Ένα, δύο, τρία τέσσερα, πέντε κάγκελα.
Έξι, επτά, οκτώ, εννιά, δέκα κάγκελα.
Έντεκα, δώδεκα δεκατρία, δεκατέσσερα, δεκαπέντε κάγκελα.
Δεκαέξι, δεκαεπτά, δεκαοκτώ, δεκαεννιά, είκοσι κάγκελα.
Εικοσιένα, είκοσι δύο, είκοσι τρία, είκοσι τέσσερα, είκοσι πέντε κάγκελα.
Είκοσι έξι, είκοσι επτά, είκοσι οκτώ, είκοσι εννιά, τριάντα κάγκελα.
Τριάντα ένα, τριάντα δύο, τριάντα τρία, τριάντα τέσσερα, τριάντα πέντε κάγκελα.
Τριάντα έξι, τριάντα επτά, τριάντα οκτώ, τριάντα εννιά, σαράντα κάγκελα.
Σαράντα ένα, σαράντα δύο σαράντα τρία…………
Πόσα κάγκελα χρειάζονται για να χτιστεί μια φυλακή;
Έζησα σε παράλληλο Σύμπαν. Το εξακόσια δεκατέσσερα πέθανα πριν γεννηθώ από μαχαιριά στην κοιλιά της μάνας. Και από τότε ζητώ την ελευθερία μου. Τυχαία ημερομηνία. Τυχαίο γεγονός. Τυχαία αναφορά. Δε ξέρω καν να υπάρχει. Τρεις γουλιές. Κι αυτό τυχαίο. Μόνο οι συναντήσεις των ανθρώπων δεν είναι τυχαίες. Δε πιστεύω στην τύχη. Απλά αναφέρομαι σε αυτή χάριν συνεννόησης.
Ψέματα. Πνιγηρά και ασφυκτικά ψέματα. Από εκείνα που δε ξέρεις καμιά φορά να χειριστείς γιατί δεν είσαι επαγγελματίας και στη δουλειά σου αποτυγχάνεις. Αλήθειες. Επώδυνες και κρυστάλλινες. Οι κρύσταλλοι κόβουν σαν νυστέρι. Με χειρουργική ακρίβεια σου κόβουν την ψυχή, σου την τεμαχίζουν κι έπειτα ζητάνε ένα vicryl οχτάρι για τα ράμματα. Γερή κλωστή. Γερή και αποτελεσματική. Ααααααα.. όλα κι όλα. Αν ραφτείς με αυτή δε σπας ποτέ. Μόνο που είσαι γεμάτη κόμπους. Που όταν ακουμπάνε σε άλλους κόμπους από ράμματα πονάνε και σου θυμίζουν τη ψυχική λοβοτομή. Μου ζήτησες αρχικά να είμαι ειλικρινής. Έπειτα μου ζήτησες να μη κρύβομαι. Μετά μου ζήτησες να πάρω αποφάσεις. Και τέλος μου ζήτησες να θυσιαστώ. Κι εγώ σου είπα σήμερα πως την τελευταία φορά στη ζωή μου που αποφάσισα να κάνω αυτό που θέλουν οι άλλοι και όχι αυτό που ήθελα να κάνω εγώ, εκτρώθηκα κι από τότε δε συγχώρεσα ούτε εμένα που υπέκυψα στον εκβιασμό ούτε τον εκβιαστή μου. Δέκα χρόνια μετά. Επίσης είχα αποφασίσει πως θα είναι η τελευταία φορά που πρώτα όλοι οι άλλοι. Συγνώμη. Έτυχες σε λάθος εποχή. Ίσως έπρεπε να σε γνωρίσω πριν το δύο χιλιάδες τρία τότε που ήμουν εργοστάσιο ευτυχίας των άλλων μέσα στη μαύρη δυστυχία μου. Τότε ίσως θα σου έδινα όλα όσα ζητάς. Από τότε τρέχω να κερδίσω τον καιρό που έχασα μέσα στο κόμπλεξ να τα έχω καλά με όλους. Και από τότε κυνηγάω τα απωθημένα μου που βγήκαν στην επιφάνεια με φωνή διεκδικώντας την υπόστασή τους. Στην αρχή τα κυνηγούσα με βαμβάκι στο χέρι για να το χώσω στο στόμα τους να μη τα ακούω. Στη συνέχεια και λίγο παρακάτω ξεκίνησα να ζω. Και όπως σου είπα χτες, είναι λογαριασμένο όταν θα πεθάνω να έχω δέκα εκατομμύρια απωθημένα λιγότερα από τους άλλους και αν βρω μαγική συνταγή να μακρύνω τα δάχτυλά μου θα μάθω ακόμα και πιάνο. Δε πιστεύεις; Αλήθεια σου λέω.
