Δε θα ηρεμίσω.. το βλέπω εγώ.. δε θα ηρεμίσω… ο θεός της οργής με ερωτεύεται κι εγώ δε τον θέλω αλλά εκείνος μου στέλνει λουλούδια καθημερινά. Πάντα κάποιος λόγος να μου γδάρει το δέρμα και να αποβάλλω θυμωμένα αιμοπετάλια. Έτρεχα σαν την τρελή για τσιρότα στο φαρμακείο αλλά το αίμα μου έβγαινα με τόση οργή που και το πιο μικρό γδάρσιμο ήθελε ράμματα. Και καθημερινά τρέχω από εφημερεύον νοσοκομείο σε εφημερεύον για να με ράψουν και να με μεταγγίσουν αίμα ηρεμίας. Μέχρι τη στιγμή που θα χτυπήσει το κουδούνι και η οργή θα μου έχει στείλει τα επόμενα λουλούδια της….
‘‘Ακραία καιρικά φαινόμενα πλήττουν την Βόρεια Ελλάδα’’ κι εγώ ο πιο ακραίος κεραυνός του κόσμου επιβιώνω μέσα από την καταιγίδα. Σκοτεινιαααααά…. Θα περιμένω να αστράψει και να βροντήξει μέχρι να καεί το αλεξικέραυνό μου και να λιώσει τα καλώδια όλης της Γης. Σςςςς… άκου… βροντάει…. Θα βάλω ένα ποτήρι από εκείνο το κόκκινο κρασί κι έπειτα θα μεθύσω την ακοή μου με το άρωμα της αστραπής. Θα ασελγήσω στις σκέψεις μου λίγο πιο α-πρόχειρα από την πιο πρόχειρη συνουσία του κόσμου. Να τις κάνω ξεδιάντροπες κι έπειτα να τις κρατήσω στο κεφάλι μου σε αρχείο περιεχομένου ακατάλληλο για ανηλίκους. Κι όποιος τις διαβάζει να ερεθίζεται και να κοκκινίζει αμαρτωλά που ερεθίστηκε. Κι έπειτα να ξεχνιέμαι σαν ξεραμένη σταγόνα βροχής σε τζαμαρία σπιτιού εγκαταλελειμμένου.
Θέλω να πέσω στα γόνατα και να κλάψω με λυγμό. Θέλω να φύγει η σιωπή από μέσα μου και ύστερα να σωπάσω δυνατά. Να μπορέσω να σου σωπάσω πως όλα θα πάνε καλά ακόμα και αν χρειαστεί να σπάσουν τα γόνατά μου σε τέσσερα σημεία. Δε ξέρω αν πιστεύομαι από τον εαυτό μου, να σου πω την αλήθεια μου φοβάμαι πιο πολύ από τους κεραυνούς που ξεψυχούν σε αλεξικέραυνα. Είμαι μόνη σε ένα σπίτι εκατόν είκοσι τετραγωνικών που μου μοιάζει για χίλια εκατόν είκοσι και δε με χωράει. Θα ανέβαινα στη σοφίτα αν υπήρχε λόγος αλλά δεν υπάρχει κι έτσι απλά ακούω το δοκάρι της κεραίας να κουνιέται πέρα δώθε κάνοντας έναν μουσικό τριγμό που μοιάζει με μουσική από ταινία τρόμου. Τα σωθικά μου τρέμουν αλλά τα μάτια μου δείχνουν ατρόμητα μόνο και μόνο για να μη καταλάβεις πως φοβάμαι και λυγίσεις. Έτσι έμαθα να κρατάω ισορροπίες μέσα μου. Κι όταν τις χάνω είναι που καταπίνω το ένα ρ και η ισορροπία μου γίνεται ισοροπία και ντεραπάρω σαν νταλίκα στην εθνική αλλά όχι από εκείνες που πέφτουν στο γκρεμό και σκοτώνονται διαλυμένες, από τις άλλες που σταματούν στο χείλος του και επανέρχονται τραυματισμένες αλλά ζωντανές και έτοιμες για καινούρια διεθνή ταξίδια ως την άκρη του κόσμου. Δε πεθαίνω. Δε πουλιέμαι. Κι αν ποτέ μείνω άφραγκη και το εκμεταλλευτείς και με εξαγοράσεις στην ανάγκη μου θα σου γαμήσω ότι έχεις και δεν έχεις όντας ηττημένη, κλέβοντας σου όλη τη ζωή, μέσα από την ψευδαίσθηση, πως επειδή με εξαγόρασες με κάνεις ότι θες, από εκδίκηση. Θα σου πω πως αφού με αγόρασες πρέπει να με συντηρήσεις γιατί αλλιώς η επένδυσή σου ήταν σκάρτη. Κι έτσι θα σε απομυζώ και θα παρασιτώ πάνω σου μέχρι να σε αφήσω άψυχο κουφάρι κι έπειτα θα ζω τη δική σου ζωή προσαρμόζοντάς τη στη δική μου. Αν με εκβιάσεις στην ανάγκη μου τη γάμησες. Καλύτερα για όλους να με αφήσεις χωρίς πόδια. εγώ θα βρω άλλα κάποια στιγμη να σπείρω και να περιμένω να μεγαλώσουν για να τα φορέσω πάλι…
Ο ουρανός απέχει όλο κι όλο δέκα εκατοστά από το κεφάλι μου και βρέχει απαλά και μπουμπουνίζει βίαια. Είναι η ολοκλήρωση του Έρωτα μέσα στην απαλότητα των αγγιγμάτων και στην βιαιότητα του οργασμού. Τα σύννεφα ταξιδεύουν με ταχύτητα και μπορώ να αντιληφθώ το φευγιό τους αλλά όχι το φευγιό κανενός άλλου. Είναι στρώματα βροχής απελπισμένης που προσπαθεί κάπου να αφήσει το κλάμα της. Συσσωρευμένα κλάματα που δεν εκφράστηκαν ποτέ. Ικετεύω να κλάψει για να κοιμηθώ με κάλτσες απόψε. Θα ανάψω και τζάκι αν κλάψει με λυγμό. Τι υπέροχο Φθινόπωρο τον Αύγουστο! Μοιάζει λίγο με τις σκληρές μου λέξεις που αν τις αγγίζεις μπορείς να τις κάνεις σύννεφα και να κοιμηθείς πάνω τους απόψε… τόσο σκληρές… σαν τις μαλακίες που λέω τόση ώρα και πριν τελειώσω το γράψιμο θα τις έχω ήδη αναθεωρήσει………