30.6.11

Στιχομυθία


Σε είδα να πεθαίνεις ξαπλωμένος στην άκρη του δρόμου λίγο μετά τα μεσάνυχτα. Δεν ήμουν σίγουρη αρχικά αν πέθαινες ή κοιμόσουν. Σταμάτησα. ‘‘ Είσαι καλά;’’ Σε ρώτησα. Δεν απάντησες.  Τα μάτια σου ικέτευαν να σε σκοτώσω μα δεν μπορούσα, δε ξέρω πώς να το κάνω αυτό. Ούρλιαζες, χτυπούσες τα δόντια σου, το κορμί σου έτρεμε σπασμωδικά έβγαζες τα σωθικά σου, έκλαιγες από πόνο και φόβο. Δεν ήξερα πώς να σε βοηθήσω. Έκλαιγα γύρω στις δωδεκάμισι μετά τα μεσάνυχτα. Ήμουν λυπημένη και πανικόβλητη. Δεν ήξερα πώς να σε βοηθήσω. Έβαλα τα χέρια μου πάνω στην κοιλιά σου. Άρχισες να σπαρταράς. Άρχισα να κλαίω με φωνή. ‘‘Αφήσου’’…  σε ικέτευα να πεθάνεις…. Λίγο μετά που πέθανες έβαλα μπρος κι έφυγα παρέα με ένα μεγάλο ερωτηματικό στη θέση που καταλαμβάνουν οι κόρες των ματιών μου… 

 
Μερικές φορές
αναρωτιέμαι αν χρειάζεται
προσπάθεια για να δείξουμε 
την αγριότητα μας
ή αν απλά συμβαίνει…


29.6.11

Σκουλαρίκια κρεμαστά.

Ο μικρός έφυγε τη Δευτέρα και από χτες προσπαθώ να συνηθίσω το καθαρό μου  μπαλκόνι. Μεγαλώνουν τα μάτια του  σε σπιρτάδα λίγο πιο γρήγορα από το ύψος του. Χτες το βράδυ μάλωνε με τον Γιώργο για το ποιος θα πιει την τελευταία γουλιά γάλα και όσοι ξύπνησαν τα χαράματα βάζανε στοιχήματα για το ποιος θα καταφέρει να το πιει. Τελικά το σκορ έμεινε άγνωστο… πιθανολογείται πως ο νικητής ήταν ο Γιώργος. Σήμερα το πρωί στο πρωινό μαλώνανε πάλι. Πάλι για ένα ποτήρι γάλα. Ο μικρός σκαρφάλωσε σε ένα σκαμνί αλλά δε τα κατάφερε να του ρίξει το γάλα στο πάτωμα να το κάνει δικό του. Έβαλε αλλα μέσα. Λίγο μεγαλύτερα από το βάρος και το ύψος του. Τελικά μικρός- Γιώργος σημειώσαμε ένα. ‘‘Ο Γιώργος έχει κάποιον να τσακώνεται για το φαγητό και ο μικρός κάποιον για να επιτίθεται και να νιώθει ότι κερδίζει’’ Εντάξει. Το παραδέχομαι. Μου λείπει και ζηλεύω που περνάει καλύτερα εκεί. Είμαι μια εγωίστρια ζηλιάρα αλλά χαίρομαι αφόρητα που ζει καλά.
Έξω φυσάει κρύο αέρα και εδώ και δυο μέρες σκεπάζομαι με κουβέρτα. Χτες πήγα να ανάψω τα καλοριφέρ κι εσύ πήγες να φέρεις ξύλα από το μπαλκόνι. Φοράω κάλτσες και κρύβω τα καινούρια μου φουξ νύχια. Ακούω την Χρύσα στο κεφάλι μου να λέει ‘‘Είναι καλοκαιρινό χρώμα’’ αλλά μου το είπε Σεπτέμβρη μήνα γιατί τώρα δεν είναι τέλη Ιουνίου αλλά μέσα Σεπτέμβρη. Η Άνοιξη και το Φθινόπωρο είναι οι αγαπημένες μου εποχές. Αλλά έχω κρυώσει τόσο πολύ φέτος που ήθελα να ζεσταθώ στο μεσημέρι του καλοκαιριού… το ξέρεις πως μόνο δύο, άντε τρεις φορές,  αν βάλω μέσα κι εκείνη με τον Αχιλλέα και την Άννα, την έβγαλα στο μπαλκόνι; Θέλω λιακάδα, μπαλκονάδα και τάβλι….
Πέρασε ο καιρός η ζωή μεταλλάσσεται, εξελίσσεται μία προς τα πίσω μία προς τα μπρος, εγω γίνομαι Λιβελούλα που κάθε μέρα γεννιέμαι και πεθαίνω κι εκείνη στο πόδι μου μαζεύει όλα τα κουνούπια της γειτονιάς και κάνουν πάρτι στα πόδια μου και το πρωί ξυπνάω γδέρνοντας το δέρμα μου. Έχω γεμίσει πληγές στα μπράτσα και στις γάμπες και αύριο που θα πάω για να ετοιμάσω το φιλόξενο μέρος του εσωτερικού κορμιού μου θα ντρέπομαι που έχω καυκαλάκια από πληγές παντού.  Μοιάζω με πουα Λιβελούλα αλλά είμαι καινούριο είδος κι έτσι μην απορείς που δε με έχεις συναντήσει ποτέ. Μη προσπαθήσεις να με πιάσεις για να με μελετήσεις καλύτερα, είμαι ελεύθερη και δε ζω σε δοκιμαστικούς σωλήνες κι έτσι θα πεθάνω πριν προλάβεις να με φωτογραφίσεις ζωντανή.
Στο σαλόνι έχω κάνει μεσάνυχτα όπως τον Χειμώνα. Έχω αφήσει από έξω τον ήλιο και ίσα που   μπαίνει από τις τελευταίες γρίλιες των κατεβασμένων μου ρολών. Έξω κλαίει ένας σκύλος, πείτε  του μαλάκα πως οι ζωές συμβαίνουν για να τις σεβόμαστε, θέλω να τον πυροβολήσω τον τύπο κάθε φορά που κλαίει το σκυλί του. Με τρομάζουν οι άνθρωποι που δε σέβονται τη ζωή. Μπορούν να γίνουν οι πιο κακοί άνθρωποι  και οκέι, δικαίωμα τους (;) αλλά εμένα με φοβίζουν. Μέσα στο σαλόνι εξακολουθούν τα μεσάνυχτα και σήμερα που είπα να κάνω κοκκινιστό μοσχάρι με μακαρόνια, ή με ρύζι, ή γιουβέτσι, υποτίμησα πολλά γιατί αντί για μοσχάρι έβγαλα γουρούνι από την κατάψυξη και τώρα δε ξέρω τι να το κάνω που ξεπάγωσε. Και αν έχεις καμιά ιδέα είμαι ανοιχτή σε όλα…



