Θέλω να σου πετάξω δυο τρία κόμπλεξ
μου στη μούρη και να σε ξεφορτωθώ μαζί με αυτά. Και μετά να κάνω πως δεν
υπήρξες ποτέ, ποτέ δεν υπήρξες. Σε θυμάμαι βαθιά, πολύ βαθιά, δε θα μπορούσα να
σε ξεχάσω ποτέ μου κι ας μη μιλώ πια για σένα εδώ και πάνω από δυο ζωές, καμιά
φορά απορώ με τον εαυτό μου με το πόσο σκληρή μπορώ να γίνω όταν γυρίζω την
πλάτη μου σε ανθρώπους που αγάπησα όσο εσένα, δε μου έλειψες
ούτε μια στιγμή από τότε που ξέχασα το όνομά σου. Το όνομά σου ναι. Εσένα όχι.
Έχω επιλεκτική μνήμη από τα δώδέκα μου. Θυμάμαι το βλέμμα σου και δε θυμάμαι τα
μάτια σου. Θυμάμαι που τις Πέμπτες μετά το φροντιστήριο ερχόσουν να με πάρεις
και μια Πέμπτη μου είπες πως θες να με παντρευτείς κι εγώ γέλασα με την ψυχή
μου, νόμιζα πως έκανες πλάκα, έσκυψες το κεφάλι «πλάκα δεν έκανες;» σε ρώτησα,
«άντε γαμήσου» μου απαντησες, σε αγκάλιασα, σηκώθηκα στις μύτες των ποδιών μου,
έφερα το πρόσωπό μου μπροστά στο δικό σου, πέρασα το χέρι μου πάνω από το
πρόσωπό σου, νομίζω πως ψηλάφισα κάτι σαν απογοήτευση, ανέβηκα στο παγκάκι, σε
πήρα μέσα στην αγκαλιά μου, σε έκλεισα στο στήθος μου, «τα ‘παμε αυτά ρε μωρό
μου» σου είπα, δε μίλησες, «εμείς θα ζήσουμε μαζί για πάντα» σου είπα, «τότε
γιατί ρε μαλάκα;» με ρώτησες, σου πέταξα κάτι σκόρπιες λέξεις που δεν έβγαζαν
νόημα για να βρω απαντήσεις μα καμιά δε σου ταίριαζε, ήταν όλες τόσο λίγες όσες
και οι αντοχές μου στο «πάντα» και στο «ποτέ». Σε αυτό το κομμάτι δεν άλλαξα
ποτέ μου. Μετά που χωρίσαμε, στο δεύτερο έτος της σχολής, κατέβαινα τη
Μελενίκου με τον Αχιλλέα, έναν τύπο από τη σχολή, ήταν θυμάμαι στα μέλια μαζί
μου, ήμουν θυμάμαι στα μαχαίρια μαζί μου, σε κοίταξα, κοκάλωσα, σταμάτησες
μπροστά μου, με πλησίασες, έφερες το πρόσωπό σου απέναντι στο δικό μου όπως
τότε, με κοίταξες βαθιά μέσα στα μάτια, «Τι κάνεις;» με ρώτησες με μα μάτια
σου, «Σκατά, μου λείπεις» σου απάντησα με τα δικά μου, πιάσαμε έναν βαθύ
διάλογο με τα μάτια μας που κανείς δεν άκουγε, δε καταλάβαινε, δεν κατανοούσε, νόμιζα
πως ήμουν στην κορυφή του κόσμου και ο αέρας ήταν πνιγηρός, «Κι εμένα μου
λείπει κάθε σου οργή, κλάμα, θυμός, νάζι, έρωτας, αγάπη» μου είπες, στεκόσουν
απέναντι μου μια ανάσα από τα μεγάλα μας φιλιά, ο Αχιλλέας ένιωθε αμήχανα,
έκανε ένα βήμα πίσω λες και από σεβασμό στη μεγαλειώδη μας σιωπή, «θέλω να σε
