες σε ένα jazzάδικο. Κάπνιζα ασύστολα και γέμισα με ασυδοσία τους πνεύμονες μου νικοτίνη. Μια άγρια χαρά ήρθε και με άρπαξε από το λαιμό κι εγώ αιμορραγούσα ανάμεσα στα πόδια ως το πάτωμα. Σ’ αυτό το χωρίο τα σπίτια είναι σκαρφαλωμένα- θυμάσαι;
Θεσσαλονίκη. Η πόλη της ομίχλης του παραθύρου μου. Εισπνέεις αέρα με σταγονίδια κι έπειτα βήχεις σαν φυματικός τα σπλάχνα σου. Αλλά να σου πω; Αξίζει να πεθάνεις με την ανάμνηση μιας όμορφης εικόνας παρά να ζήσεις χωρίς αυτή. Κι εγώ είμαι συλλέκτης. Συλλέγω στιγμές και λέξεις. Λέξεις και εικόνες. Εικόνες και συναισθήματα. Συναισθήματα και σκέψεις. Πάντα ανά δύο αλλά το καθένα ξεχωριστά.
Εσύ οδηγείς και το σώμα μου γέρνει μία δεξιά μία αριστερά και το μολύβι είναι καρφωμένο στο χαρτί και κάνει καλλικατζούρες. Μου αρέσει το μολύβι σου. Θα σου το κλέψω ή θα μου πάρεις άλλο να έχουμε ίδια; Ίσα που οι σκέψεις μου βγάζουν τα γράμματά μου και αυτό γιατί είναι τα δικά μου.
Συνεχώς βρίσκομαι σε άγνωστα μέρη, μαγικά και μαγεμένα. Κάτι σαν ευχή που με ακολουθεί, ας πούμε. Βγαίνω από τον προορισμό μου και πάντα επιστρέφω σ’ αυτόν. Διαγράφω μια πορεία ζωής μέσα από παράδρομους τσιμεντένιους ή χωμάτινους. Δύσκολους και γοητευτικούς. Τόσο γοητευτικούς που με κάνουν να τους παίρνω από πίσω και να σταματάω κάθε εκατό μέτρα με το αμάξι. Βγάζω τη ζώνη, βάζω τη ζακέτα, βγάζω το κουτί με τις συλλογές και κατεβαίνω από το αμάξι κι εμπλουτίζω τη συλλογή μου με στιγμές. Έπειτα επιστρέφω στο αμάξι, βγάζω τη ζακέτα μπαίνω στο αυτοκίνητο, βάζω τη ζώνη, κλείνω το κουτί και προχωρώ. Οδηγώ τρία λεπτά  και συλλέγω μία ώρα.
Η ζωή δεν είναι ευθεία. Η ζωή κρύβεται στους παράδρομους. Δε με πιστεύεις; Σου το υπόσχομαι. Αν δε βαριέσαι ακολούθα…




Βαρέθηκα τα φουξ μαλλιά μου. Την Τρίτη θα επιστρέψω στο μαύρο…
Κυριακή 31/10/10 17.12

25.10.10

Πάντως εδώ κάνει κρύο...
και βρέχει.

20.10.10

&(^^


Μια γρίπη που κόλλησε πάνω μου σαν ενοχή προηγούμενης ζωής που προσπαθώ καρμικά να αποβάλω μα δε ξέρω τον τρόπο. Βήχας που πηγάζει από τα εντόσθιά μου και κάνει το σώμα μου να πάλλεται σαν διαπασών που κάποιος επιτήδειος ασχολείται μαζί  του παίζοντας με τα νεύρα μου αλλά δε ξέρει ακόμα τις συνέπειες.
Το βράδυ καθόμουν εκεί στην παραλία το σημείο που το χώμα γινόταν άμμος και απέναντι μικρές λάμπες σκαρφάλωναν στο βουνό του Πανοράματος και έπιαναν τον ουρανό. Κάπου αριστερά μου η Μεγάλη Άρκτος και τώρα πια μπορώ να διακρίνω τη μεγάλη αλλά κάπου στο Σύμπαν έχασα τη Μικρή. Βάρκες αραγμένες στη μαρίνα και μια μοναχική στα δεξιά μου διαφορετική από όλες…
Θα ήθελα απόψε να περπατήσω στην Τσιμισκή. Να χωθώ στο κέντρο της πόλης και από Ναβαρίνου να ανέβω στη Σβώλου. Να βρεθώ πίσω από την Αγία Σοφία και από την πλατεία Άθωνος να ανέβω στην Εγνατία και όταν φτάσω την Κολόμβου να ανέβω την Αντιγονιδών και να κάνω τον κύκλο για να βγω στη Συγγρού κι από ‘κει στη Φράγκων. Να κατέβω τη Δωδεκανήσου κι να βγω στο Λιμάνι. Και από το Λιμάνι να βγω στην Ανθέων να φτάσω Βότση και από εκεί Φοίνικα. Να περάσω επιδεικτικά την κλινική και να βρεθώ στο αεροδρόμιο. Και να μη στρίψω στη στροφή, να φύγω όλο ευθεία. Να φτάσω Περαία και από ‘κει στην παραλία που ήμουν το απογευματόβραδο. Και όλα αυτά να τα κάνω  με τα πόδια. Και σιγά μη κουραστώ. Έχω περπατήσει μερικά χρόνια σε χιλιόμετρα μέχρι να βρεθώ στο τώρα μου. Και αν θυμάμαι καλά, ο τσαγκάρης στη γωνία του πρακτορείου έτριβε τα χέρια του όταν με έβλεπε. Και τώρα που το Σάββατο θα πάω να δω νυφούλα την Κατερίνα τι διάολο θα φορέσω στα πόδια μου;
Η νύχτα είναι γλυκιά και πιο πολύ μοιάζει με τα όνειρα μιας θερινής νυκτός παρά με το τέλος του Οκτώβρη. Κι εντάξει, δε πειράζει γιατί να σου πω, δεν είμαι τόσο σκατά που να νοιάζομαι μόνο για τα μαύρα σύννεφα. Είναι κι εκείνοι που όταν βλέπουν ήλιο λένε ‘‘Έφτιαξε ο καιρός’’ αλλά τι ακριβώς έφτιαξε ποτέ δε διευκρινίζουν. Και όταν ‘‘χαλάει’’ και αρχίζουν οι νεροποντές κανείς δεν είναι προετοιμασμένος λες και οι ουρανός έχει βάνες που σπάνε και σ’ αιφνιδιάζουν. Όχι ρε φίλε. Τα σύννεφα δεν είναι χαλασμένες βάνες. Τα βλέπεις να έρχονται. Πρώτα λευκά και βαμβακένια κι έπειτα με κάτι ήχους και λάμψεις. Σου μιλούν τα σύννεφα. Εσύ είσαι ο κουφός που δε τ’ ακούς, όχι εκείνα μουγκά. Και αν δε  σου αρέσει να βρέχεσαι πάρε τη γαμωομπρέλα σου και μη μας πρήζεις που βράχηκες.
Είμαι στη σοφίτα. Η λιβελούλα στον αστράγαλό μου αποκοιμήθηκε κι έτσι ανέβηκα τη σκάλα στις μύτες των ποδιών μου Έσβησα το φως και άναψα τα λαμπάκια και πολύ μου αρέσει εδώ πάνω. Έχω ένα μικρό δεινοσαυράκι αγκαλιά που διαβάζει τις αράδες μου, διορθώνει τα ορθογραφικά μου κι ενώ δεν είμαι ανορθόγραφη γεμίζω κόκκινες γραμμούλες στο λευκό μου φύλλο. Ψάχνω να βρω την ορθογραφία μου και μου φωνάζουν πως οι λέξεις που χρησιμοποιώ δεν υπάρχουν. Ειδικά όταν βρίζω, τότε οι γραμμούλες πολλαπλασιάζονται και διαιρούνται και ο καθώς πρέπει υπολογιστής μου ζητάει ενοχλημένος να προσθέσω αυτές τις λέξεις στο λεξικό του με αντάλλαγμα να μη μου βγάζει ξανά κόκκινες γραμμούλες. Κι εγώ πειράζει που χέστηκα για τις άγνωστες λέξεις του που μόνο σε αυτόν είναι άγνωστες ή θα πρέπει να το λάβω και αυτό σοβαρά υπ’ όψιν μου μέχρι να μου αποδείξει πως είναι υπολογιστής αμέμπτου ηθικής; Οχούυυυυυυυυυ…………
-κι άλλη κόκκινη γραμμούλα-
Ζωή μιας συλλαβής δίφθογγης καληνύχτα…

