Απο σένα θυμάμαι κυρίως τα κρεμασμένα
χέρια σου στο πλάι. Ήμουν δεκαπέντε όταν για πρώτη φορά έφυγα απο τον κλοιό της
γειτονιάς και κατηφόρισα προς την παραλία με το τετράδιο και το μολύβι και το
βιβλίο της Φυσικής στα χέρια. Κάθισα στο παγκάκι κοντά στο πάρκο του Φωκά λίγο
πιο πέρα απο το Μακεδονία Παλλάς. Βγήκα να διαβάσω κάτι για την κρούση και την
αλληλεπίδραση του Φωτός με την ύλη. Απο τότε ερωτεύτηκα το σκοτάδι. Είδα την
τέχνη μέσα απο αυτό και λίγα μέτρα πιο πέρα στο διπλανό παγκάκι καθόσουν εσύ, ο
πιο σκοτεινός απ' όλους, με τα μακριά μαλλιά και, παρατηρούσες έντονα τον τρόπο
που έβαζα το μολύβι στα μαλλιά μου για να τα πιάσω κότσο και χαμογελούσες με την
κίνησή μου να το βγάζω απο το κεφάλι μου για να κρατήσω σημειώσεις. Πάντα
δάγκωνα τις άκρες απο τα μολύβια μου, εκείνα με το κίτρινο και το μάυρο και,
ότι περίσευε απο αυτά είχαν πάνω τα αποτυπώματά των δοντιών μου.
Πάντα στο ίδιο παγκάκι απο τότε
διάβαζα τη Φυσική μου και πάντα στο παραδιπλανό καθόσουν εσύ σαν σε άτυπο
ραντεβού στο ίδιο μέρος την ίδια ώρα. Μια μέρα ήρθες με μια σακούλα μολύβια και
κάθισες δίπλα μου και με ενόχλησες. Σε
κοίταξα και μου είπες πως τα μαύρα μάτια μου πηγαίνουν περισσότερο με κερασί
κραγιόν κι εγώ σου είπα πως δε με νοιάζουν τα φτασίδια και τότε με ξεκοίταξες
και κάθισες πάλι παραδίπλα. Σε ξεκοίταξα κι εγώ και συνέχισα τις ασκήσεις μου. Μέχρι
που το μυαλό μου κόλλησε σαν μασημένη κασσέτα της εποχής κι επαναλάμβανε τις
ίδιες καταστάσεις ξανά και ξανά. "Εξήγησέ μου τον τύπο c = λν και θα πάμε για καφέ στον Ηρακλειώτη"
σου είπα. Και ήρθες δίπλα μου, πήρες το μολύβι απο τα μαλλιά μου έγραφες,
έγραφες, έγραφες και στο τέλος με πήρες απο το χέρι και με τράβηξες και
ανεβήκαμε στην πεζογέφυρα για να μη διασχίσουμε την παραλιακή κι εκεί πάνω μου
είπες πως θα με παντρευόσουν αν σου το ζητούσα. Κι εγώ τράβηξα το χέρι μου και
σε έβρισα και σου είπα πως "δε θες να μπλέξεις μαζί μου" και μου
είπες "κι όμως θέλω" κι εγώ έτρωγα αμήχανα το μολύβι μου. Έβγαλες ένα
μολύβι απο τη σακούλα και ήρθες απο πίσω μου και μου έπιασες τα μαλλιά σε κότσο
και τα στερέωσες. Μου μίλησες για τον Νόμο της Παγκόσμιας Έλξης του Newton και πως αυτός επιδρά στα βλέμματα κι εγώ
κατάλαβα πως ήσουν πιο παράξενος απο μένα και φοβήθηκα. Άρχισα να τρέχω μακριά
σου και κοίταζα πίσω μου να ξεφύγω απο μένα με αγωνία.
Ο επόμενος Σεπτέμβρης με βρήκε στο
προαύλιο της πρώτης Λυκείου να κάνω την προσευχή στον αγιασμό μπροστά απο σένα.
Κι ένιωθα τον Νόμος της Παγκόσμιας Έλξης στον αυχένα μου. Γύρισα και σε κοίταξα
ενώ δε πίστευα στα μάτια μου πως σε έβλεπα μπροστά μου. Μου είπες πως τα
ανεκπλήρωτα χρέη πρέπει να ξεχρεώνονται το συντομότερο και μετά το σχολείο
πήγαμε στο πάρκο του Ηρακλειώτη, κοντά στο σπίτι μου για να μην αργήσω και
φωνάζει η μάνα. Μου είπες "Αν μου το ζητούσες θα σε παντρευόμουν
τώρα". Σου είπα " Δε θες να μπλέξεις μαζί μου" μου είπες
"Δε σε ξέχασα ποτέ απο την πρώτη στιγμή που σε είδα πριν καν αντιληφθείς την
ύπαρξή μου" σου είπα "Δεν υπάρχεις έτσι κι αλλιώς. Ούτε κι εγώ"
μου είπες "Νιώθω σαν το G στον νόμο
του Newton." Σου είπα "Νιώθω σαν το r στον Νόμο του Newton." Και μετά τα τρία χρόνια σχέσης δεν αντέχαμε πια ο ένας τον
άλλο...
Όπου G η σταθερά της παγκόσμιας έξης.
Όπου r η απόσταση των δύο σημείων...