Ήθελα τόσο να βρεθώ λέγοντας μερικά τίποτα για πρόλογο γιατί ξέρω η σιωπή είναι πιο σημαντική από τις λέξεις. Ειδικά όταν καταλαμβάνει χώρο ανάμεσα σε μάτια ομιλούντα που συναντήθηκαν για πρώτη φορά πριν από τον μεσαίωνα τότε που οι γυναίκες οι λάγνες ήταν μάγισσες και καιγόντουσαν από τους ανέραστους μόνο και μόνο από φόβο. Δε θυμάμαι πως έζησα τότε. Δε θυμάμαι αν έζησα καν ή αν εκτρώθηκα με μανία από τα σπλάχνα της γυναίκας που με κουβάλησε. Ή αν αποβλήθηκα ως σταγόνα αίματος. Θυμάμαι πως χτες το βράδυ φορούσα ένα όμορφο φόρεμα. Είχε χρώμα σμαραγδί και ρουμπινί. Και ήμουν στο μέρος που ήταν δομημένο από πέτρα και ξύλο. Και δε θα μπορούσε να ήταν αλλιώς. Πλησίασα το πρόσωπο της σκιάς που με ακολουθεί τα τελευταία άπειρα χρόνια. Πολλές φορές σε διαφορετική μορφή μα πάντα ίδια. Η μυρωδιά δεν αλλάζει όσες μορφές κι αν αλλάξει το πρόσωπο. Η ανάσα έχει πάντα συγκεκριμένο ρυθμό. Ο ήχος των μουρμουρητών λέξεων έχουν πάντα συγκεκριμένη μουσική. Θα μπορούσα να του βάλω στίχους και να τον κάνω τραγούδι. Πάντα το ίδιο. Όλα τα χρόνια. Έχω ξεχάσει πόσα. Ήμουν όρθια μπροστά σε έναν πάγκο που είχε ένα ποτήρι. Τα μαλλιά μου ήταν μακριά πλεγμένα σε μια μεγάλη χοντρή πλεξούδα όμοια με εκείνη που είχε απωθημένο να μου πλέξει η γιαγιά αλλά πάντα τα μαλλιά μου ήταν κοντά και λεπτά. Το σώμα μου ήταν καμπυλωτό, λίγο περισσότερο από ότι στο παρόν μου. Έβαλα το ποτήρι στο στόμα μου και πήρα τη γεύση, την ίδια οικεία γεύση από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Γύρισα και μύρισα την μυρωδιά του σώματος και τυλίχτηκα σε αυτό τόσο αρμονικά που νόμιζα πως λίγο αργότερα θα αποκτούσα το σχήμα του. Έμεινα εκεί ώρα. Ώρες. Τυλιγμένη από την ίδια μυρωδιά. Λιωμένη και χυμένη στο καλούπι του κορμιού που με φιλοξενούσε μέσα του. Τόσο αρμονικά λιωμένη. Τόσο απόλυτα χυμένη. Τόσο λογικά δομημένη. Νομίζω πως χτες το σώμα μου έκανε ένα ακόμα αστρικό ταξίδι κι άγγιξε την απόλυτη ύπαρξη σε μία έννοια ύπαρξης τόσο αντικειμενική που επιτέλους κατανόησα τον λόγο που υπάρχω κι εγώ η ίδια. Για να μυρίζω την ίδια μυρωδιά μέχρι το τέλος…
Είμαι καλυμμένη με μια σκόνη παρελθοντική. Σήμερα που ψιχάλισε το σώμα μου γύρισε στην αρχική μορφή του˙ έγινε χώμα και νερό. Ήμουν εύπλαστη φτιαγμένη από πυλό. Κι εγώ η πιο πρωτόπλαστη του κόσμου. Σαν να μην υπήρξα ποτέ πριν αλλά σαν να υπήρχα από πάντα. Σαν μικρή παλλόμενη ίνα ενέργειας. Στην αρχική μορφή μου. Κουράστηκα. Σώπα κι άκου με. Ή αν δε μπορείς, απλά νιώσε με να πάλλομαι. Μόνο σώπα. Και χωρίς φωνή θα σε αναγνωρίζω πάντα..