Ξέρει κανείς να
μου πει υπέυθυνα
πότε θα γίνει 
καλοκαίρι
για να μαζέψω
τα χαλιά απο 
τη σοφίτα;

25.6.11

Pedigree


Οι ζωές συναντιούνται για να γίνονται καλύτερες. Ακόμα και αν πελαγώνουν αρχικά από τον ερχομό της μιας στην άλλη πάντα στο τέλος γίνονται καλύτερες. Απόδειξη δεν έχω να σου κόψω για να το πιστέψεις αλλά αν αφήσεις τα μάτια σου κλεισμένα και το μυαλό σου ανοιχτό θα το δεις.  Καλό βράδυ μικρέ. Κοιμήσου αγκαλιά με την κιλότα μου για να μη ξεχάσεις την μυρωδιά μου ποτέ… θα μου λείψεις… αλλά ξέρω πως θα έχεις την ζωή που σου ταιριάζει…


Ποιος είπε πως η συνήθεια 
ντε και καλά είναι άσχημη; 
Δυο νύχτες μόνο… κι όμως σε 
συνήθισα τόσο πολύ,
που θα κάνω λίγο καιρό 
να ξεπεράσω το
φευγιό σου…καληνύχτα
μικρέ αδέσποτε
ταξιδιώτη...

