12.1.12

Τσαφ

Άκουσα το τρέμουλο της αναπνοής σου και ξαφνιάστηκα. Ανέβηκα στον δεύτερο και κοίταξα έξω από το παράθυρο, "επιτέλους" είπα, και γύρισες να με κοιτάξεις. Σου χαμογέλασα αλλά δε το κατάλαβες, ίσως επειδή το κραγιόν στα χείλη  μου είχε εξαφανιστεί και είχε μείνει μόνο το περίγραμμα. Κατέβηκα στο πάρκινγ κι έβαλα μπρος τη μηχανή κι έστριψα ένα τσιγάρο. Σε είδα να στέκεσαι απέναντί μου να κοιτάς αφηρημένα κάπου απροσδιόριστα κι εγώ δήθεν αδιάφορα σε προσπέρασα. Πάτησα γκάζι κι έφυγα κι ένιωθα τόσο ελαφριά τα πόδια μου που μπορούσα να διανύσω ολόκληρη την απόσταση από το Ιερό σου σώμα μέχρι το Πορνείο του νου σου αβίαστα και άκοπα. Τα πόδια μου σήμερα δεν ήταν φτιαγμένα για φρένο και σε κάθε φανάρι μετρούσα αντίστροφα για να ανάψει πράσινο μέχρι να φτάσω. Δεν άναβε, σταματούσα, και άναβε μόλις πλησίαζες, και με προσπερνούσες, μέχρι τη στιγμή που στάθηκες δίπλα μου χωρίς ήχο και σε είδα να στρίβεις ένα τσιγάρο κι εσύ και να με κοιτάς επίμονα˙ αλλά εγώ δε σε κοιτούσα, ήταν η δική μου σειρά να αδιαφορήσω. Είδα την απογοήτευση σου να πέφτει πάνω στο παρμπρίζ μου και άνοιξα τους υαλοκαθαριστήρες και την καθάρισα λίγο πριν βάλω πρώτη και φύγω πρώτη και χαμογελάσω πρώτη που σε άφησα πίσω μου. Έφτασα σπίτι και μου έλειπε λίγο το φρενάρισμά σου αλλά βρήκα κάτι αποτσίγαρα σου στο τασάκι και τα άναψα σαν να ήσουν εκεί. Άνοιξες την πόρτα και ντράπηκα που με είδες να καπνίζω τα απομεινάρια σου και πέταξα τις στάχτες μαζί με το τασάκι στο τζάκι να καούν μαζί με τις ανάσες που ξόδεψα φυσώντας τον καπνό από τους πνεύμονές μου στην ανυπαρξία σου. Μάζεψα τις κουρτίνες και δε σου μίλησα μέχρι τη στιγμή που άκουσα τον ήχο του καυστήρα και την πόρτα του ψυγείου να ανοίγει. “Ήρθες”  είπα χωρίς να ρωτήσω κι εσύ χαμογέλασες γιατί κατάλαβες πως τόση ώρα έκανα πως δε σε βλέπω. “Ήρθα” είπες χωρίς να μου απαντήσεις και κάθισες στο πάτωμα κι έκανες κάτι με τα κορδόνια των παπουτσιών σου λίγο πριν με δεις να μπαίνω γυμνή στο μπάνιο αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή για να ακούς τα νερά να κυλούν πάνω μου. Δεν ήρθες να κρυφοκοιτάξεις γιατί ήξερες πως αν το έκανες θα έχανες στο στοίχημα που ήμουν σίγουρη πως θα κερδίσεις κι έτσι στο τέλος έχασες πάλι εσύ. Ετοίμασες καφέ, έναν για μένα κι έναν για σένα, έστριψες τσιγάρο, ένα για μένα κι ένα για σένα, και σκάλισες λίγο τα κούτσουρα που καιγόντουσαν στο τζάκι. Το ψυγείο είχε μείνει ανοιχτό κι έκανε εκείνο το περιοδικό “μπιπ” αλλά δε σηκώθηκες να το κοιτάξεις γιατί θα περνούσες