Τετάρτη 20/10/10 22.24
Φωτο: http://gromyko.deviantart.com/art/A-Beggar-and-a-Cup-II-51802252

16.10.10

)**(

Είναι η εποχή που κάνω χατίρια. Σου λέω ‘‘Κλείσε τα μάτια’’ και ό,τι ζητήσεις βρίσκεται στα πόδια σου μετά το ’Άνοιξέ τα!’’ με πέντε εκατομμύρια θαυμαστικά στο τέλος. Όχι, δεν είναι που μ’ έπιασαν οι καλοσύνες μου, μη φανταστείς. Απλά, να, βρέχει εδώ και καμιά βδομάδα περίπου κι έγινα από Γυναίκα πηλός. Όπως τα κεραμίδια μας όπως είπες κι εσύ χτες. Βάλε με μέσα στις παλάμες σου και δώσε μου ό,τι σχήμα θες εσύ. Δώσε μου το σχήμα του χατιριού, ας πούμε. Εκμεταλλεύσου κάθε μόριο χώματός μου γιατί όταν βγει ο ήλιος θα γίνω και πάλι από νεράιδα μάγισσα και άντε να με πετύχεις στις καλές μου.
Σήμερα από το πρωί φτερνίζομαι, ο λαιμός μου έχει τσουκνίδες φυτρωμένες και τ’ αυτιά μου ακούν φωνές στο βάθος. Ανέβηκα τις σκάλες και πάνω που έβαζα το κλειδί στην πόρτα φτερνίζομαι δυνατά, κλείνω τα μάτια μου, τα τρίβω και τα ανοίγω μπροστά στη θέα μιας υπέροχης συρμάτινης μπάλας με κόκκινο ρεσώ  κρεμασμένη δίπλα σε μια άλλη ίδια από το ταβάνι. Όλο εκπλήξεις είσαι τελευταία, αλλά εγώ θα σου κάνω την καλύτερη και τη μεγαλύτερη κι ας μη το ξέρεις ποτέ σου.
Σήμερα πήγα στο δουλειά με καινούριο καθεστώς. Κι εσύ με κορόιδευες κι εγώ γκρίνιαζα πάλι κι εσύ πάλι κορόιδευες κι εγώ ξαναγκρίνιαζα. Το βράδυ έχω εφημερία και την περιμένω πώς και πως γιατί είναι η τελευταία. Να φύγει να περάσει, να τελειώσει, να μαλώσω με κάτι εναπομείναντα όνειρα που είχα αφήσει στο μαξιλάρι από την εφημερία της περασμένης βδομάδας, να τσουρουμαδίσω το μαλλί εκείνης της κυρίας που το όνομά της αρχίζει από Άλφα, να μαυρίσουν τα μάτια μου να μουρμουρίζω πέντε ώρες πριν τα μεσάνυχτα ‘‘Σε πέντε ώρες ξημερώνει Κυριακή’’ και μόλις πάει χάραμα να σηκωθώ, να αφήσω πίσω μου τη ζωή της προηγούμενης μέρας για να καλοδεχτώ εκείνη της επόμενης. Να μπω στο σκοτεινό σαλόνι της Κυριακής, να μπω στη σκοτεινή κρεβατοκάμαρά της, να χωθώ κάτω από το κυριακάτικο πάπλωμα και να σηκωθώ ένα πρωινομεσίμερο για να ξεκινήσω τη μέρα μου. Αν αργήσω να ξυπνήσω, στο τραπέζι θα έχει μια μπουγάτσα με κρέμα, μια με τυρί και δύο γάλατα με κακάο. Μη φας και τη δική μου όμως, γιατί όταν ξυπνήσω θα πεινάω και αν δεν έχει πρωινό θα φάω τα πόδια σου.
Θα ξημερώσει η άλλη βδομάδα και στο τελείωμά της θα ξεκινήσω να βάζω ένα ένα τα γραμμάρια από τα ρούχα που θα πάρουμε μαζί μας για να κατεβούμε στην Αθήνα. Και αν χαθώ στο Μοναστηράκι, ραντεβού στον τοίχο στο Λουτρό των Ανέμων….