21.6.11

Πίνακας

Μη με καλείς και μη με προκαλείς, δε πρόκειται να σου απαντήσω, δεν έχω φωνή γι αυτό. Δε μπορώ να βγω να παίξω γιατί η μαμά με τιμώρησε που χτύπησα το κοριτσάκι από τη παραδίπλα γειτονιά γιατί μου είπε πως ο Λεωνίδας δε θα με παντρευτεί και θα με αφήσει. Δε μπορώ να μιλήσω και δε μπορώ να παίξω. Ούτε μαζί σου.
Είμαι σκαρφαλωμένη στα ακροδάχτυλά σου και προσπαθώ να μη πέσω. Τραβάω όλο μου το σώμα με τα δικά μου και ιδρώνω κι έπειτα ξυπνάω λαχανιασμένη. Τα μάτια μου δε λένε να κλείσουν και παρόλα αυτά ονειρεύονται και αν με ρωτούσες πριν οκτακόσια πενήντα τρία χρόνια πως γίνεται να μη κοιμάσαι και να βλέπεις όνειρα δε θα είχα απάντηση να σου δώσω. Σήμερα ξέρω. Αρκεί να κλείσω τα μάτια μου.
Τα βράδια κλείνεσαι στον εαυτό σου και πεθαίνεις. Περιμένεις να περάσει η ζωή σου για να σηκωθείς. Και αν η δική μου γίνεται λιγότερη είναι δικό μου το πρόβλημα. Δε μπορώ, δε περιμένω, δεν επιμένω, ζήσε κι έπειτα έλα να πεθάνουμε μαζί. Δεν είμαι κουρασμένη. Μόνο οι κόρες των ματιών μου ανοιγοκλείνουν αυτόνομα και άσχετα με το φως και αλλάζει η όρασή μου. Βλέπω χρώμα σε ένα περιβάλλον που δε μπορώ να περιγράψω πέρα από την πέτρινη γέφυρα κι ένα παγκάκι στα απέναντι από τα απέναντι της γνώση μου. Κάθομαι και σε νιώθω χωρίς να σε βλέπω κι έπειτα παύω να βλέπω κι εμένα την ίδια. Περίεργη αίσθηση. Είμαι πολύ ακαταλαβίστικη για σένα και λίγο ακαταλαβίστική για τον ίδιο μου τον εαυτό. Εντάξει, δε φταις εσύ, και βασικά δε φταίει κανείς,-γιατί πάντα πρέπει να φταίει κάποιος; Νομίζω πια πως η έννοια του ‘‘φταίω’’ ξεθωριάζει από το μυαλό μου και τότε είναι που στις παρεξηγήσεις θεωρώ πως δεν υπάρξει φταίχτης απλά διαφορετική αντίληψη και διαφορετικές προσωπικότητες. Όχι καλύτερες. Ούτε χειρότερες. Διαφορετικές. Και ο καθένας από τη μεριά της δικής του.
Φέτος το καλοκαίρι μου ήρθε περιέργως. Ο μελωδός στο μπαλκόνι παίζει ασταμάτητα μουσική, γεγονός που σημαίνει πως τα δάχτυλα του αέρα δεν μουδιάζουν ποτέ όταν πρόκειται να δηλώσουν ύπαρξη. Έχει συννεφιά έξω. Και μια απαλή δροσιά που κάνει τους τριάντα πέντε βαθμούς εικοσιπέντε και -τι ωραία!- μοιάζει έξω με τον πλανήτη που θέλω να κατοικήσω. Τα πόδια μου πονάνε, όλη νύχτα ανεβοκατέβαινα την σκάλα της σοφίτας, είχε βροχή κι εγώ είχα φωτιά. Η πλάτη μου πονάει σαν να έτρωγα ξύλο όλη νύχτα τα νεύρα μου με το σήμα του κινητού που καμιά φορά γελάω που νευριάζω με κάτι ανύπαρκτο, είναι ακίνητο και το σήμα κινείται σε άσχετο χρόνο με το κινητό και το κινητό υπάρχει αλλά το σήμα όχι. Και δε με νοιάζει να