φιλήσω» μου είπες, «φίλα με», σου είπα, έσκασε μύτη μια τύπισσα και σου είπε
«τελείωσα μωρό μου με τις φωτοτυπίες, πάμε;» την κοίταξα λοξά «Μάθε ρε βλήμα να
σέβεσαι τις μεγάλες σιωπές, άντε στο δέντρο σου» της είπα απλά λοξοκοιτάζοντάς
τη, έκανε κι εκείνη ένα βήμα αμηχανίας προς τα πίσω, «φίλα με αν έχεις τα
κότσια και πάμε να φύγουμε» σου ξαναείπα, πέρασες το χέρι σου πάνω από το
πρόσωπό μου, «κι εγώ» σου απάντησα με πνιγμένη φωνή χωρίς να πάρω τα μάτια μου
από τα δικά σου, «φοβάμαι πως πάντα θα σε χάνω» μου είπες κοιτώντας με
ακόμα πιο βαθιά, «δε φοβάσαι πως θα με χάνεις, φοβάσαι πως θα πρέπει να με
διεκδικείς» σου είπα, «τι κάνεις με τον φλώρο» μου είπες, « ότι κι εσύ με το
ραδίκι» σου απάντησα, έγειρες το κεφάλι σου, πλησίασες το πρόσωπό σου κι άλλο
στο δικό μου, έφερες το στόμα σου στο δικό μου χωρίς να με ακουμπάς, «θέλω να
σου ρουφήξω κάθε ανάσα» μου είπες, έκλεισα τα μάτια, δεν υπήρχε κανείς, ούτε η
τύπισσα, ούτε ο Αχιλλέας, και τότε βίαια σε τράβηξε η άλλη από το μπράτσο λίγο
πριν τη στιγμή της αιώνιας ένωσης. Την κοίταξες, με κοίταξες, έκανες ένα βήμα
πίσω, «Χέστη», σου είπα κοιτώντας σε και δεν απάντησες, «Να ρε γιατί δε σου
άξιζε να σε παντρευτώ και γελούσα κάθε φορά που το ζητούσες» συνέχισα, γύρισα,
είδα τον ο Αχιλλέα εκεί ακίνητο να κοιτάζει και να αιμορραγεί από τα μυαλό,
«Πάμε» του είπα, φύγαμε, σε προσπέρασα, δε γύρισα καν να σε κοιτάξω, γύρισε
εκείνος, «Ποτέ δε κοιτάμε πίσω μωρό μου» του είπα, «ποιος είναι αυτός» με
ρώτησε, «Ένας Τίποτας τελικά», του απάντησα «Εμένα δε θα με κοιτάξεις ποτέ με
αυτόν τον τρόπο, ετσι δεν είναι;» ρώτησε, «Δε σου κρύφτηκα ποτέ ούτε ψέματα σου
είπα» του απάντησα και συνέχισα να γελάω και να χοροπηδάω γύρω του λέγοντας
«Έλα, πάμε για παγωτό, πάμε για παγωτό» σαν να μην έγινε καμιά διακοπή για Ζωή,
«Είσαι τόσο παράξενη…» μου είπε, «αλλοπρόσαλη απλά» του είπα, «όταν γελάς
δυνατά πονάς;» με ρώτησε, «αβυσσαλαία» του απάντησα, «είσαι γεμάτη οργή και
θυμό» μου είπε, « Η οργή μου και οπ θυμός μου είναι τα μόνα μέσα απέναντι στην
αδυναμία μου να μην κλαίω και απέναντι στη μαλακισμένη μου ανάγκη να δείχνω
πάντα δυνατή», του είπα και ζήτησα ένα παγωτό χωνάκι με μια μπάλα σοκολάτα και
μια μπάλα φράουλα. Πέταξα μια σκέψη στα σκουπίδια και μετά έφαγα αμίλητη το
παγωτό μου. Τόσες λέξεις με τα μάτια και ούτε ένα κιχ δε βγάλαμε...