Είναι Μάης. Στα μέσα του. Κι εγώ φοράω πλεκτή μπλούζα κι άναψα και το τζάκι. Και ξύλα γιοκ. Τα τελευταία θα καούν απόψε χωρίς λύπη που είναι τα τελευταία. Βρέχει λίγο, βρέχει πολύ, βρέχει ασταμάτητα, βρέχει κι αναβρέχει. Ήλιος και σύννεφα σουλατσάρουν στον ουρανό του μπαλκονιού και προσπερνά ο μεν τα δε και το αντίστροφο με παράνομες κι επικίνδυνες δεξιές προσπεράσεις. Μια ζωή στο ρίσκο.
Ο πόνος φέρνει θυμό, ο θυμός οργή και η οργή όλεθρο. Σήμερα τα έχωσα για τα καλά σε άπαντες και αποφάσισα πως δε θα ανήκω στο γένος των ανθρώπων γιατί καμιά φορά νιώθω να τους μισώ. Μερικές φορές νομίζω πως γεννήθηκα με εκείνη τη ρυτίδα ανάμεσα στα φρύδια μου. Αποφάσισα να είμαι πλάσμα της Γης και να κινούμαι με τη φορά του αέρα. Βήχω από αντίδραση, νιώθω πως κάτι έχει σκαλώσει στον λαιμό μου και πιθανολογώ πως είναι λέξεις. Θέλω να τις ξεράσω όπως την περασμένη βδομάδα που έκανα εμετό σε ένα στενό κάπου στο Ναύπλιο. Όταν καταπίνεις λέξεις είναι σαν να καταπίνεις τα υγρά από το στομάχι σου. Σου καίνε τον οισοφάγο κι έπειτα σου γαμάνε το πεπτικό σύστημα. Ενίοτε και το αναπνευστικό γιατί καμιά φορά σου κάθονται στο λαιμό και σου κόβουν την ανάσα κι ασφυκτιάς και χτυπάς τα πόδια σου στο πάτωμα να κάνεις θόρυβο για να σε προσέξουν μια που δε μπορείς να ουρλιάξεις. Πιάνεις το λαιμό σου, στα μάτια σου σπάνε τα αγγεία, τρέχουν δάκρυα πανικού και λίγο πριν αφεθείς παραδίνεσαι, χαμογελάς, και πεθαίνεις. Ή ξερνάς τις λέξεις όπου βρεις και ζεις με μερικά πτώματα δίπλα σου από την εκπυρσοκρότηση αυτών…
Ναι. Φταίω. Αν τον Έρωτα τον επιλέγουμε εμείς, φταίω. Αν είναι επιλογή μας ή όχι να μας συμβεί, φταίω. Αν μπορούμε να πούμε ‘‘Αααα… όχι… φύγε… τώρα δε μπορώ, έλα αργότερα που ίσως είμαι πιο διαθέσιμη. Α! Και όταν έρθεις Κυρ- Έρωτα να είναι και ο κατάλληλος, ε; όχι ό,τι να ‘ναι!’’ τότε ναι. Φταίω. Είμαι η πιο φριχτή φταίχτρα του κόσμου. Η πιο φριχτή, η πιο φταίχτρα και η πιο ειλικρινής φριχτή φταίχτρα που θα έχεις γνωρίσει ποτέ σου… Με στρίμωξες. Αλλά στα είπα όλα. Ακόμα κι εκείνα που δεν ήμουν στριμωγμένη όταν τα ξεστόμιζα…