Τίνκερμπελ λέγεται!
Σάββατο 16/10/10 14.27
Φώτο: Από την φωτογραφική που βούτηξα από τη τσέπη του μπουφάν σου.

12.10.10

Μπααααα… δε μπορώ να σου γράψω απόψε. Μη νομίζεις πως δε θέλω ή δεν έχω να σου πω κάτι απλά οι ήχοι μάλλον είναι πιο δυνατοί από τους ήχους των σκέψεών μου και αποπροσανατολίζομαι. Κάνω το μυαλό μου παπάρα στη βροχή και το ξεχνάω στον πάγκο της κουζίνας. Εκείνο μουλιάζει, γίνεται νιανια και πέφτει σε νιρβάνα. Τα ξύλα είναι πιο βρεγμένα από το μυαλό και δε λένε να καούν με τίποτα. Το τζάκι ίσα που ανάβει και χτες κοιμήθηκα δώδεκα ώρες και σήμερα νυστάζω από τις οκτώ παρά εικοσιπέντε αλλά κάνω κουράγιο για να δω το όνειρο του μεσονυχτίου που αν κοιμηθώ πιο νωρίς θα με πουλήσει κι εγώ δεν έχω λεφτά να με αγοράσω πίσω. Το πόδι μου έχει ένα σημάδι που νομίζω τελικά πως είναι εκ γενετής απλά μεταφέρθηκε από το γόνατο στον δεξί αστράγαλο. Είδες που σου είπα πως θα το κάνω; Το έκανα… ζωντάνεψα το κομμάτι του εαυτού μου που ζει, γεννιέται και πεθαίνει κάθε εικοσιτέσσερις ώρες. Μεταλλάσσομαι νομίζω. Σε τι, δεν έχω ιδέα. Οι αλλαγές του σώματός μου είναι αλλαγές του ίδιου μου του εαυτού. Θα καθίσω απέναντί σου, μπροστά στον καθρέφτη τον μεγάλο στην κρεβατοκάμαρα, θα ξεβρακώσω τα πάντα μου και θα κάνω σβούρες γύρω από τον εαυτό μου. Θα σε ρωτήσω αν σου αρέσω και θα κρατάω την ανάσα μου μέχρι να μου πεις ναι. Και το ξέρω πως δεν υπάρχει άλλη πιθανή απάντηση από ‘σένα. Λες και μ’ αγαπάς σε όλες μου τις εκδοχές. Ακόμα και αν πεθάνω σε εικοσιτέσσερις ώρες πάλι θα με αγαπάς αν ξέρεις πως μου αρέσει να το κάνω. Πάω στη σοφίτα. Βαρέθηκα…..



Τη Λιβελούλα μου την είδες……

Τρίτη 12/10/10 22.38

8.10.10

τθφξθ

Τι μαλακία είναι αυτό μέσα στο σαλόνι μου;
Κυνηγάω τις ηλιαχτίδες με το σκουπόξυλο και κλείνω το πατζούρι από το παράθυρο του σαλονιού. Κι εκείνος τρυπώνει από τις ανοιχτές γρίλιες κι εγώ, φωτοφοβική, τρέχω να κλείσω ακόμα και αυτές. Για πείσμα σου, ήλιε, θ’ ανάψω το τζάκι απόψε…
…απόψε που εφημερεύω. Δε θέλω να ξεκουνηθώ, μόλις έβαλα τις πιτζάμες  μου και φόρεσα στα πόδια μου χνουδωτές παντόφλες. Θέλω να βάλω τις βελέντζες, τ’ ακούς ή πρέπει να ουρλιάξω κατευθείαν στο μυαλό σου για να με ακούσεις;
Σε ακούω να φωνάζεις συνεχόμενα ‘‘πουτάνα’’ κι εγώ χαμογελάω. Σε παρατηρώ να τακτοποιείς τα ξύλα και να βάζεις την πρώτη φωτιά του χειμώνα. Η ώρα είναι επτά και εικοσιοκτώ και είναι νύχτα κι εγώ θα φύγω σε λίγο να συναντήσω εκείνη την κυρία που το όνομά της είναι Αϋπνία νομίζω. Κι εγώ θα της ρίχνω βογκητά από επαναλαμβανόμενους οργασμούς να θιχτεί, να ξινίσει τη μούρη της, να κοιτάξει στραβά και να φύγει για να κοιμηθεί λίγο το κορμάκι μου. Μερικές φορές βέβαια, είναι πιο ξετσίπωτη από ‘μένα και στέκεται εκεί, μπάστακας, και αν δε χωθώ κάτω από την μπεζ κουβέρτα μου δε φεύγει. Στοιχειώνει το δωμάτιο της εφημερίας και κυκλοφορεί ακόμα και ανάμεσα στις ίνες της κουρτίνας.
Το τζάκι άναψε. Οι πορτοκαλί πιτζάμες μου ταιριάζουν με τις καφέ παντόφλες μου και τις κόκκινες κάλτσες μου. Ο Προκόπης είναι ό,τι μου απόμεινε από ψαροσυντροφιά κι εσύ, καλέ μου, που μέσα στα μάτια σου καίγεται η πρώτη σπίθα που ανάβει τα ξύλα. Τη Δευτέρα θα πάω να σημαδέψω το δεξί μου γόνατο. Ξέρεις που; Εκεί στην άρθρωση από πίσω και προς τα έξω.
Από την Κυριακή το πρωί μέχρι σήμερα το πρωί έκλαιγα κάθε μέρα, μ’ ακούς; Ταξίδευα  από την Θεσσαλονίκη στην Αθήνα και πάλι πίσω. Κι έκλαιγα. Και θα κλαίω τόσο ώσπου ν’ ακουστώ. Θα πετάγομαι από το ένα φύλλο της απέναντι λεύκας στο άλλο και θα τινάζομαι στον αέρα και θα πεθαίνω στο κενό. Θέλω να με ακούς. Να ρίχνω νεροψυθίρους στους λοβούς των αυτιών σου και να χύνομαι στον λαιμό σου. Τρίβω τα μάτια μου και κλαίω. Κι άλλο. Και θα λάμψω απόψε το βράδυ και θα φωτίσω τόσο πολύ τα όνειρά σου που θα ξυπνήσεις. Και θα με ψάχνεις. Και τότε, ίσως, ίσως με ακούσεις να σου λέω προστυχόλογα αλλά δε θα με αγγίζεις.  Και τότε…

Τη Λιβελούλα μου την είδες;

