13.9.13

Wet Fucking



Ξεκίνησαν νεροποντές, Σεπτέμβρη, Σεπτέμβρη μου πάντα συνεπής στα πρωτοβρόχια σου. Έχει υγρασία τα πρωινά, οι πνεύμονές μου αρχίζουν και καίνε, βήχω πολύ μέχρι να κάνω εμετό τα σωθικά μου. Ο Σεπτέμβρης έχει κάτι αναρχικό μέσα του, είναι ο μήνας που δεν είναι σαν κανέναν άλλο, είναι ο μήνας "πάω κόντρα σε αυτούς που αγαπούν το καλοκαίρι" και όσοι αγαπούν τη θάλασσα ξέρουν πόσο λατρεμένος μήνας είναι. Εγώ αγαπάω τη θάλασσα ως μάζα το καλοκαίρι. Είναι η άμυνά μου απέναντι στη ζέστη. Το εργαλείο μου. Εγώ αγαπώ τη θάλασσα το καταχείμωνο. Να φυσάει Βαρδάρης, το χρώμα της να είναι γκρι ή σκούρο γκρι, να ξεχύνεται στα πεζοδρόμια, να καταπίνει παραλίες, να βρέχει μπατζάκια, να περπατιέται με μπότες ως το γόνατο. Και γαμώ να κάθομαι στην παραλία μόνη τον χειμώνα μαζί με τις ψαρόβαρκες στον Μπαχτσέ και στην Περαία. Στον Μπαχτσέ περισσότερο. Μερικά πρωινά μετά τις εφημερίες μου περνάω απο εκεί και χαζεύω τις ανατολές του Χειμώνα. Φεύγω πριν να ξημερώσει. Φοβάμαι μην αποκτήσεις την ίδια ανάγκη με μένα και συναντηθούμε. Δε θέλω αναμνήσεις, προτιμώ να ξεχνώ, πονώ στις αναμνήσεις, ξε-κουφαίνουν αμαρτίες. Θυμόμουνα τον Τάσο απ' την Αθήνα σήμερα. Με ξέγραψε μαζί με κάτι απομεινάρια μητρότητας. Δε σου φταίω ρε Τάσο που η μάνα σου ήπιε το φίλτρο της αμητεροσύνης και σε ξέγραψε αλλά δε πειράζει ρε μαλάκα, αλήθεια δε πειράζει αν έπρεπε να με ξεγράψεις κι εμένα για να λυτρωθείς καλά έκανες κι εγώ το ίδιο θα έκανα και ας αδικούσα και δυο τρεις, σαν τη λύτρωση δεν έχει. Ίσα που θυμάμαι τη φάτσα σου πια, πέρασε πάνω απο μισή ζωή απο τότε που σε είδα για τελευταία φορά, και λίγο λιγότερη απο την τελευταία φορά που σε άκουσα. "νοικοκυρούλα μου" με φώναζες κι εγώ καμάρωνα ψήλωνα λίγο παραπάνω απο περηφάνια σαν να ανέβαινα στα δεκάποντα της μαμάς αλλά το έπαιζα σκληρή και δε το έδειχνα. Αυτή τη σκληράδα την κληρονόμησα απο τον παππού μας καρμικά, σκατά κάρμα είχες παππού μου φαίνεται αλλά τώρα που γέρασες νομίζω πως μαλάκωσα μαζί σου, σε έναν γέρο τί κακία να κρατήσεις, ευτυχώς που ο μπαμπάς δεν έμοιασε σε σένα και είναι μαλακός σαν βούτυρο όταν με αγκαλιάζει. Χέζεται πάνω του όταν με βλέπει, το ξέρω πως χέζεται το βλέπω στα μάτια του που είναι δυο φεγγάρια το ένα δίπλα στο άλλο και καθρεφτίζεται το είδωλό μου. Να, αν ήταν εδώ ο μπαμπάς τώρα θα σκότωνε όλα τα κωλοκούνουπα που μου ρουφούν το αίμα και αφήνουν σημάδια στην χάρτινη επιδερμίδα μου. Κανένας ψόφος για τα κουνούπια φέτος, νομίζω πως είναι ακόμα πιο γρήγορα απο το καλοκαίρι, τουλάχιστον το καλοκαίρι κατάφερνα και σκότωνα μερικά, αυτό το γαμωκούνουπο όμως που τις νύχτες μου βουίζει ακόμα δε το έλιωσα στις παλάμες μου, κούφια "κλαπ" στον αέρα και ίχνος κουνουπιού μέσα στα δάχτυλά μου έστω ένα κομμάτι φτερού να ξέρω πως ποτέ πια δε θα πετάξει κι εγώ θα κοιμηθώ ήσυχα μια νύχτα. Παλιότερα ξενυχτούσα απο Έρωτα. Αργότερα απο Πόνο. Τώρα που όλα στη ζωή μου ομαλαίνουν, ξενυχτώ κυνηγώντας ένα κουνούπι απο το πουθενά. Κατάντια φίλε μου, κατάντια, αλλά δε πονάω πια, ο έρωτας τρυπώνει έτσι κι αλλιώς στο δέρμα μου με μορφές οικείες, μου λείπει να πηδιόμαστε μόνο καμιά φορά, να βρέχει και να πηδιόμαστε, τί ωραία τα πηδήματα σε δυνατές βροχές. Νομίζω πως σαν τα πηδήματα του Σεπτέμβρη δεν υπάρχουν άλλα. Και νομίζω πως σ' αυτό ταιριάζουμε πιο πολύ απ' όλα.