Ο καιρός χάλασε τα τελευταία εικοσιτετράωρα κι εγώ θέλω να μη γίνομαι αντιληπτή και να κρυφτώ από τον ήλιο, να γίνω ημιδιάφανης για να μπορώ να εντοπίζομαι παρά μόνο από τα μάτια που θέλω. Το πρωί γύρω στις έντεκα και κάτι με έπιασε δύσπνοια και άρχισα να κλωτσάω ότι βρω για να επιστρέψω πίσω στην ύπαρξή μου. Κουβαλάω τρεις σταγόνες ζωής μέσα μου και τις φωτογράφισα για να της θυμάμαι για πάντα. Τα μάτια μου διαρκώς γεμίζουν σκουπίδια και κλείνουν για ώρες και βλέπω όνειρα κι έπειτα ξυπνάω και ψάχνω μορφές που θα έπρεπε να υπάρχουν αλλά δεν υπάρχουν, τις ψάχνω, γεμίζω κάτι αναπάντητες κι έπειτα περιμένω να εξαφανιστώ. Σε δυο μέρες ετοιμάζω ταξίδι, τα χαλιά έμειναν άπλυτα, όταν θα επιστρέψω θα είναι λίγο πριν το βαρύ φθινόπωρο, θα είναι άπλυτα ακόμα αλλά δε μπορώ πια να τα πλύνω γιατί είναι βαριά, πιο βαριά από μένα και, παρόλο που είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου να κάνω την υπέρβαση και να με ανταμείψω σε ευρώ πλένοντας τα μόνη μου, έκανα ένα μπάτσελορ πριν την αλλαγή της καινούριας μου ζωής κι έτσι και πάλι δεν έκανα τίποτα. Το πρωί έψαχνα το ίδιο μπλουζάκι που είδα χτες αλλά σήμερα δεν υπήρχε και πιθανολογώ πως κάποιο ζωάκι που κρύωνε μπήκε στην κρεβατοκάμαρα μου και το πήρε για να ζεσταθεί. Όταν θα γυρίσω όλα θα είναι αλλιώς.
Η τηλεόραση έχει μεταμορφωθεί σε χωματερή άδοξων ανέλπιδων νέων, είναι ο γιατρός που έρχεται με σκυμμένο κεφάλι κάθε μέρα να σου υπενθυμίσει πως άλλη μια μέρα ζωής ξημερώνει, αλλά αν τον ρωτήσεις ‘‘Γιατρέ μου πόσος καιρός μου απομένει;’’ θα σε κοιτάξει κατάματα, αλλά θα σου πει πως δε γνωρίζει-τώρα πια ξέρει μόνο ο θεός. Είναι το δελτίο ειδήσεων των οκτώ κι εδώ και πέντε λεπτά γράφω και νιώθω τρομοκρατημένη και αναρωτιέμαι πως γίνεται να διαμορφώσω τις ανάγκες μου με τα δεδομένα, πώς να βάλω τη ζωή μου σε στεγανά και αν τελικά αυτά τα στεγανά είναι αρκετά για να περιγράψει μια φορά πριν την τελευταία για να με στηρίξουν ολόκληρη. Έχω μια συνήθεια να γράφω ασυνάρτητα κοιτώντας τηλεόραση εδώ και δύο βδομάδες, αφήνω το υποσυνείδητό μου να εκφραστεί, του δίνω φωνή, το ακούω κι έπειτα καθόμαστε τα πρωινά και πίνουμε καφέ και συζητάμε και μένω έκπληκτη με τον τρόπο σκέψης του και προσπαθώ να παραλληλίσω την ζωή μου με τη ζωή του υποσυνείδητού μου και κάποιες φορές τα καταφέρνω αλλά μερικές φορές νομίζω πως μιλάω με το υποσυνείδητο κάποιου άλλου ανθρώπου. Το ενδιαφέρον μου κορυφώνεται όταν αγοράζω πασατέμπο και παρακολουθώ συζητήσεις ασυνείδητου και υποσυνείδητου. Είναι ότι πιο αλλόκοτο μου έχει συμβεί σε εμπειρία. Έχω πιάσει το νόημα και απλά σωπαίνω και αφήνω τον διττό εαυτό μου να αναπλαστεί και να εξελιχτεί. Και όλα αυτά ένα Σάββατο. Αλλά σήμερα ξημέρωσε Δευτέρα.
Έχει συννεφιά και μάλλον σε κάποιον την έσπασα πρωί πρωί με τις αποφάσεις μου να μείνω άλλη μια, δυο μέρες, διάλογοι μονολεκτικοί έτοιμοι να αρπάξουν φωτιά και να κάψουν τα κλειστά πατζούρια για να μπει το σύννεφο και μια πόρτα κλείνει πίσω μου με δύναμη και κάτι μουρμουρητά.
-Τι θες;
-Κάνε ό,τι θες.
-Δε μπορείς να μου πεις τι θες;
-Ό,τι και να σου πω θα κάνεις αυτό που θες.
