16.8.08

ο τελευταίος εθισμός...


Επέστρεψα χτες παρέα με ένα τεράστιο φεγγάρι που με κοιτούσε, θαρρείς κατάματα, σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού. Άνοιξα τα παράθυρα του αυτοκινήτου μου και άφηνα τον αέρα να μπερδέψει τα κοντά μαύρα μαλλιά μου. Τα ‘‘ροκ’’ μαλλιά μου όπως είχες πει, θυμάσαι;

Ο Σιδηρόπουλος κάτι λέει για τον Μπάμπη τον Φλου και το σώμα μου κινείται σε έναν ρυθμό έντονο και παθιασμένο. Το VW μου βρίσκεται σταματημένο στο φανάρι και οι οδηγοί των διπλανών αυτοκινήτων με κοιτούν περίεργα˙ λες και δεν είχαν δει ποτέ τους γυναίκα να χορεύει.

Φτάνω προς το σπίτι, μα πριν ανέβω τα σκαλιά του, παίρνω την απόφαση να πάω μια βόλτα με το αμάξι, αυτή τη φορά χωρίς προορισμό. Να παρκάρω μπροστά στη θάλασσα, να μείνω εκεί με τα φώτα αναμμένα να και να απολαύσω το τελευταίο μου τσιγάρο. Να χαθώ μέσα μου και να σου πω πως…

…όταν οι επιθυμίες γίνονται ουρλιαχτό, η κραυγή σπάει πάνω σε γυάλινους τοίχους κάνοντας αντίλαλο κι επιστρέφουν πίσω στ’ αυτιά σου με ήχο εκκωφαντικό. Μπαίνουν μέσα στο κορμί σου και τρομάζουν το φοβισμένο παιδί που κρύβεται στα πιο βαθιά σημεία του υποσυνείδητού σου. Κι έπειτα τρέχεις να κρυφτείς μέσα σε ντουλάπια στο παλιό έπιπλο της γιαγιάς που η όψη του ξυπνά αναμνήσεις μιας ζωής που δε θυμάσαι πως έχεις ζήσει. Οι αλήθειες συνεχίζουν να ουρλιάζουν και εσύ με τα χέρια στ’ αυτιά προσπαθείς να μην ακούς. Τότε οι αλήθειες έρχονται και στέκονται μπροστά σου ολόγυμνες κοιτάζοντας σε κατάματα…

…όταν ο πόνος παραλύει ακόμα και τη σκέψη σου και τίποτα δεν υπάρχει που να μπορείς να πεις, αφήνεις τα δάκρυα σου να κάψουν το δέρμα σου και να χαράξουν την πορεία τους πάνω στο πρόσωπο σου. Ακουμπάς το κορμί σου που γέμισε πληγές από μαστίγια που κρατούσαν οι πιο αγαπημένοι σου άνθρωποι…

…όταν η αναπνοή σου γίνει αέρας και σε κυκλώσει, τότε θα καταλάβεις πόσο δηλητηριασμένη είναι που σε σκοτώνει σε κάθε σου ανάσα. Ασφυκτιάς, μουδιάζεις και τότε είναι η στιγμή που πρέπει να αποφασίσεις αν θα ανοίξεις το ντουλάπι από το παλιό έπιπλο να βγεις έξω δυνατός και να παλέψεις σαν πραγματικός πολεμιστής ή να μείνεις εκεί μέσα κλαίγοντας ώσπου να πεθάνεις

…εγώ αποφάσισα πως δε θα πεθάνω τρομαγμένη σε ένα ντουλάπι. Απλώνω το πόδι με δύναμη κλωτσιάς και σακατεύω τους μεντεσέδες που κρατούσαν σταθερά κλειστό το ντουλάπι που μόνη μου άνοιξα. Σηκώθηκα όρθια με μιας και ανάπνευσα όλη τη δύναμη μέσα από τα ρουθούνια μου. Ούρλιαξα με μια κραυγή λυτρωτική. Απελευθερώνομαι. Κάθε μέρα απελευθερώνομαι. Ακονίζω το σπαθί μου και σκοτώνω ό,τι με πονά. Κοίτα, κοίτα πόσο έχω αλλάξει!

Ανοίγω την πόρτα του αμαξιού μου. Δυναμώνω την ένταση. Ο Παύλος τραγουδάει με πάθος
‘‘Κι όπου γουστάρω πάω και τρέχει ο άνεμος μπροστά. Τον ήλιο ακολουθάω κι ο μήνας έχει εννιά’’
Ρίχνω κάτω τη γόπα του τσιγάρου μου και την λιώνω με το πόδι. Την παίρνω και τη βάζω μέσα σε ένα άδειο πακέτο τσιγάρα που ξέχασες προχτές στον ύπνο μου πάνω στο τραπέζι. Αυτό είναι το τελευταίο μου τσιγάρο. Από εδώ και στο εξής θα καπνίσω μόνο αν θέλω να απολαύσω. Όχι από εξάρτηση. Όχι από συνήθεια. Κανείς άνθρωπος δε μπορεί να λέει πως είναι ελεύθερος αν πρώτα δε καταφέρει να νικήσει τον ίδιο του τον εαυτό. Κι εγώ θέλω να είμαι ελεύθερη˙ σαν άνεμος, σαν αγρίμι


Σάββατο 16/08/08 11.59
φωτό:http://www.deviantart.com/