Παρασκευή 08/10/10   07.41
Φώτο: http://akaeya-lovely.deviantart.com/art/Dragonfly-66723541


30.9.10

Έχω περίοδο, η κοιλιά μου έχει αγκάθια, έξω έχει λιακάδα και η ατμόσφαιρα αέρα. Τόσο ήταν. Μια βροχή εκατό λιακάδα. Θα μου πεις, είναι ισορροπία αυτό; Θα σου πω. Όχι. είναι ρατσισμός. Βράζω γιουβαρλάκια αντιδραστικά σε ένα Φθινόπωρο που είναι Άνοιξη και κλείνω τα πατζούρια για να γίνει συννεφιά. Χτυπάω το ωάριό μου το άχρηστο με λεμόνια και το κάνω αυγολέμονο. Καπνίζω κι έχω νεύρα. Πονάω. ‘‘Οι γυναίκες είναι τα μοναδικά ζώα στον πλανήτη που αιμορραγούν για επτά μέρες συνεχόμενες χωρίς να πεθάνουν. Περιμένεις συμπόνια από αυτές;’’ Είχα ακούσει  σε μια συζήτηση σε ένα σαλούν  σε ένα γουέστερν της δεκαετίας του δε θυμάμαι πια. Όλα μονάδα. Και ναι, συμπόνια για κανέναν τώρα. Δε μπορώ, είμαι φαρμακαποθήκη. Οι φαρμακαποθήκες δε συμπονούν. Ανοίγω τηλεόραση και ποιοι άραγε φτιάχνουν τις διαφημίσεις για τις σερβιέτες; ‘‘Ζήσε κάθε περίοδο της ζωής σου’’ και μαλακίες. Εγώ τη ζω. Εκείνη με σκοτώνει. Ανίδεοι. Πόσο εκνευριστικά ανίδεοι. Πόσο ,πόσο, πόσο ,πόσο εντυπωσιακά ανίδεοι! Πάντα με εντυπωσίαζαν οι ανίδεοι. Οι ανίδεοι και οι βλάκες. Οι φλέβες μου χτυπούν σε όλο μου το σώμα και πιο πολύ με ενοχλεί εκείνη που χτυπάει στον αγκώνα. Και τι χαρωπές οι διαφημίσεις! Ανίδεοι, το κέρατό μου μέσα…
Πηγαίνω στο μπάνιο και ο Ιάκωβος με παρατηρούσε να σπάω κύτταρα στο πάτωμα. Γειά σου Ιάκωβε, θέλεις κάτι; Δεν είναι η μέρα μου σήμερα. Περίμενε να ξανασηκωθώ για το μπάνιο και τότε θύμησέ μου να σε ταΐσω. Τώρα έρπομαι. Δεν είμαι άνθρωπος, είμαι εξωγήινη κάμπια με περίοδο.
Ωραία.  Έμαθες πολλά για μια ακόμα μέρα της ζωής μου. Ξεκουμπίδια τώρα. Θέλω να κοιμηθώ…

Πέμπτη 30/09/10 13.46
Φώτο: http://yaminur.deviantart.com/art/H-o-p-e-l-e-s-s-847163?q=&qo=

29.9.10



Όλο το κορμί ένας ρυθμός αφιερωμένος σε 'σενα που βρέχεις...

25.9.10


Φυσάει. Κι εγώ έβαλα τα σανδάλια μου σήμερα και τα δάχτυλα των ποδιών μου πάθαιναν κράμπες από το κρύο. Θα ήθελα σήμερα να φορούσα μπότες κι εκείνο το μακρύ φόρεμα που αγόρασα πέρσι το χειμώνα. Το μαύρο με τα σκούρα πράσινα τελειώματα στα μανίκια και το άνοιγμα στο στήθος.
Ψιλοβρέχει εδώ, ενώ  στην Αθήνα έμαθα πως ρίχνει καρεκλοπόδαρα. Στρίβω ένα τσιγάρο με σκοπό να συνεχίσω να σου γράφω μα χτυπάει το τηλέφωνο κι εκείνο καίγεται άσκοπα. Έκλεισα. Στρίβω ακόμα ένα και συνεχίζω…
Όπως σου είπα, εδώ ψιλοβρέχει. Ο αέρας σεργιανά τις σταγόνες μια εδώ, μια εκεί, μια πάνω στις βλεφαρίδες μου. Το μπαλκόνι μουσκεύεται και ποτίζει την καινούρια μου λεβάντα, την Έρικα που είναι έτοιμη ν’ ανθίσει, και τα υπόλοιπα σαράντα επτά λουλούδια μου. Τα νυχτολούλουδά μου έχουν γεμίσει κρεμαστά άνθη που περιμένω να ανοίξουν να ποτίσουν την οσμή μου με δηλητηριώδη μαγικά αρώματα. Η ρίγανη, η λεβάντα, η Λουΐζα, η μέντα, ο δυόσμος, το φασκόμηλο, το δενδρολίβανο και η μαντζουράνα μετά τη βροχή στέλνουν μηνύματα ερωτικά το ένα στο άλλο. Ο Ιβίσκος γέρνει πάνω στο γιασεμί και η ελιά μπερδεύει τα κλαδιά της στην αχλαδιά. Η γαρδένια φλερτάρει με το γεράνι και η μολόχα με την Αροκάρια. Μπέρδεμα, ε; Και μετά μου λες πως ο Έρωτας το Φθινόπωρο κοιμάται…
Δε σου είπα τα νέα της ψαρούπολης! Ναι, γέμισε πάλι. Ο Αχιλλέας και η Φιλαρέτη κρύβονται πίσω απο τον βράχο μονίμως και παίζουν με τις μπουρμπουλίθρες. Ο Προκόπης ο Γρήγορος το πρωί ήταν καθισμένος στον θερμοστάτη και τώρα κάνει βόλτες στο τζάμι. Η Φεβρωνία, η γκόμενα του Μένιου του Χρυσόψαρου, πρέπει να περνάνε κρίση με τον καλό της  μετά τη γέννηση του Αχιλλέα και της Φιλαρέτης, γιατί  μοιάζουν περισσότερο στον Ιάκωβο τον Σκέτο, παρά στον Μένιο. Ο Νώντας ο γλύφτης πάσχει από βαριά κατάθλιψη και κρύβει τα αντικαταθλιπτικά του κάτω από τον βράχο, δίπλα στο πιθάρι. Ο Ιάκωβος είναι ο πιο όμορφος και αυτό υποψιάζομαι πως θα δημιουργήσει προβλήματα ανταγωνιστικότητας. Τα αγόρια θα σφαχτούν, τα κορίτσια θα ματώσουν αλλά νομίζω πως ο Ιάκωβος αγαπάει μόνο εμένα. Και η συμμορία συνεχίζεται…