μπροστά από την ανοιχτή πόρτα του μπάνιου. Ξέρω πως σε εκνευρίζει και αλλάζω τους όρους του στοιχήματος κι αρχίζω να τραγουδάω από μέσα το κομμάτι που λάτρευεις και μαγεύεσαι να το τραγουδάω και σηκώθηκες με φόρα και όρμησες μέσα στο μπάνιο και τράβηξες τη κουρτίνα και με είδες γυμνή να σε κοιτάζω επίμονα λέγοντας σου “πάλι έχασες” με τα μάτια. Μπήκες με τα ρούχα σου μέσα στη μπανιέρα και μου έπιασες το στήθος και σε κοίταζα πάλι επίμονα χωρίς να μιλάω κι εκνευρίστηκες με το χαμόγελό μου και με παράτησες. Έσταζαν τα ρούχα σου καθώς έφευγες από το μπάνιο κι εγώ ακολούθησα τις βρεγμένες πατημασιές σου για να σε δω να στέκεσαι πάνω στα πόδια σου και να κοιτάς έξω περιμένοντας να βρέξει γιατί σου είπα πως θα σου κάθομαι μόνο όταν βρέχει. “Θα κρυώσεις” σου είπα κι έφερα τις κούπες με τους ζεστούς καφέδες και τα δύο τσιγάρα κι έμεινα όρθια δίπλα σου. Με κοίταξες κι εγώ διόρθωσα λίγο την πετσέτα που τύλιγε το σώμα μου και σε κοίταξα απότομα σηκώνοντας τα μάτια μου καρφώνοντας τα δικά σου και σε έπιασα επ’ αυτόφωρο να κοιτάς τη σχισμή από το στήθος μου. Σήκωσες βιαστικά το βλέμμα σου και χαμογέλασα. “ Άναψέ μου το τσιγάρο μου” σου είπα και έβαλες το τσιγάρο πάνω σε ένα ξύλο και το ρούφηξες μέχρι να ανάψει. Το έβαλες απαλά στα χείλη μου και σε ευχαρίστησα με ένα τυχαίο άγγιγμα των δακτύλων μου στα δάχτυλά σου. Σε κοίταξα αλλά δε γύρισες να με κοιτάξεις. Επενδύεις στην ανυπαρξία σου κι εγώ κάνω όλα όσα θα ήθελα να κάνω σε κάποιον υπαρκτό. “Θα κρυώσεις” μου είπες εσύ αυτή τη φορά “ Πάνε ντύσου”, σε κοίταξα λίγο πιο επίμονα από πριν, σου χαμογέλασα λίγο πιο ειρωνικά και πήγα στην κρεβατοκάμαρα. Άνοιξα το ένα φύλο και ένιωθα τα μάτια σου να είναι καρφωμένα στα πόδια μου στο σημείο που έπεσε η πετσέτα στο πάτωμα. Ήξερα πως δε θα πλησίαζες. Είχες ήδη χάσει δυο φορές. Ήξερες πως ήξερα πως είσαι εκεί και αυτό ήταν μια έμμεση ήττα ακόμα. Ήξερα πως ήξερες πως ήξερα, αλλά δε σε κοίταξα. Έβαλα κάτι ζεστό έκλεισα τη ντουλάπα, έκλεισες τα μάτια σου, προσπέρασα το σώμα σου κι έπειτα ήρθα στο σαλόνι να καπνίσω το τελευταίο σου αποτσίγαρο λίγο πριν ανοίξω την τηλεόραση. Κάθισες απέναντι και σε ρώτησα “Ήρθες;” και μου απάντησες “Ναι, μόλις…



Μισώ τα λεωφορεία,
τα πλοία και τους
σταθμούς των τρένων.
Σου το είχα πει
πως θα έδινα
Ύπαρξη στην ανυπαρξία σου.
Δεν υπάρχεις αλλά
και τι έγινε; Σάμπως 
υπήρξες ποτέ σου;





Υ.Γ. Δε μου αρέσουν τα υστερογραφα αλλα πρέπει να ευχαριστήσω αυτόν, που χωρίς να το ξέρει, αυτό το τραγούδι έγινε το τραγούδι μου...