Μ' έσυρες έξω απ' το σπίτι στα τέσσερά μου χρόνια. Ξεροστάλιαζες στα
χαλάσματα, στην άκρη της πόλης, εκεί, στην άκρη του αγνώστου, για ένα σου μόνο
βλέμμα. Μ' έβρισκες τότε πολύ μικρή, η νίκη σου πάνω μου με μάγεψε και ύπουλα
περίμενες την εφηβεία να τρυπώσεις στο σώμα μου, να μου κρυφτείς εκεί και να
νιώθω από μέσα τη καυτή, βρωμερή σου ανάσα. Η πείνα σου κατοίκησε τα μάτια μου,
το ουρλιαχτό σου στοίχισε το τραγούδι μου, η ψυχή μου αγρίεψε. Και αφού
καταβρόχθισες τα χρόνια μου κι όλα τα ευγενικά μου δώρα, άρχισες να κυνηγάς
σώματα ξένα. Έγινα η σκιά σου, όμως τέρας, σπάνια έβγαινες πια στο φως και για
να γλυτώσεις από μένα, τρύπωνες όλο και πιο πολύ στο πιο βαθύ σκοτάδι. Δε λέω,
υπήρξαν και καλές στιγμές. Κάποιες φορές, πλημμύριζε ο ουρανός σου άστρα για
λίγο, για όσο κρατάει ένα βλέμμα, κι έπειτα, κάθαρμα, με έσερνες όλο πιο βαθιά
στο σκοτεινό σου δάσος. Σ' ένα κυνήγι, ανελέητο. Χειρότερα κι από αγρίμια
μπλεχτήκαμε σε πάλη έως εσχάτων, ξεσκίσαμε την ψυχή μας, πασαλειφτήκαμε αίμα.
Με έμαθες να ζητάω για να σε δω να δίνεις όχι σε μένα, αλλού, και τώρα
έτσι κι αλλιώς δεν είμαι πια για σένα. Και 'συ, που όλα όσα θέλεις μα δε
μπόρεσες, δεν είσαι πια για μένα. Λύκε μου, πήγαινέ με πίσω, να πάρουμε το
παραμύθι απ' την αρχή, βάλε μου δράκους, βάλε μου μάγισσες, δε θα κωλώσω.
Μονάχα εκεί, στην άκρη-άκρη, βάλε ένα σπίτι με ένα φωτάκι τόσο δα, να ένα τόσο
δα μικρό φωτάκι, για να 'χω την ψευδαίσθηση πως ίσως κάποιος εκεί, κρατάει
αναμμένη μια φωτιά κι ότι με περιμένει. Σ' αφήνω λύκε. Πάω
να βρω τους φίλους μου. Θα πω τ' ανομολόγητα. Και θα σε καταδώσω.