Βρέχει. Βγες στο μπαλκόνι! Θα είμαι εκεί πάνω στο πεζούλι και θα σε περιμένω να με αγγίξεις…

Σάββατο 25/09/10 19.51
Φωτό:http://browse.deviantart.com/?q=aquarium&order=9&offset=96&offset=144#/d1klaqz

24.9.10

18.9.10


Είδες που σου είπα πως θα περάσουμε όμορφα αν έρθεις; Είδες που μπορεί να πεθάνω πριν σε δω ξανά αλλά και πάλι το ίδιο θα είναι σαν να ήμουν εδώ; Είδες που το τόλμησα τελικά κι έβαψα μωβ και μπλε τα μαλλιά μου κι εσύ ήρθες κάτι ώρες νωρίτερα και δε το είδες; Και μπορεί και να πεθάνω πριν με δεις ξανά…
Όχι μωρέ… μη το βλέπεις έτσι… δε το λέω πως έτσι θα γίνει στα σίγουρα. Απλά ακολουθώντας τη ζωή μπορεί και να βρεθείς ξωπίσω της καμιά φορά. Και στο τέλος να βγεις έξω από αυτή επειδή τα παράτησες πριν ξεκινήσεις μόνος. Και να σου πω και κάτι; Ψιλοβαρέθηκα να διορθώνω τα ορθογραφικά μου…

14.9.10



Στέκεται στην πόρτα κοιτάζει αν έχει κλείσει όλες τις βρύσες και τα φώτα
κλειδώνει εφτά φορές, ξέρεις δεν είναι όπως πρώτα, πρέπει πάλι να αλλάξει κλειδαριά`
Κίνηση στο δρόμο μέσα απ' το αυτοκίνητο κοιτάει τον αστυνόμο που κοιτάζει τα παιδιά,
τα παιδιά κοιτάνε έναν κόσμο που οι βιτρίνες χρόνια τώρα αντανακλούν πια τόσο καταπληκτικά.

Χαίρετε, διατάξτε μαζί με τα σκουπίδια σας πετάξτε με ή αλλάξτε μου τα φώτα,
τελικά είχατε δίκιο το αυγό έκανε την κότα κύριε διευθυντά.
Κι ύστερα στο σπίτι, διαδίκτυο, ενημέρωση, εκπομπές για τον πλανήτη, αντικαταθλιπτικά
βγαίνει στο μπαλκόνι, πηδάει και σκοτώνεται, μετά διαφημίσεις και μετά αθλητικά.

Όμως τι ωραία, ήταν όνειρο, θα βγει με την παρέα και με εκείνο τον κακόμοιρο`
θα πέσει στο κρεβάτι, τι μαρτύριο η αγάπη, ξυπνητήρι στις εφτά
Μες τη λεωφόρο, παρατάει το αυτοκίνητο, καλεί ασθενοφόρο και πετάει τα κλειδιά`
μέσα από την τσάντα, βγάζει το περίστροφο, πριν απ' τα τριάντα είδε ήδη αρκετά.

Καταπληκτικά... τι καταπληκτικά, αντικαταπληκτικά.

