Φτιάχνω σκοτάδι με τα δάχτυλα και αφήνω δυο φλόγες στο τζάκι να φωτίζουν το σαλόνι που μέσα είναι μεσάνυχτα και έξω μεσημέρι.
Στις τέσσερις και τέσσερα το πρωί άφηνα κάτι βήματα στους σκοτεινούς διαδρόμους τους μαρμάρινους της κλινικής κι έπαιζα το αγαπημένο μου παιχνίδι˙ εκείνο που κοιτάζω τα φώτα στο ταβάνι πίσω από το ακτινογραφικό φιλμ κι εκείνα ιριδίζουν και θυμάμαι πως κάποτε είχα πει πως η αγάπη έχει λευκό χρώμα και μου ήρθε η απάντηση πως αφού έχει λευκό χρώμα επομένως έχει όλα τα χρώματα μαζί.
Άντε να πείσεις χωρίς αποδεικτικά μια αλήθεια που υπάρχει μεν, αλλά δε μπορεί κανείς να τη δει. Και πώς να πεις πως απλά την ένιωσες σε κάποιους που δε ξέρουν να νιώθουν επειδή ευνούχισαν πριν χρόνια τον εαυτό τους με όρκους βαρύγδουπους, τάδε και δείνα, που αν ζυγίσεις τον κάθε ένα ξεχωριστά ζυγίζει όσο το βάρος της Γης επί δύο; Από τότε κάνουν μια γενιά να περάσει μέχρι να σκιρτήσουν ξανά…
Δύσκολα πλάσματα οι άνθρωποι. Δύσκολα και πολύπλοκα. Τόσο πολύπλοκα που καταρρέουν από την ίδια την πολυπλοκότητά τους. Είναι ζώα υπό κατάληψη των ζώων που είναι υπό εξαφάνιση. Χωρίζονται σε είδη. Άπειρα. Τέσσερα βασικά. Οι άνθρωποι, οι υπάνθρωποι, οι παλιάνθρωποι και οι χιονάνθρωποι. Ναι μη γελάς! Υπάρχει και το είδος των τελευταίων! Εκείνων που χάνονται και γίνονται νερό και φεύγουν από την αγκαλιά σου πριν προλάβεις να πειστείς πως υπάρχουν.
Τελευταία το μυαλό μου τρέχει με ταχύτητες φωτός. Οι αλλαγές πάνω στο σώμα και το κορμί μου που πηγάζουν από τις αλλαγές μέσα από τα σπλάχνα μου είναι τόσο ραγδαίες που προκαλούν συγχύσεις στον κόσμο που με περιτριγυρίζει…
‘‘Τότε ρε μαλάκα λέω… που είχες τα μαλλιά σου μοβ…
Όχι ρε ‘συ! Ήταν τότε που τα είχες φουξ, θυμάσαι;
Α, καλά… κι εγώ σου λέω πως ήταν τότε που ήταν κόκκινα.
…ή μπλε…;’’
Μπλε. Μείνε στο παρόν μου και κράτα ημερομηνίες. Δε ξέρω πότε θα αλλάξω ξανά. Η λιβελούλα πάνω μου έγινε αυτάρκης πια. Πέφτουν στοιχήματα κι εγώ χάνω τον χρόνο και όσο για τον χώρο ούτε γι’ αυτόν είμαι σίγουρη. Δε ξέρω τι ώρα ήταν τότε που πατούσα από πέτρα σε πέτρα σε κάποιον άλλο γαλαξία, νομίζω, γιατί το μέρος δε μου θύμιζε τον δικό μας. Εκτός και αν μετακόμισαν το περίπτερο από τη γωνία. Εκείνο που έπαιρνα καπνό. Ντραμ. Κίτρινο. Και φιλτράκια. Ρίζλα ούλτρα σλιμ. Και χαρτάκια Ρόλινγ. Σιέλ. Εκείνα που έχουν έναν παππού πίσω και γράφουν με καλλιγραφικά: ‘‘Ελληνικόν Σιγαρόχαρτον’’.
Σήμερα ξύπνησα με μια αίσθηση περίεργη. Αισθανόμουν πως βρέχει. Μύριζα βροχή και άκουγα να βρέχει ενώ στο δέρμα μου αισθανόμουν υγρασία. Και ήξερα πως ήταν ψέμα γιατί τελευταία η βροχή έρχεται σπάνια και όταν έρχεται εμείς δε την περιμένουμε και όταν έρχεται κάνει φασαρία και ζημιές. Κι εγώ αισθάνομαι τύψεις. Και όταν λέω ‘‘Μια βροχή ρε παιδιά’’ μου απαντούν ‘‘Φτάνει τόσο, αρκετά την είδαμε’’ κι εγώ πληγώνομαι γιατί μιλώ πάντα με τα καλύτερα λόγια γι’ αυτή κι εκείνη με εξέθεσε την περασμένη φορά. Και όχι σε ένα μέρος αλλά σε διάφορα. Κι εγώ που τη θέλω να έρθει έτσι απλή και λυπημένη; Θυμωμένη και οργισμένη; Σταθερή και αποφασισμένη; Ρομαντική και αναποφάσιστη; Τι θα γίνει; Και στο κάτω κάτω της γραφής, τα είπαμε την προηγούμενη φορά. Δε τη δικαιολογώ αλλά ρε πούστη μου το ξέρεις πως έρχεται. Και το ξέρεις πως όταν έρχεται είναι λίγο μπουχτισμένη και θέλει να ξεσπάσει. Κάνε κάτι ρε φίλε να περάσει ανώδυνα από τη ζωή σου!
Ο Ιάκωβος με κοιτάει πίσω από το τζάμι. Θέλει μάλλον να συνεχίσουμε εκείνη τη ψαροκουβέντα που ανοίξαμε τις προάλλες.
Καλά, καλά! Θα έρθω! Πάω να κάνω καφέ…
Παρασκευή 12/11/10 09.50
Φωτό: http://pesare.deviantart.com/gallery/#/d11ef1e