19.3.11

@#)@)#_@)!#_)@!($@!

-Μαμά τι είναι αυτό;
-Αυτό οι άνθρωποι το ονόμασαν θάλασσα…

Όταν ήμουν μικρή και για πολλά χρόνια πίστευα πως η θάλασσα τον Χειμώνα κοιμάται. Σήμερα μου ψιθυρίζει πως δε κοιμάται ποτέ. Ακούω το κάλεσμά της αλλά τα δάχτυλά μου τρέμουν και δε μπορώ να ανταποκριθώ. ‘‘Δε θα φύγεις’’ μου λέει κι εγώ συμφωνώ με τη φωνή που υπάρχει μέσα στο κεφάλι μου. Δε θα φύγω. Κάθε κύμα που σκάει και βρέχει τα αθλητικά μου, είναι και μια συνομιλία. Φθόγγοι μπλεγμένοι ακατανόητα σχηματίζοντας λέξεις που μόνο εγώ κι εσύ μπορούμε να αποκωδικοποιήσουμε, εαυτέ μου, και ήμουν σίγουρη γι αυτό από τον Αύγουστο του δύο χιλιάδες επτά. Η άμμος είναι υγρή, έβρεξε πριν ώρα το βράδυ και η υγρασία πότισε κάθε κόκκο της για να σταθώ εγώ πάνω του στην πραγματικότητα του πραγματοποιήσιμου. Δύο λέξεις: ένα ρήμα συνημμένο πρώτης συζυγίας και μια προσωπική αντωνυμία δευτέρου προσώπου. Κι έπειτα μια συμφωνία και μια διαπίστωση. Τη νιώθω να ψιθυρίζει  και όταν δε την καταλαβαίνω ξεφυσάει δυνατά κι έπειτα φωνάζει και οι γλάροι διαμαρτύρονται. Κι έπειτα μερικά αποσιωπητικά
Μια ακίδα ανασφάλειας καρφώθηκε στο μάτι μου δίπλα στη σκοτεινή μου κόρη και παραλίγο να την τρυπήσει και να ξεχυθούν με ορμή όλοι οι φόβοι που φώλιασαν στη ματιά μου-και κρυώνω- αλλά εγώ την έμπηξα να πάει πιο μέσα γιατί φοβόμουν πως αν τη βγάλω θα αφήσω στο μάτι μου την πιο μεγάλη και την πιο βαθιά τρύπα του κόσμου-να το, πάλι με φώναξε- . Οι ανασφάλειες είναι δομημένες από γαμημένες φοβίες και υπάρχουν για να ξυπνούν τον τρωτό εαυτό μου με σκοπό να υποδουλώσει τον άτρωτο πιάνοντάς τον από τη φτέρνα. Χτες έκανα τη δεύτερη ένεση στην κοιλιά, κάτω από το κέντρο της ύπαρξής μου, την πρώτη μετά την ένεση προετοιμασίας του σώματος και της ψυχής. Δεν ήμουν όπως την πρώτη πρώτη. Δε με έπιασε πανικός, δεν έσπασαν τα αγγεία του εγκεφάλου μου, η φλέβα στο μέτωπο και στον λαιμό κοιμόντουσαν βαθιά κι έτσι το κεφάλι μου δε χρειαζόταν μαγγανείες για να μην το περάσω από τη μηχανή του κιμά. Μετά την ένεση ηρέμισα λίγο πριν τα μεσάνυχτα. Γιατί μετά από αυτά η Γη έκανε δύο απότομες στροφές και μ’ έστειλε στον διάολο να παλεύω πιάνοντάς τον από τα κέρατα. Να σου πω… δε ξέρω τον νικητή και τον νικημένο και σίγουρα ο αγώνας δεν βγήκε ισόπαλος. Δε το ξέρω, όχι γιατί κάπου στη μάχη χάθηκα αλλά γιατί αισθάνομαι πως βρίσκομαι στο πιο συγκαταβατικό ημίχρονο του αγώνα. Λέγεται Ανακωχή. Και ποτέ δε κατάλαβα το νόημα τη Ανακωχής. Είναι η παύση του Πολέμου βάσει συμφωνίας δήθεν μου τάχα μου για να ηρεμήσουν τα πνεύματα ενώ και οι δύο αντίπαλοι είναι ετοιμοπόλεμοι περιμένοντας την πτώση της σημαίας για να ματώσουν ξανά. Και ο διάολος βρήκε τον διάολό του και πραγματικά δε ξέρω ποιανού μύτη θα ανοίξει πρώτη.
Μέσα στο κεφάλι μου ακούω μια ρυθμική ανάσα που υπάρχει για να μου πει πως πρέπει να σταματήσω να κρατάω την αναπνοή μου και να αναπνεύσω. Η θάλασσα πιο ήρεμη από ποτέ, η θάλασσα πιο άγρια από ποτέ μου βρέχει τα δάχτυλα των ποδιών μου. η άγρια ηρεμία της με συνεπαίρνει. Το ξέρεις πως τα κύματα ταιριάζουν με τις ανάσες σου; Όχι δε το ξέρεις. Αν το ήξερες, δε θα φοβόσουν μη  φύγω. Αν το ήξερες, θα ήξερες πως δε θα μπορώ…