Και φαίνεται μια ειρωνεία στο σκοτεινό μου δωμάτιο να φωτίζεται ψηλά και δεξιά στο ταβάνι. Αυτό που ήθελα ήταν να μάθω τι θες. Αδιαφορία για το οτιδήποτε και η μόνη συνέπεια κρύβεται στο όπλο στη σοφίτα δίπλα στην τηλεόραση κάτω από το παράθυρο. Τα φυσίγγια είναι γεμάτα με λέξεις ενοχής, οι μόνες που ειπώνονται, και είναι η μόνη συνέπεια που κυκλοφορεί ασύλληπτη μέσα στο σπίτι. Σουλατσάρει δεξιά και αριστερά, αφήνει πατημασιές δρομολογημένες για να μη χάσουν το δρόμο τους οι επόμενες ενοχές. Το σπίτι θέλει σκούπισμα και σφουγγάρισμα αλλά δε μπορώ να κάνω ούτε το ένα ούτε το άλλο. Μου το απαγόρεψε ο γιατρός για μερικές μέρες και είναι η καλύτερή μου. Σήμερα έμαθα γιατί πεθαίνουν τα λουλούδια μου. Είναι που γεννιέμαι από μέσα μου. Υπάρχει τόση ζωή μέσα μου που δε χωρούσε σε αυτό το σπίτι κι έτσι κάποιοι θυσιάζονται για να υπάρχει αυτή που κυοφορώ.
Σςςςςς…. Έξω έχει τόση σιωπή για Δευτέρα πρωί που τρομάζω˙ νομίζω πως όλος ο κόσμος έπαψε να υπάρχει γύρω μου, νιώθω μόνη, κάνω κύκλους και τώρα που το σκέφτομαι είμαι πιο ελεύθερη από ποτέ και κρεμάω πανό για πάρτι μοναξιάς και προσκαλώ όλους εκείνους που δε πρόκειται να ‘ρθουν για να μείνω ακόμα πιο μόνη. Δοκιμάζω τις αντοχές μου, φεύγω, φεύγω και πάλι, πάνω να περάσω δυο βδομάδες μόνη μου σε ένα τεράστιο άδειο σπίτι που μου προκαλεί φόβο και δέος, θα είμαι μόνη μου σε ακτίνα εκατοντάδων μέτρων δε θα υπάρχει ψυχή ζώσα γύρω μου και αν φωνάξω βοήθεια, άραγε θα με ακούσει κανείς; Τρέμω λίγο εσωτερικά, ίσως φταίει εκείνο το λευκό ψυχιατρείο που έβλεπα χτες στον ύπνο μου επηρεασμένη από τον ξύπνιο μου, και κάτι σκάλες που ανέβαινα και κατέβαινα με φόρα χωρίς να ξέρω ούτε γιατί τις ανεβαίνω ούτε γιατί τις κατεβαίνω. Δε θυμάμαι την πρόθεση και τον προορισμό μου. Θυμάμαι μόνο την αγωνία μου, τον φόβο μου, θυμάμαι έναν ήχο τραγουδιού να με βοηθάει να ξυπνήσω κι επιτέλους λυτρώθηκα ανοίγοντας τα μάτια μου. Θέλω να κουρνιάσω σε αγκαλιά, θέλω να νιώσω λίγη τρυφερότητα, πάνω μου πέφτουνε χέρια ροζιασμένα και σκληρά, εκνευρίζομαι που με πονάνε, θέλω λόγια μελιστάλακτα σε πραγματικό χρόνο και οι ανθρωποώρες μου σπαταλούνται πάνω στον καναπέ σωπαίνοντας και μένοντας γυμνές. Γελάω και χαμογελάω, όλα είναι τέλεια, όλα είναι καλά, όλα βαίνουν εξαιρετικά, τι άλλο να θέλω από τη ζωή μου-;- και η ειρωνεία η πρωινή έρχεται και ανενόχλητη πίνει καφέ από την κούπα μου και ρουφάει τις γουλιές μου που τις παίρνει εγωιστικά χωρίς να ρωτάει λες και τις ανήκουν. Άνθρωποι που ζουν με την εικόνα μου, μου λένε πως τα καταφέρνω και ανταπεξέρχομαι και είμαι πάντα η χαρά του κόσμου-πάσχω απο χαμοελαστή κατάθλιψη- κι εγώ θέλω να τους φτύσω λες και φταίνε αυτοί που βλέπουν την εικόνα που τους πασάρω για ζωή. Προσποιούμαι από άμυνα. Ή δικαιολογούμαι από ανασφάλεια. Δε ξέρω.
Περνάω μερικές πόρτες ξύλινες για δοκιμή για να δω που φτάνει το ύψος μου για να μη πηδήξω περισσότερο από αυτό και χαθώ στη στρατόσφαιρα. Όλα γύρω μου είναι περιτριγυρισμένα από σύννεφο και ο Αχιλλέας χτες μου είπε πως ο ήλιος είναι ζωή και του απάντησα και το νερό επίσης. Θέλω να ζήσω σε κλίμα τροπικό, θέλω τυφώνες και καταιγίδες τροπικές, θέλω κατακαλόκαιρα με μπόρες, θέλω τον φάρο εκείνο για σπίτι μου και δε μου τον δίνει κανείς, θέλω οι τυφώνες να βουίζουν έξω κι εγώ να είμαι μέσα στον φάρο σε μια κυκλική πορεία, σε μια δύνη, να νιώθω πως βρίσκομαι στο μάτι του κυκλώνα όπου έξω από την ύπαρξή μου γίνεται το έλα να δεις αλλά εγώ έχω το πλεονέκτημα να παρακολουθώ με μια κούπα ζεστό καφέ την απόλυτη θάλασσα που μόνο τον χειμώνα με γοητεύει τόσο όταν είναι εξαγριωμένη και δυνατή, τόσο δυνατή που μπορεί να φάει και βράχους ολόκληρους-εσύ μπορείς;