μιλάω, άλλωστε το κινητό δε το έχουμε για να μιλάμε, το έχουμε για να ακούμε την ανάσα του άλλου. Στο σταθερό ο ΟΤΕ γαμάει κάθε δίμηνο αλλά η μαμά δε διαμαρτύρεται ακόμα, κι εγώ κάνω την πάπια κι έτσι όταν αρχίσει να μου τη λέει τότε θα σταματήσω να κάνω την πάπια και θα αρχίσω να απολογούμαι στα ανθρωπιναστικιάρικα. Νυστάζω, νυστάζω, νυστάζω, μια άλλη μαμά λέει στο παιδί της να φάει κι εκείνο διαμαρτύρεται και θυμήθηκα πως πέρασε καιρός από τότε που έπαψα εγώ να της διαμαρτύρομαι. Σε λατρεύω ρε μάνα αλλά μη με πρήζεις, δε βλέπεις που εγώ σταμάτησα να με πρήζω; Πλάκα-πλάκα τελευταία μιλάμε σπάνια, ξέρω εξαφανίζομαι λίγο περισσότερο από πριν και τώρα πια χαίρομαι να σε ακούω. Τώρα έχουμε περίπου την ίδια σχέση που έχουμε με τον μπαμπά. Βρισκόμαστε σπάνια και απολαμβανόμαστε και τελικά ίσως αυτό είναι το κλειδί της ευτυχίας μας. Βέβαια ξέρω πως στα δύσκολα θα μου κάνεις τη ζωή κόλαση μέχρι να πάρω τις αποφάσεις σου αλλά ξέχασα να σου πω, πλέον δε το κάνω, δε θα το κάνω ούτε και με σένα. Τι κρίμα να λείπεις από εδώ και να μη το ξέρεις εκ των προτέρων…
Ο καιρός είναι υπέροχος κι εγώ πρέπει να πάω να κλειστώ στο υπόγειο. Την Παρασκευή βγαίνω σε άδεια και από βδομάδα κλείνομαι μέσα στα μαξιλάρια του καναπέ κοιτάζοντας το δοκάρι που από την αρχή του έκανα σημάδι με τη σκάλα κι έμεινε εκεί να μου θυμίζει πως μερικά σημάδια φεύγουν μόνο αν περάσεις μερικές εκατοντάδες στρώσεις χρώματος ή ακόμα καλύτερα παύουν να υπάρχουν, αν γυρίσεις τα μάτια σου αλλού και ξεχάσεις πως υπάρχουν. Τα σημάδια ηττημένα πεθαίνουν από την απαξίωση και τότε νικητής επιστρέφεις το βλέμμα σου σε κάτι ανύπαρκτο και ίσως ζητωκραυγάσεις, στιγμιαία ή όχι, για το γεγονός πως ακόμα και οι ουλές χάθηκαν μέσα στην ανυπαρξία τους.
Νυστάζω ρε γαμώ το κέρατό μου και νυστάζω εδώ και βδομάδες. Κοιμάμαι σαν την ωραία κοιμωμένη που λες και ο πρίγκιπας είναι ο μαλάκας της γειτονιάς κι έρχεται και με φιλάει κάθε δεκαεπτά λεπτά και πάντα ξυπνάω βήχοντας. Και ποτέ μου δε χορταίνω τον ύπνο μου… ποτέ μου… μόνο όταν ονειρεύομαι. Αλλά δε ξέρω πόσο κρατάνε τα όνειρα και δε ξέρω αν προλαβαίνω να ξεκουραστώ. Νυστάζω γαμώτο. Και η υπερένταση μου κάνει τα μάτια μου αυγά μάτια, λίγο άψητα που τρεμοπαίζει πάνω τους η κούραση κι ενώ φαίνονται έτοιμα προς βρώση δεν κοιμούνται και αν τα φας μπορεί και να δηλητηριάσεις τις κόρες των ματιών σου κι έπειτα να μη κλείσουν ποτέ…
Νυστάζω… πάω να δω πως θα γίνει να κοιμίσω την μικροκατάθλιψή μου. Έλα… ίσως αν μου τραγουδήσεις κάτι από Winterpills να κλείσουν τα μάτια μου…