12.9.10

…και χαθήκαμε… σ’ ένα άγνωστο μέρος εγώ κι εσύ και φοβόσουν τόσο που άρχισες να κλαις και τα γερασμένα σου μάτια γέμισαν νερό. Κι εγώ γελούσα. ‘‘Μη κλαις γιαγιά, θα μας βρουν, μη κλαις!’’ κι εσύ έκλαιγες κι άλλο, δε με πίστευες. Κι εγώ γελούσα. ‘‘Μη κλαις γιαγιά…’’ κι έπειτα ξύπνησες…
Σήμερα το πρωί μου τηλεφώνησες και μου είπες το όνειρό σου. Ήσουν λίγο τρομαγμένη και ανήσυχη. Κι εγώ γελούσα. Και όταν γελάω δυνατά, εσύ ηρεμείς. Μου άρεσε το όνειρό σου όσο και αν σε ανησύχησε. Είναι που με γοητεύει το άγνωστο κι αισθάνομαι σαν βαγόνι σε  τρενάκι λούνα παρκ που πάω πάνω κάτω, ανεβαίνω αργά, κατεβαίνω με φόρα μέσα στο τούνελ του τρόμου. Παιχνίδι είναι γιαγιά. Αυτός είναι ο σκοπός να σε φοβίσουν και να σε τρομάξουν. Μα εγώ δε φοβάμαι. Θα κάνω το άγνωστο παιδική χαρά και θα γελάω. Κι έτσι θα γελάς κι εσύ μαζί μου. Μ’ εμπιστεύεσαι, έτσι δεν είναι;
Τον τελευταίο καιρό ξορκίζω αριθμούς. Έναν τη βδομάδα. Σήμερα άλλαξα δεκάδα και ξόρκισα το εβδομήντα. Να πάει στο καλό, να μη γυρίσει πίσω. Πίνω μια γουλιά καφέ και τόσο θα ήθελα να κοιμηθώ λίγο ακόμα αλλά τα δικά μου τα όνειρα παιδεύονται από μόνα τους και ξύπνησα περίεργα. Περίεργη νύχτα η χτεσινή εφημερία. Το τηλέφωνο χτυπούσε συνεχόμενες φορές και κάθε φορά εγώ ίδρωνα. Και δε μπορούσα να ξεχωρίσω τι ήταν αλήθεια και τι όνειρο. Και τελικά ήρθα στον καναπέ και άπλωσα το κορμί μου μερικές στιγμές πριν φύγεις να πας στο γραφείο και με σκέπασες απαλά με την κουβέρτα και με χάιδευες στην πλάτη μέχρι τη στιγμή που δε τη θυμάμαι πια. Με φίλησες απαλά κι έπειτα άκουσα την πόρτα να κλείνει σε έναν κόσμο που ήταν εκτός των ονείρων μου.
Ο ουρανός είναι βαρύς από χτες. Η βροχή με προσπερνά επιδεικτικά κι εγώ αρχίζω να θυμώνω που όλο μπερδεύονται τα ραντεβού μας και δε βρισκόμαστε ποτέ. Ήταν σπίτι μου όλο το βράδυ αλλά εγώ έλειπα. Όταν γύρισα, εκείνη είχε φύγει. Ένα κυνηγητό που τελικά δε ξέρω αν εγώ κυνηγάω εκείνη, ή εκείνη εμένα. Δε ξέρω αν με αποφεύγει για κάποιον λόγο ή αν την αποφεύγω εγώ ασυνείδητα. Μοιάζουμε με δύο ξεχωριστές υπάρξεις που θέλουν τόσο να βρεθούν μα πάντα ο ένας μαντεύει λάθος την ανάγκη του άλλου. Και μπορεί να βρέθηκαν κάποτε ως άγνωστοι και δε το έμαθαν ποτέ. Και μόλις εμφανίζομαι εγώ, εκείνη έχει μόλις φύγει. Και όταν κουράζομαι να την περιμένω, τότε πέφτω και κοιμάμαι τόσο βαθιά που δεν ακούω τα ποδοβολητά της στα κεραμίδια. Κι εκείνη αποκαμωμένη από τα χτυπήματα στην πόρτα της επιθυμίας μου φεύγει. Και τότε ξυπνώ εγώ. Κι έχω την αίσθηση που είχα μια φορά που περίμενα να χτυπήσει το τηλέφωνο κι εκείνο το ρημάδι δε χτυπούσε. Και μια φορά το άκουσα να χτυπά μανιασμένο όταν ανέβαινα τις σκάλες. Κι έτρεχα. Και μπήκα σπίτι και τσάκισα μερικά δάχτυλα των ποδιών μου. Και πετάγομαι στον καναπέ και το πιάνω και το σηκώνω και.. ‘‘Παρακαλώ;’’ Και ‘‘ τουτ, τουτ, τουτ, τουτ,τουτ,τουτ,τουτ, τουυυυυυυυυυυυ…..’’
Το απόγευμα θα με πας στον Χορτιάτη. Ε! Μη μου λες πως είσαι κουρασμένος! Μου το υποσχέθηκες! Και σε μικρό και τρελό μη τάζεις! Κι εγώ δε ξέρω τι από τα δύο είμαι περισσότερο. Θέλω να πάω εκεί να πιάσω τη βροχή στα πράσα και να την αιφνιδιάσω με την παρουσία μου. Ξέρω… θα μου την πεις στο τέλος. Πως αφού εμένα δε μου αρέσουν οι εκπλήξεις, γιατί το κάνω εγώ; Ε, και; Επειδή εμένα δε μου αρέσουν δε σημαίνει πως δεν αρέσουν και σε κανέναν άλλο στον πλανήτη! Άλλωστε αρχίζω να πιστεύω πως εγώ είμαι η στραβή και ανάποδη που δε μου αρέσουν. Κι αν και σ’ εκείνη τελικά δεν αρέσουν, τότε θα μου κρατήσει μούτρα για μερικές βδομάδες ή μήνες αλλά τότε θα καταλάβω τον λόγο που ταιριάζουμε πάρα πολύ. Θα ήθελα να ήμουν φθόγγος της μουσικής της, της λυσσασμένης.



…τη βλέπεις τη Λιβελούλα μου;


Κυριακή 12/09/10 13.56
Φώτο: http://jerry8448.deviantart.com/art/Dreaming-79889560?q=boost%3Apopular+dreaming&qo=1

11.9.10

Αγαπώ τη μοναξιά μου… να κρυφτώ στο καβούκι μου και να βγω μετά από καιρό πιο όμορφη, πιο ξεκούραστη, να αγαπάω πιο πολύ από πριν…
Αγαπώ τη βροχή… να ‘ρθει και να ξεπλένει τον κήπο του νου, να ποτίσει κουράγια και την λευκή υπομονή μου…
Αγαπώ το Φθινόπωρο που κάνει τους ανθρώπους όταν κοιμούνται να αγκαλιάζονται…
Αγαπώ την ιδέα σου, καλέ μου, τον εαυτό σου, το είναι σου, που όταν ξυπνάς, χτυπάς τα πόδια σου στο κρεβάτι και γκρινιάζεις ‘‘νυστάζω σου λέω!’’
Αγαπώ τη Φιλία με Φ κεφαλαίο.
Αγαπώ την ομίχλη που σκεπάζει τα πάντα. Εκείνη που κρύβει την ομορφιά αλλά κρύβει και την ασχήμια.
Αγαπώ τον πρώτο νες καφέ της μέρας το χειμώνα. Μία κουταλιά καφέ, τρείς ζάχαρη και πολύ γάλα. Με βροχή και ομίχλη.
Αγαπώ τις μουσικές τις ασύμβατες ακόμα και με τον ίδιο μου τον εαυτό.
Αγαπώ ν’ αγαπώ.
Αγαπώ ν’ αγαπιέμαι…

Κρίμα που δεν έχω κάποιον να καλέσω…
Είμαι πιο χαμένη από τον κόσμο απ’ όσο πίστευες, κοριτσάκι…

