Για κανέναν απόψε εδώ. Ούτε για τον εαυτό μου. Όχι τον κρυφό, τον άλλο. Με τον κρυφό μου παίζουμε μαζί κρυφτό και πάντα καταλήγουμε στην ίδια κρυψώνα. Έτσι το παιχνίδι πάει στράφει κι εγώ είμαι λίγο πιο μόνη από πριν. Για κανέναν απόψε εδώ. Θα ακούσω τραγούδια και θα ακούσω τη Λαμπέτη να γίνεται η ηχώ του Χορν με άλλα λόγια αλλά ίδια. Μου θυμίζει λίγο τη βραδιά ραδιοφΌνου αλλά δεν είναι βραδιά. Είναι απόγευμα και οδεύει προς τη νύχτα. Θα ήθελα να ήταν βραδιά, η αλήθεια είναι, αλλά ποιος μπορεί να πάει τους δείχτες στο ξημέρωμα και να με αφήσει εμένα εδώ πέρα να κάθομαι και να σου γράφω, να σου γράφω και να σκέφτομαι, να μη σκέφτομαι όταν γράφω και όταν σκέφτομαι να μένω εκεί. Μου έλειψε να γράφω ξημερώματα. Να είναι δυο η ώρα κι έπειτα τέσσερις και μετά πέντε παρά τέταρτο και ύστερα έξι και μετά να λέω ‘‘σήκω κοπελιά, ώρα να ντυθείς για την κλινική’’ να είμαι άυπνη, κουρασμένη, τα μάτια μου να πονούν από την αϋπνία, να έχω τρίψει όλο το μάσκαρα-ή τη μάσκαρα;- --ή μήπως τον μασκαρά μέρα που είναι;-- του κόσμου και να γεμίζουν οι κόρες μου χώματα.
Είναι έξι και πενήντα τρία αλλά μπορώ να το βαφτίσω μεσάνυχτα. Είναι η ώρα που το σώμα μου ξυπνάει και ντύνεται βασίλισσα της νύχτας. Με το μαύρο βελούδινο μπούστο μου και το σιέλ τούλι να καλύπτει του υπόλοιπο σώμα μου. Έχω κεντημένα αστέρια στο φόρεμα και στο καπέλο μου κι ένα κρατάω στο χέρι και μετατρέπω τους ανθρώπους της μοναξιάς σε διατομικά πλάσματα για να κρατεί ο ένας εαυτός τους συντροφιά στον άλλο κι έτσι κανείς δε θα μείνει μονός του απόψε..
Δε μιλάω άλλο… Σςςςςςςςςςςςςςςςςςςςς…………..