11.10.07

Το τραγούδι της Βροχής...



Ένας γνώριμος ήχος ήρθε και ακούμπησε στο κέντρο της αίσθησης της ακοής μου. Μεγάλες σταγόνες βροχής χτυπούσαν με μανία τη λαμαρινένια επιφάνεια της τέντας μου. Ξύπνησα. Ένα αίσθημα ευχαρίστησης διαπέρασε το κορμί μου σαν ηλεκτρικό ρεύμα κάνοντας το να ριγήσει…

Σηκώθηκα από τον καναπέ του σαλονιού μου που τα τελευταία χρόνια φιλοξενεί το κουρασμένο μου κορμί. Δε ξέρω αν το ξεκουράζει περισσότερο από το διπλό κρεβάτι του υπνοδωματίου μου, μα σαν απόφαση που πάρθηκε ερήμην μου τα πόδια μου πάντα οδηγούν το σώμα μου σε αυτόν…

Προχώρησα τη ματιά μου και την άφησα να παρακολουθεί έξω από το παράθυρο που βρισκόταν πάνω από το κεφάλι μου. Η βροχή μαστίγωνε τα φύλα των φυτών του μικρού μπαλκονιού μου και των δέντρων που βρίσκονται γύρω από το σπίτι μου, ενώ εκείνα, μαζοχιστικά θαρρείς, φαίνονται να το απολαμβάνουν…

Απλώνω το δεξί μου χέρι και ανοίγω το παράθυρο. Η βροχή ακουμπούσε το πρόσωπό μου ενώ εγώ την απολάμβανα με τα μάτια κλειστά. Κάθε μου κύτταρο «ρουφούσε» τη βροχή και από κάθε μου πόρο ξεχείλιζε ευχαρίστηση. Κι εκεί, με τα μάτια κλειστά έμεινα σιωπηλή να αγαπώ την κάθε στιγμή που περνούσε από πάνω μου προσφέροντας εμπειρία στο συνειδητό μου, ενώ ενώ την επόμενη καινούρια στιγμή έμπαινε στο ασυνείδητο
.

Την ευδαιμονία των στιγμών έμελε να διακόψει ο δυνατός ήχος μιας βροντής που έκανε το μυαλό μου να κουνηθεί και το κορμί μου να αναπηδήσει. Άνοιξα τα μάτια. Τον ήχο της βροντής τον διαδέχτηκε η λάμψη μιας αστραπής και αμέσως μετά ο ήχος του κεραυνού που έπεσε κάπου σε μια κοντινή περιοχή. Ήχος εκκωφαντικός που ενεργοποίησε τους συναγερμούς των αυτοκινήτων. Δέος…

Ακουμπώ το μέτωπο μου στο δροσερό τζάμι, παρατηρώντας τις στάλες της βροχής να κυλούν ακανόνιστα στο παράθυρο. Θα μπορούσα να βάλω στοίχημα πως μια σταγόνα θα πήγαινε προς τα «εκεί» μα αυτή αυτόβουλη κι ελεύθερη, τη βλέπω να κυλά αλλιώς αλλάζοντας πορεία. Ξεγελάστηκα… χαμογελώ.

Σηκώνομαι και πάλι. Έχω ανάγκη να βρεθώ κοντά στη βροχή που μουσκεύει τον κόσμο γύρω μου και να την αφήσω να μουσκέψει και τον δικό μου που βρίσκεται μέσα μου. Παίρνω μια κουβέρτα και τυλίγω το κορμί μου. Θέλω να νιώσω τη δροσιά της, μα όχι το κρύο της. Θέλω να νιώθω χαλαρή απολαμβάνοντας τη και όχι σφιγμένη στην προσπάθεια μου να ζεσταθώ. Βγαίνω στο μπαλκόνι μου κάτω από τη τέντα. Κανείς δε βρίσκεται έξω. Από αλάτι, λες, όλοι κλείστηκαν στα σπίτια τους. Κι εγώ, ή άτρωτη, θαρρείς, στο μπαλκονάκι μου, να την ακούω, γεμίζοντας ήχους και εικόνες το μυαλό μου που σιγά σιγά μετουσιώνονται σε σκέψεις. Σκέψεις δικές μου, σαν μυστικά καλά φυλαγμένα. Κλείνω και πάλι τα μάτια. Αφουγκράζομαι. Αφήνω τη βροχή με αγγίξει χωρίς το βάρος της, απαλά, τόσο απαλά σαν να κάνει Έρωτα στο κορμί μου…

Ένας ξένος ήχος διαταράσσει την φυγή μου από τα εγκόσμια, λες και ήρθε σκόπιμα για να με γυρίσει σε αυτά. Ένας εκνευριστικός ήχος τηλεφώνου, που ήρθε να μου υπενθυμίσει πως ο χρόνος μου έγινε λιγοστός και πρέπει να ανεβάσω ρυθμούς. Δε ξέρω αν νιώθω εκνευρισμό ή απογοήτευση, μα πρέπει να αποδεχτώ πως πρέπει να γυρίσω εκεί που δεν ανήκω, μεν, αλλά κατοικώ, δε. Στον κόσμο τον οποίο οι άνθρωποι φοβούνται τη βροχή. Τυλίγω την κουβέρτα λίγο καλύτερα πάνω μου, μια που και αυτή βρήκε ευκαιρία να ξεφύγει λίγο πριν από τα χαλαρά χέρια μου και σηκώνω το πόδι μου να μπω στο σαλόνι μου επιστρέφοντας ταυτόχρονα στα εγκόσμια…




10/10/07 22.37
φωτό: http://emelody.deviantart.com/art/rain-84626272