Φώτο: http://browse.deviantart.com/?q=love&order=9&offset=408#/dm02s1

10.9.10


Η ζωή είναι ένα κομμάτι πάζλ στο απέραντο πάζλ της ίδιας της ζωής. Το βρίσκεις λίγο μπλε και το βάζεις στη θέση του ουρανού. Μετά δε σου ταιριάζει και το βάζεις σε μια θάλασσα πάνω. Κι έπειτα συνειδητοποιείς πως είναι ένα κομμάτι που δε ταιριάζει στη δική σου ζωή και πως είναι δανικό κομμάτι της ζωής κάποιου άλλου…
Αλλάζει ο καιρός κι εγώ τον περιμένω να κλάψει πάνω στο πρόσωπό μου, να πέσουν σταγόνες λύτρωσης να δροσίσουν το κορμί μου που καίγεται και άντε να βρεις βρύση να ξεπλένει τη σκόνη του χθες χωρίς απορρυπαντικό και χωρίς να αφήσει σημάδια από λεκέδες ανεξίτηλους. Ξέρεις ποιους λέω. Εκείνους που αφήνει το κεράσι ή το γρασίδι και όσο και αν πλένεις μόνο με χλωρίνη θα βγουν και άντε τώρα να βάλεις χλωρίνη πάνω σε χρωματιστό μπλουζάκι. Πρέπει να διαλέξω. Ή τους λεκέδες ή το μπλουζάκι. Κι έπειτα συνειδητοποιώ πως ένα κατεστραμμένο μπλουζάκι με λεκέ τι να το κάνω; Και αντί να το πετάξω, το βάζω στη ντουλάπα με τα άλλα κατεστραμμένα. Και όλα τα κατεστραμμένα γίνονται βουνό και όταν θελήσω να τα πετάξω πρέπει να μετακινήσω και τον Όλυμπο μαζί.
Σήμερα το πρωί τηλεφώνησα στην απουσία. Κι εκείνη απάντησε με απουσία. Και μια φωνή ‘‘Η συνδρομήτρια της μοναξιάς έχει το τηλέφωνο κλειστό. Όταν γυρίσει η έννοια της μοναξιάς θα πάψει’’. Και μελαγχόλησα. Ειδικά όταν η μοναξιά γίνεται παρουσία της απουσίας της πληγής της αθεράπευτης. Είναι μαλακία συναίσθημα. Σου το είχα πει και πριν από κάνα δυο χρόνια-θυμάσαι;
Έχω πόρτες και παράθυρα ανοιχτά και ο αέρας χτυπάει μια την πόρτα του γραφείου μια του σαλονιού. Κι εκεί που με απορροφά μια και μόνο σκέψη τρομάζω και τινάζομαι μέχρι τα κεραμίδια της σοφίτας. Θέλω να στρώσω και πάλι τις βελέντζες στη σοφίτα και ας μου λες ότι βιάζομαι. Θέλω να ανάψω τα κεριά μέσα στο φανάρι δίπλα στο τζάκι και τα λαμπάκια από το Ναύπλιο. Θέλω να πέσω σε μια λακκούβα νερό και να γίνω μούσκεμα και να γελάω. Να περπατήσω απρόσκλητη στην πόλη και να με κοιτάζουν περίεργα. Θα ήθελα να έφταναν τα πόδια μου να οδηγήσω τη μηχανή σου και να φτάσω στην άκρη του κόσμου, στην άκρη της αυλής μου. Θα ήθελα να μην έλειπες. Θα ήθελα να μην έλειπα κι εγώ…

Παρασκευή 10/09/10 18.19
Φωτό: http://browse.deviantart.com/?q=loneliness&order=9&offset=24#/d2434ge

5.9.10

Μέρα βροχής και ομίχλης. Σκέφτηκα να μη σου μιλήσω. Ούτε μια σταλιά. Ούτε μια ερωτική λέξη να μη πω στις σταγόνες σου. Να σε ρουφήξω και να ξεδιψάσω τη γλώσσα μου και πριν σε καταπιώ να σε φτύσω στο μπαλκόνι μέσα στο λούκι. Μπορώ να εξαφανιστώ όποτε θέλω εγώ, αλλά δε σε βαρέθηκα ακόμα.
Μέρα βροχής και ομίχλης δύο. Και σήμερα έπλυνα το ενυδρείο για να ξαναζωντανέψω μια νεκρή ψαρούπολη από καιρό πεθαμένη. Και θα βάλω και πολλά χρυσόψαρα να περνούν ανάμεσα από τις μπουρμπουλήθρες και να κάνουν τραμπάλα πάνω στο καλώδιο του θερμοστάτη. Και θα βάλω και ένα πορτοκαλόψαρο σε χρώμα μπλε. Ξέρεις πιο λέω; Εκείνο που είναι όλο μπλε με πορτοκαλί ουρά. Θα μοιάζει με τον Γκότζο αλλά θα του δώσω άλλο όνομα. Δε μου αρέσει να μοιράζομαι αναμνήσεις υποκατάστατες με πρόσωπα που μοιάζουν. Α! Μωρό μου; Θα μου κατεβάζεις και το μεγάλο το πιθάρι από το πατάρι των ψαροαναμνηστικών; Εκείνο που φιλοξενούσε τον Διογένη για δώδεκα φεγγάρια. Ναι… αυτό… που μετά έγινε το αγαπημένο του Μπόμπου. Που ποτέ δε μου άρεσε το όνομά του-Μπόμπος….-αλλά τελικά του έμεινε μέχρι τον θάνατό του.
Μπαίνω στην κουζίνα και πλένω τα πιάτα του αλλόκοτου μεσημεριανού τραπεζιού μας. Κι εσύ με τυλίγεις με δυο χέρια και με ρωτάς αν σ’ αγαπάω. Κι έπειτα αν έπαψα ποτέ, από τη στιγμή της σύλληψης. Και μετά από την αρχή του τέλους του προηγούμενου πριν την αρχή του επόμενου κόσμου. Και μια τρισύλλαβη λέξη έπιασε τις βλεφαρίδες σου κι έμεινε εκεί ως το τέλος της επόμενης γέννησης. Κι εσύ χαμογέλασες με ικανοποίηση. Γύρισες την πλάτη. Ε! Που πας! Δε σου τελείωσα! Δε….

Φώτο: http://browse.deviantart.com/?q=goldfish&order=9&offset=24&offset=72#/d14usq4
Κυριακή 05/09/10 18.14

8.8.10

…κι εγώ σου ΄λέγα με κλειστό το στόμα ‘‘πιο γρήγορα αγάπη μου να προσπεράσεις τον ήλιο’’. Ζέσταινε το δέρμα μου και πονούσε τα μάτια μου και με νύσταζε καθώς ήμουν γαντζωμένη πάνω σου και φοβόμουν μη γίνει κάτι και ξεγαντζωθώ και πεθάνω. Ο έρωτας είχε την ηδονή της πρώτης φοράς και την οδύνη της τελευταίας. Το δέρμα έλιωσε κάτω από τον ήλιο και τώρα το γλύφω για να γιατρευτεί. Τα πόδια σου μέχρι τις κνήμες είναι πληγιασμένα κι εγώ σου δίνω φιλιά με γεύση χαμομήλι για να σε απαλύνω.
Ήρθα και ξάπλωσα στα χέρια σου το πρώτο εκείνο απόγευμα της επιστροφής και κοιμήθηκα μια ζωή που ξύπνησε μια άλλη. Μέχρι την επόμενη. Μη φύγεις ακόμα. Έχω πολλά να σου διηγηθώ…

Κυριακή 08/08/10 21.26
Φώτο: http://browse.deviantart.com/?q=sunrise&order=9&offset=144#/d1zzir1