 

13.6.11

Σκάλα

Αποφάσισα πως το πουθενά από την μίζα του αμαξιού μου απέχει μια γκαζιά κι έβαλα πρώτη γύρω στις επτά το πρωί και ξεκίνησα για εκεί. Έλεγξα τα απωθημένα μου και τα καταμέτρησα κι έπειτα τίκαρα τις αποσκευές μου. Σάκος με ρούχα; Τσεκ. Πιστολάκι; Τσεκ. Σανδάλια; Τσέκ. Λεφτά; Όχι τσεκ αλλά στο πουθενά θα τρώω πουθενά. Μολύβι; Τσεκ. Δύναμη; Δύναμη; Δύναμη; Δύναμη; Δύναμη; Δύναμη; Δύναμη; Δύναμη; Δύναμη; Δύναμη; Δύναμη; Δύναμη;
Δύναμη;
Δύναμη;
Δύναμη;
Δύναμη;
Δύναμη;
Δύναμη;
Δύναμη;

Εεεε… κοπελιά; Θα τικάρεις;

1.6.11

Κολοκύθια με τη ρίγανη

Θέλω να κλειστώ μέσα στην τρύπα ενός τούβλου και να αποκτήσω χρησιμότητα χτισμένη. Να βρεθώ ως υλικό σε καινούρια οικοδομήματα, καθαρά, περιποιημένα, από εκείνα που όλοι τα θαυμάζουν. Θέλω να γίνω μια πολυτελής οικοδομή με τζαμαρία για να μπορώ να βλέπω τη θέα από μέσα μου προς τα έξω. Θέλω να γίνω ουρανοξύστης. Να φτάνω ψηλά στον ουρανό -μισό να στρίψω τσιγάρο γιατί τώρα πήρα φόρα και θα πω κι άλλα- και το διαμέρισμα που θα νοικιάζω θα είναι πάνω από τα σύννεφα. Θα ανοίγω το παράθυρό μου και θα κόβω κεραυνούς να τους κάνω σαλάτα με το μεσημεριανό φαγητό. Όταν βρέχει θα κατοικώ  πάνω από τη βροχή, για πρώτη φορά στη ζωή μου, και θα βρέχομαι πάνω της-μου. Θα βλέπω τις αστραπές αφ’ υψηλού και θα περπατάω πάνω τους κι έτσι θα γίνω ηλεκτροφόρα και δε θα μπορεί να με αγγίξει κανείς. Όταν θέλω θα σβήνω για να απολαύσω αγγίγματα κατ’ επιλογήν. Θα γίνω εγωιστικά ηλεκτροφόρα. Αυτό! Αν θέλω να ακούσω μουσική θα ανοίγω τα παράθυρα όταν μπουμπουνίζει. Και αν θέλω να πάω καμιά βόλτα θα περπατάω ξυπόλυτη στα πλακάκια μου, θα ανεβοκατεβαίνω με τα πόδια όλους τους ορόφους  και όταν πονέσουν οι πατούσες μου θα φτάνω πάλι σπίτι μου και θα περπατάω στα σύννεφα. Θα γίνω αιθεροβάμων στην κυριολεξία. Ηλεκτροφόρα αιθεροβάμων. Με βροντερές αναπνοές.
Τρεις και σαράντα τέσσερα και νυστάζω αλλά το φαγητό στον φούρνο θα καεί αν κοιμηθώ γιατί θα κοιμηθώ για χρόνια. Και στην σημερινή εφημερία δε θα πατήσει κανείς. Και χτες μετά το meeting αποφασίστηκε πως θα χάσω τη θέση μου αν κάνω λίγο το κεφάλι μου προς τα πίσω μπας για να αποφύγω το παπούτσι του διευθυντή. Και μια ύπουλα προαναγγελθείσα στάση πληρωμών ελλοχεύει κι έτσι άφραγκη το όνειρο να κατοικίσω στην τρύπα του τούβλου θα πάει περίπατο γιατί  δε θα μπορώ να πληρώνω το νοίκι. Θα κάνω στάση εργασίας στα συναισθήματα από τις επτά το πρωί μέχρι τις πέντε το απόγευμα και από τις εννιά το βράδυ μέχρι το τέλος των συναισθημάτων. Όποιος πρόκειται να με νιώσει παρακαλώ να πάρει ταξί. Δε λειτουργώ.
Τρεις και πενήντα τρία και αλλα επτά λεπτά μένουν μέχρι να ακούσω τη φωνή μου. Από τις δύο και επτά είμαι άφωνη. Τα μάτια μου τσούζουν από τη νύστα αλλά τα κολοκυθάκια διαμαρτύρονται, ακόμα και αυτά μπορούν να το κάνουν, και αν στην επόμενη ζωή γεννηθώ κολοκυθάκι σε παρακαλώ να γεννηθείς ρίγανη να συναντιόμαστε. Θα είμαι κολοκυθάκι σε μπαξέ ολόφρεσκο έτοιμο προς βρώση, να είσαι ρίγανη φρεσκοκομμένη και να ακουμπήσεις πάνω μου με το κλαδί. Θα κάνουμε έρωτα στην κατσαρόλα ένα μεσημέρι Κυριακής. Για μια φορά όλη κι όλη στη ζωή μας. Μα τι φορά……!
Τέσσερις και μηδέν μηδέν και αρχίζω και βγάζω τους πρώτους φθόγγους…
Θέλω να κλειστώ μέσα στην τρύπα ενός τούβλου και να αποκτήσω χρησιμότητα χτισμένη. Όχι φτυσμένη! Χτισμένη είπα! Άκου σωστά μια φορά αυτά που λέω ρε γαμώτο…

Θέλω να υποσημειώσω αλλά πάλι θα νομίζεις άλλα ‘ντ’ άλλων…
Όχι κι εδώ αλυσίδες ρε πούστη μου….