14.7.10

Μικρές Αγγελίες



Άνεργες σκέψεις και άεργα συναισθήματα ψάχνουν άνθρωπο να παρασιτήσουν…



Φώτο: http://gromyko.deviantart.com/art/The-Tree-of-Melancholy-121723565
Τρίτη 14/07/10 14.46

7.7.10



…και μετά ο πόλεμος. Και μια ζητιάνα ελπίδα που περπατά ξυπόλητη πάνω σε γυαλιά μέχρι να βρει το δρόμο προς το εφικτό. Και πριν λιποθυμήσει, τη φίλησα στο στόμα. Κι εκείνη μου υποσχέθηκε πως δε θα με αφήσει ποτέ.
Αισθάνομαι σαν ένα σπυρί στο μέτωπο του κόσμου που μαζεύει όλο το σμήγμα των ανθρώπων. Και όταν σκάει βγαίνουν από μέσα του όλα τα σκατά που μάζεψε μέχρι εκείνη τη στιγμή. Και από Jekyll γίνομαι Hyde. Και μετά ξανά αυτή που αγαπάς.
…και μετά έφυγες. Κι εγώ έμεινα να ψάχνω το σημείο εκεί που βρίσκει η Εγνατία την Ομόνοια. Και δυο μέρες φτάνουν να κρατώ την αναπνοή μου μέχρι να σε αγγίξω. Πριν πάθω ασφυξία μπαίνεις στο αεροπλάνο. Και σε λίγο βρίσκεσαι εδώ…

…οι δρόμοι με πήραν απ’ το χέρι και με σταύρωσαν
σε μια διαδρομή Θεσσαλονίκη-Αθήνα…

Φώτο: http://daashuyr.deviantart.com/art/Jekyll-and-Hyde-35514224
Τετάρτη 07.07.10 18.53

21.6.10



Ρούφηξα με καλαμάκι όλους τους ωκεανούς της Γης και τους έκανα σταγόνες βροχής. Μόλις τελειώσουν , θα πέσω να κοιμηθώ. Ξύπνα με ξανά με τα πρωτοβρόχια του Οκτώβρη. Και αν ξυπνήσω μες τον ύπνο μου, φρόντισε να αστράφτει. Και αν δε μπορώ να κοιμηθώ ξανά, νανούρισέ με με βροντές. Σβήσε το φως αγάπη μου. Γύρισέ μου την πλάτη σου και ακούμπα με στο στήθος. Ξεκινά η καλοκαιρινή μου νάρκη…


Δευτέρα 21/06/10 23.28
Φώτο: http://browse.deviantart.com/?q=storm&order=9&offset=24#/d8de0x

15.6.10


Χτες οδηγούσα σε έναν δρόμο ακαθόριστο, δίχως όρια, δίχως διαχωριστικές γραμμές στην άσφαλτο. Άνοιξα το παράθυρο στις δέκα η ώρα το βράδυ, έβαλα δυνατά μουσική και σ’ ένα φανάρι έστριψα τσιγάρο. Είχα μια τόσο μεγάλη λαχτάρα να οδηγήσω χωρίς συγκεκριμένη κατεύθυνση, που αν η λαχτάρα μου να σε δω ήταν έστω κι ένα χιλιοστό λιγότερη από αυτή που ένιωθα, θα ταξίδευα μέχρι τον επόμενο πλανήτη του ηλιακού μας συστήματος.
Ζω σε έναν κόσμο χρεοκοπημένο από αισθήματα, σε έναν κόσμο που επενδύει σε αγωνία. Κι εγώ αμέτοχη απλά νιώθω συμπόνια, βρίσκομαι σε έναν κόσμο παράλληλο και κοιτώ τον άλλο με κλεφτές ματιές πίσω από τα μαύρα γυαλιά που μου χάρισες πέρσι το καλοκαίρι ένα μεσημέρι που πηγαίναμε στη θάλασσα και είχα ξεχάσει τα δικά μου. Αλήθεια… που να είναι άραγε εκείνα τα δικά μου τα γυαλιά; Ούτε που τα έψαξα ξανά από τότε.
Σχεδιάζεις στο γραφείο οικοδομήματα κι εγώ κάθομαι στο μπαλκόνι και απολαμβάνω τον αέρα που δροσίζει με λύτρωση το σώμα μου. Χτες βράδυ ήρθα και κοιμήθηκα πλάι σου και σε χάιδευα και σου χαμογελούσα με φωνή, ψιθυρίζοντας σου ‘‘…είσαι μια γκριμάτσα κι ένας ήχος…’’ κι έτσι απαλά με πήρε ο ύπνος.
Έχει μια υπέροχη σιωπή γύρω που απαρτίζεται από ήχους. Μια μπάλα που χοροπηδάει στο απέναντι γήπεδο του μπάσκετ και κάτι φωνές. Ο μελωδός που παίζει μουσική με τον άνεμο και ταιριάζει με το σφύριγμά σου σε ρυθμό. Και ο αέρας καθώς κουνά τα φύλα από τις λεύκες. Και όλα μαζί μια υπέροχη σιωπηλή συμφωνία. Σαν εκείνες που κάνουμε τα βράδια πριν κοιμηθούμε. Συμφωνούμε σιωπηλά πως το επόμενο πρωί θα σ’ ερωτεύομαι περισσότερο από το προηγούμενο κι εσύ θα μ’ αγαπάς πιο βαθιά από χτες…

Φωτό: http://kleanthis.deviantart.com/gallery/#/d1wcqjx
Τρίτη 15/06/10 17.37

13.6.10

Είσαι μια γκριμάτσα κι ένας ήχος...

Φωτό:http://browse.deviantart.com/?q=music%20notes&order=9&offset=120#/d1q232m

10.6.10

Γένεσις



Γένεσις, έκδοση 3η
Στην αρχή ήταν το χάος. Μετά γεννήθηκα εγώ, μονάχος. Σ’ έναν κόσμο ραγισμένο μ' έναν κουρελιασμένο θεό που γύριζε από πόρτα σε πόρτα ζητιανεύοντας την ύπαρξη του. Υστέρα γίναμε ξαφνικά δυο. Φιληθήκαμε κι άρχισε να σκοτώνει ο ένας τον άλλο.
Τάσος Λειβαδίτης

Φωτό:http://sjm1010.deviantart.com/art/quot-adam-seeking-eve-quot-156541838